Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

13. Η Πτώση

20 Δεκεμβρίου 1982

Περπατούσαν μέσα στο σκοτάδι προς τα δέντρα με γρήγορο βήμα, φορώντας οι περισσότεροι μακριά, μαύρα, δερμάτινα πανωφόρια. Το κρύο ήταν έντονα αισθητό. Το ξημέρωμα δεν αργούσε πολύ. Τη σελήνη πάνω από τα κεφάλια τους άρχισαν να τη κρύβουν λευκά σύννεφα. Ο Christopher, η Angelica, ο Charlie, η Evelyn και οι άλλοι 15 μάγοι και μάγισσες που τους συνόδευαν, έφτασαν στις βελανιδιές και χωρίς να σταματήσουν ούτε για λίγο χάθηκαν ανάμεσά τους. Προχώρησαν ακόμη πιο βαθειά μέσα στο σιωπηλό δάσος για τα επόμενα 15 λεπτά και τότε ο Christopher ξαφνικά στάθηκε ακίνητος. Κοίταξε πιο προσεχτικά ίσια μπροστά και διέκρινε το σπίτι που πριν από λίγες μέρες είχαν δει μέσα στον καθρέφτη. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους και πριν προλάβει να τους πει να προσέχουν, ένας θόρυβος ακούστηκε. Ήταν ο ήχος που κάνει ένα κλαδί όταν σπάει και ερχόταν πίσω από ένα δέντρο, μόλις μερικά μέτρα από τον ίδιο και την ομάδα του. Μια σκούρα φιγούρα ξεπρόβαλε πίσω από τον κορμό. Τη στιγμή που ο Christopher διαπίστωνε πως απέναντί του πια στεκόταν ο Nicolas και άλλες σκοτεινές φιγούρες έκαναν την εμφάνισή τους. Ήταν όλοι τους εκεί και τους περίμεναν μέσα στη νύχτα. Ο Nicolas ήξερε καλά πως τα σχέδιά του μπορούσαν να έχουν την οποιαδήποτε τύχη, μόνο αν οι αντίθετες φωνές μέσα από την κοινότητα των μάγων εκλείψουν. Ο Christopher ήταν γι' αυτόν μια εκκρεμότητα που έπρεπε να διαγραφεί. Η ώρα της αναπόφευκτης σύγκρουσης είχε φτάσει, καμία όμως παράταξη δεν ήξερε πως όλα ήταν έτοιμα να πέσουν...

Κανένας δεν είπε έστω και μία λέξη, καθώς δεν είχαν βρεθεί εκεί για κουβέντα, ούτε υπήρχε πιθανότητα κάποια ομάδα να αλλάξει πεποιθήσεις. Είχαν έρθει για αίμα και εκδίκηση. Στη στιγμή ο Nicolas έκανε στροφή και έτρεξε προς το σπίτι. Δεν ήταν δειλός, κάθε άλλο. Ήξερε πως ο Christopher θα τον ακολουθούσε, στηριζόταν μάλιστα σ' αυτό κι έτσι ακριβώς έγινε. Ο τελευταίος Winterblood έτρεξε αμέσως πίσω του. Ο πρώτος μπήκε στο ξύλινο σπίτι και δευτερόλεπτα αργότερα τη πόρτα περνούσε και ο δεύτερος μάγος.

"Κλείσε!"...είπε ο Nicolas και η πόρτα έκλεισε απότομα.

Οι δύο άντρες βρέθηκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο ελαφρώς φωτισμένο, με αρκετά παράθυρα και με αμέτρητα βιβλία, είτε τοποθετημένα σε βιβλιοθήκες είτε απλά ακουμπισμένα σε στοίβες στα περβάζια των παραθύρων, σε τραπέζια, ακόμη και στο πάτωμα. Τα μάτια και το δύο είχαν πάρει φωτιά. Ο Christopher φωνάζοντας..."Πώς μπόρεσες να το κάνεις;"...έβγαλε από τη θήκη στη μέση του το στιλέτο του και επιτέθηκε στον Nicolas. Ο τελευταίος αποφεύγοντας το κτύπημα τον έσπρωξε προς τα αριστερά και τον έριξε πάνω σε μια βιβλιοθήκη. Πολλά βιβλία έπεσαν και σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Ο Nicolas στάθηκε πάνω απ' αυτά και είπε...

"Ανύψωση και περιστροφή!"

Τα βιβλία σηκώθηκαν στον αέρα και άρχισαν να περιστρέφονται γύρω από τον Nicolas με ορμή, παρασέρνοντας και γκρεμίζοντας φωτιστικά, μπουκάλια με φίλτρα, διακοσμητικά, άλλα βιβλία και ότι άλλο βρισκόταν στο πέρασμά τους. Δυο από αυτά έπεσαν με δύναμη πάνω στο κεφάλι του Christopher. Τα χτυπήματα τον ζάλισαν, τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο πάτωμα. Έστω για λίγο. Για την ακρίβεια, για όσο χρειαζόταν ο Nicolas. Ο μεγαλομανής μάγος άρπαξε το στιλέτο του Christopher που είχε πέσει στο έδαφος, έσυρε τη κοφτερή του λεπίδα στο κέντρο της αριστερής του παλάμης και την ώρα που ο Christopher προσπαθούσε να σηκωθεί, έβαλε το ματωμένο του χέρι στο μέτωπό του. Την ίδια στιγμή έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Όλα μαύρισαν για τον Christopher, αλλά μόνο για τρία δευτερόλεπτα. Όταν άνοιξε τα μάτια του είδε τον Nicolas να βγαίνει από την ανοιχτή πόρτα και να χάνεται μέσα στο δάσος. Σηκώθηκε έχοντας μια απίστευτη ζαλάδα, μάζεψε το στιλέτο του και τον ακολούθησε. Βγήκε από το σπίτι. Έντρομος είδε το χάος που επικρατούσε εκεί έξω.

Παντού κραυγές, οι πυροβολισμοί έπεφταν βροχή, σκόρπιες λέξεις ακούγονταν η μια πίσω από την άλλη, τα στοιχεία της φύσης οργίαζαν υπό τις εντολές των μάγων. Αμέσως είδε την Angelica να είναι κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο, ώστε να αποφύγει τις σφαίρες του John Dealton και στη συνέχεια να βγαίνει από τη προστασία της και να του ορμά μαζί με ένα κύμα αέρα, ρίχνοντάς τον κάτω και καταφέρνοντας τελικά ένα θανάσιμο κόψιμο στο λαιμό του με το μαχαίρι της. Παραδίπλα η κόρη της η Evelyn εξουδετέρωνε τον αντίπαλό της ρίχνοντας με ένα ξόρκι ένα τεράστιο κλαδί επάνω του. Έψαξε να βρει τον Silverlock αλλά δε τον έβλεπε πουθενά. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον ανήμπορο Danny McSteven. Ο εχθρός πετώντας στον αέρα ένα μικρό φιαλίδιο έβαλε φωτιά σε μια βελανιδιά και στη συνέχεια με ένα ξόρκι κατεύθυνε τις φλόγες επάνω του, καίγοντάς τον ζωντανό. Κοίταξε πιο προσεκτικά και είδε τα πτώματα τουλάχιστον 6 μάγων που ανήκαν και στις δυο πλευρές διάσπαρτα στο χώμα πεσμένα. Τότε στο οπτικό του πεδίο βρέθηκαν τα αδίστακτα αδέρφια Jonah και Billy Smith που είχαν παγιδέψει τον νεαρό Liam Lightheart μέσα σε ένα σύννεφο μαύρου καπνού, προκαλώντας του ασφυξία. Τέλος όμως που σχεδόν αμέσως βρήκαν και οι ίδιοι, καθώς η Angelica και η Evelyn φρόντισαν να τους παγιδέψουν μέσα στον δικό τους καπνό. Σύντομα οι πυροβολισμοί είχαν πια σχεδόν σταματήσει, μιας και οι σφαίρες καταναλώθηκαν. Οι μάγοι είχαν πλέον στη διάθεσή τους μαχαίρια, ακόμη και σπαθιά, μα πάνω απ' όλα χρησιμοποιούσαν τα ξόρκια τους, τα φίλτρα τους, τη μαγεία τους.

Και ο Christopher στεκόταν ακίνητος, σα να ήταν ένας αμέτοχος παρατηρητής. Μέχρι όμως που είδε τον Nicolas. Τα μάτια του πήραν φωτιά, το πρόσωπό του αγρίεψε και χωρίς προειδοποίηση έτρεξε προς το μέρος του, κρατώντας το στιλέτο του σφιχτά στο δεξί του χέρι. Ο Nicolas τον αντιλήφθηκε και άρχισε να απομακρύνετε. Ο Christopher ουρλιάζοντας..."Όσο και να τρέξεις, αυτή τη φορά δε θα μου ξεφύγεις!"...ανέπτυξε ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα και την ώρα που τον πλησίασε επαρκώς φώναξε..."Απομάκρυνση!"

Το σώμα του Silverlock σηκώθηκε από το έδαφος και εκτινάχθηκε με δύναμη προς τα εμπρός, καταλήγοντας πάνω στο γέρικο κορμό ενός δέντρου. Μια κραυγή πόνου και αγωνίας έβγαλε ο σκοτεινός μάγος την ώρα που έπεφτε ανάσκελα στο χώμα. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Christopher βρισκόταν δίπλα του. Γονάτισε πάνω στο σώμα του, τον ακινητοποίησε και άρχισε να ρίχνει τη μια γροθιά μετά την άλλη στο πρόσωπό του. Φώναζε ξανά και ξανά..."Πως μπόρεσες!"...ενώ συνέχισε να τον κτυπάει με όλη του τη δύναμη. Όταν διαπίστωσε πως ο αιμόφυρτος πια Silverlock δεν αντιστεκόταν ιδιαίτερα, είπε...

"Γιατί δεν αντιδράς; Νομίζεις πως θα σε λυπηθώ;"

Δε σταμάτησε όμως, ούτε μείωσε την ένταση των χτυπημάτων. Η δίψα του για αίμα ήταν ακλόνητη και μόνο με μια κατάληξη θα έμενε ικανοποιημένος.

Ένα κύμα ενέργειας διαπέρασε το δάσος, μετακινώντας χώμα και πέτρες, ρίχνοντάς τους όλους κάτω, διακόπτοντας τις λιγοστές πλέον μάχες, τραβώντας τη προσοχή των υπολοίπων προς το μέρος τους. Αυτό που αντίκρισαν τους ξάφνιασε, τους τρόμαξε. Μόλις τρεις μάγοι είχαν απομείνει από την ομάδα του Nicolas. Δεν έμειναν όμως για πολύ ακόμη. Συνειδητοποιώντας πως όλα κόντευαν να χαθούν το έβαλαν στα πόδια. Η Angelica όμως ήταν αυτή που τρόμαξε πιο πολύ απ' όλους και άρχισε να τρέχει προς τους δύο μάγους.

Τα σώματα των δύο αντρών δε πατούσαν πια στο έδαφος. Αιωρούνταν πάνω από αυτό, κάθετα σε αυτό, ενώ γύρω τους οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Το χρώμα της φωτιάς είχε χαθεί από τα μάτια του Christopher και τώρα πια είχαν γίνει ολόμαυρα. Η Angelica καθώς τους έφτανε του φώναζε..."Christopher σταματά!!!"...αλλά αυτός δεν της έδινε τη παραμικρή σημασία. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ακόμη και μαγεία για να τον διακόψει, αλλά δε κατάφερε απολύτως τίποτε. Η συναισθηματική φόρτιση του Christopher είχε εκτινάξει τη δύναμή του στα ύψη. Ήταν η στιγμή που περίμενε, μέρες τώρα. Η στιγμή της εκδίκησης.

Ο Christopher με το αριστερό του χέρι κρατούσε τον Nicolas από τον αντίστοιχο ώμο και με το δεξί του το στιλέτο του. Ήταν έτοιμος να το τελειώσει, χωρίς δισταγμό, χωρίς τύψεις. Όπως πήρε τις ζωές των δικών του, τώρα θα έπαιρνε κι αυτός τη δική του ζωή. Αυτό σκέφτηκε και του κάρφωσε το στιλέτο ψηλά στο θώρακα. Το έβγαλε και το κάρφωσε για μια ακόμη φορά. Άφησε το άψυχο σώμα να πέσει στο χώμα και προσγειώθηκε και ο ίδιος. Γεμάτος ικανοποίηση, που η αποστολή του ολοκληρώθηκε, έκανε δύο βήματα προς τα πίσω και τότε ένιωσε ένα χέρι στον αριστερό του βραχίονα. Γύρισε και ήταν η Angelica.

"Τι έκανες παιδί μου;"...του είπε με δάκρυα στα μάτια και συνέχισε..."Τον σκότωσες!"...

Και ο Christopher παραξενεμένος απάντησε..."Μα γι' αυτό δεν ήρθαμε σήμερα εδώ; Τελειώσαμε λοιπόν!"...είπε και χαμογέλασε.

Εκείνη την ώρα έφτασαν στο σημείο και οι υπόλοιποι της ομάδας. Μόνο που στα πρόσωπά τους δεν υπήρχε καμία ανακούφιση, αντίθετα ο Christopher έβλεπε έκπληξη και θυμό. Η Angelica τον τράβηξε προς το νεκρό μάγο και του είπε...

"Κοίταξε λίγο καλύτερα...!"

Πλησίασε καχύποπτα και έμεινε άφωνος με αυτό που είδε. Στο έδαφος δεν ήταν σωριασμένο το σώμα του εχθρού, όχι δεν ήταν ο Silverlock...ήταν ο Julius Kell, ο νεαρός φίλος του, αυτός που κατασκόπευσε τον Nicolas στο Παρίσι, που είχε δώσει το παρών και στη πρόσφατη συνάντησή τους στο κρυφό διαμέρισμα. Η ζαλάδα επέστρεψε. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και παραπατώντας σχεδόν έπεσε επάνω στη σοκαρισμένη Evelyn. Γύρισε προς το μέρος τους. Η αδερφή του Julius, που ήταν εκεί, έσκυψε δίπλα στο αδερφό της, τον τράβηξε στην αγκαλιά της και χωρίς καν να τον κοιτάξει του φώναξε..."Γιατί;"

Ο Christopher καθώς απομακρυνόταν από όλους κατάφερε να πει μερικές λέξεις. Προσπάθησε να καταλάβει, να εξηγήσει το τι έγινε.

"Δεν είναι δυνατόν. Είμαι σίγουρος πως ήταν ο Silverlock. Είμασταν μαζί στο σπίτι, ολομόναχοι. Τον είδα να βγαίνει από το δωμάτιο. Να χάνεται μέσα στο δάσος. Και έχει πλέον ξημερώσει, έχει αρκετό φως, δε γινόταν να μπερδευτώ. Ήταν ο Silverlock, παίρνω όρκο γι' αυτό."

Η Angelica, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που συνέβη, προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία της. Η αγάπη της για τον Christopher βοηθούσε σε αυτό. Πήρε το λόγο επιχειρώντας να δώσει μια εξήγηση.

"Κάτι έγινε μέσα στο σπίτι, κάτι σου έκανε, μάλλον κάποιο ξόρκι σύγχυσης...και έπρεπε να το έχεις καταλάβει. Εσύ περισσότερο απ' όλους. Βλέπεις, ο Silverlock δε βγήκε ποτέ από το σπίτι. Είναι ακόμη εκεί κλεισμένος. Νομίζω όμως πως πρέπει να φύγεις τώρα. Δε μπορείς πλέον να μας βοηθήσεις και δε νομίζω να θέλει κανείς από μας πια τη βοήθειά σου. Φύγε Christopher."

Ο Winterblood όσο περνούσαν τα λεπτά όλο και συνειδητοποιούσε τι είχε κάνει. Σκότωσε έναν από τους καλύτερους φίλους του. Έναν νεαρό μάγο, όχι πολύ μικρότερο από τον ίδιο, που η ωριμότητα και η συνέπεια τον χαρακτήριζαν. Η απόγνωση και ο τρόμος τον κυρίευσαν. Όντως δεν είχε καμία θέση πια εκεί, όχι μετά από αυτό που είχε κάνει. Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία που να είναι ικανοποιητική. Το ότι ο Nicolas ήταν ακόμη ζωντανός δε τον αφορούσε. Έσκυψε το κεφάλι. Δε τολμούσε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια.

"Αν και ξέρω πως δε σημαίνει τίποτε...Συγγνώμη."...είπε και έφυγε βιαστικά. Χάθηκε μέσα στο δάσος χωρίς να ξέρει που ακριβώς θέλει να πάει. Το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί.

Η Angelica, η κόρη της και οι υπόλοιποι αποφάσισαν πως πρέπει να αφήσουν για λίγο τη λύπη, την οργή και την όποια εκκρεμότητα αποτελούσε ο Christopher. Κατευθύνθηκαν προς το ξύλινο σπίτι. Όταν τους χώριζαν από αυτό περίπου 6 μέτρα σταμάτησαν. Στάθηκαν και οι δώδεκα μάγοι ο ένας δίπλα στον άλλον, περίπου σε ευθεία, κοιτάζοντας προς το σπίτι. Άπλωσαν τα χέρια τους και πιάστηκαν σφιχτά μεταξύ τους, φτιάχνοντας μια αλυσίδα. Τα μάτια τους πυράκτωσαν και όλοι μαζί, σχεδόν με μια φωνή, είπαν αργά και φωναχτά.

"Οι τέσσερις τοίχοι αυτού του σπιτιού θα γίνουν η φυλακή σου."

Τότε η Evelyn και ενώ η υπόλοιπη ομάδα επαναλάμβανε τη φράση χαμηλόφωνα, φώναξε...

"Silverlock όλα τελειώνουν εδώ, απόψε."

Μερικά δευτερόλεπτα μετά η πόρτα άνοιξε και ο Nicolas ξεπρόβαλε. Γέλασε ειρωνικά και είπε...

"Υποτίθεται πως πρέπει να φοβηθώ τώρα;"...όμως το χαμόγελο από το πρόσωπό του εξαφανίστηκε μονομιάς όταν προσπάθησε να διαβεί το κατώφλι της πόρτας και είδε πως δε μπορούσε. Μια αόρατη δύναμη τον κρατούσε μέσα, εκεί φυλακισμένο στο σπίτι. Τα μάτια του απέκτησαν πορτοκαλί χρώμα, μουρμούρησε μερικές λέξεις, αλλά με απογοήτευση διαπίστωσε πως η μαγεία του δεν έπιανε έξω από το σπίτι. Η συνδυασμένη μαγεία των δώδεκα ήταν πολύ δυνατή για να νικηθεί. Πολύ πιο δυνατή από τη δική του. Το δε ξόρκι που τους είχε κάνει πριν μπει στο ναό του St. Joseph, ώστε να μη μπορούν να προβάλουν αντίσταση, είχε πια εξασθενήσει. Φανερά εκνευρισμένος έκλεισε τη πόρτα και κλείστηκε μέσα.

Οι διώκτες του απ' έξω δε διέκοψαν στιγμή το ξόρκι. Το έλεγαν ξανά και ξανά. Δεν ήθελαν να του αφήσουν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής. Έκαναν μερικά βήματα προς τα μπρος. Οι δύο μάγοι που βρίσκονταν στις άκρες, άφησαν την αλυσίδα, έβγαλαν από τις τσέπες τους αναπτήρες, τους άναψαν και τους πέταξαν πάνω στο ξύλινο σπίτι. Ψιθύρισαν..."Ανάφλεξη!"...Δύο μικρές εκρήξεις προκλήθηκαν αμέσως και η στέγη του σπιτιού τυλίχθηκε στις φλόγες. Η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. Ο Nicolas μετακινήθηκε στο κέντρο του δωματίου. Οι τοίχοι πλέον φλέγονταν. Επιχείρησε να σβήσει τη πυρκαγιά, αλλά όλες οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες. Το κύμα αέρα που δημιούργησε απλά τη φούντωσε ακόμη πιο πολύ. Καιρός για να σκεφτεί κάτι άλλο δεν υπήρχε. Άλλωστε τα περισσότερα αντικείμενα εκεί μέσα ήταν βιβλία και τι καλύτερο προσάναμμα από το χαρτί. Όλη αυτή την ώρα είχε μείνει κρυμμένος στο δωμάτιο και παρατηρούσε από τα παράθυρα τις μάχες που μαίνονταν απ' έξω. Ο βασικός όμως λόγος που έμεινε μέσα ήταν για να αφήσει το παραισθησιογόνο ξόρκι που έκανε στον Christopher να μπει σε εφαρμογή. Ένας Nicolas έπρεπε να υπάρχει στο δάσος, ο ψεύτικος φυσικά, δηλαδή αυτός που ο Winterblood έβλεπε για αληθινό. Η στέγη άρχισε να καταρρέει σε κάποια σημεία. Πετάχτηκε προς τα δεξιά αποφεύγοντας τα συντρίμμια τη τελευταία στιγμή. Άλλος χρόνος δεν υπήρχε. Το τέλος είχε έρθει και ο ίδιος είχε αποτύχει. Έβγαλε με βιαστικές κινήσεις από την εσωτερική τσέπη του δερμάτινου παλτό που φορούσε τη μεταλλική πλακέτα που με τόση δυσκολία είχε καταφέρει να εντοπίσει και να αποκτήσει από τη γυάλινη προθήκη στη Notre Dame. Όταν πριν από περίπου ένα μήνα το ξόρκι της μαύρης μαγείας ερχόταν στη κατοχή του, χάρηκε γι' αυτό, αλλά ήλπιζε να μη χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει. Τώρα όμως δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήταν η μοναδική δικλείδα ασφαλείας, που αν λειτουργούσε, ίσως να του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία. Συγκράτησε με τα δόντια του τη πλακέτα. Γδύθηκε από τη μέση και πάνω και με ένα μικρό μαχαίρι χάραξε στο στήθος του μια πεντάλφα. Το αίμα άρχισε να τρέχει και τότε πιάνοντας και με τα δυο του χέρια τη πλακέτα διάβασε αυτό που ήταν γραμμένο επάνω της αργά και ψύχραιμα.

"Όταν το σώμα αυτό πεθάνει και η ψυχή του το αφήσει, θα έρθει καιρός που θα βρει νέο δοχείο, ένα καινούριο σώμα και θα ξαναγεννηθεί στο όνομα του Εωσφόρου."

Οι πυρήνες γλώσσες είχαν απλωθεί παντού και ο Nicolas Silverlock έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον καταβροχθίσουν.

Και οι δώδεκα μάγοι ήταν ακόμη εκεί έξω και περίμεναν...

3 σχόλια:

  1. Πωπω!!! Με μια ανασα το διαβασα! Η να πω καλυτερα χωρις ανασα! Μπραβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σ' άρεσε!!!!!!! Να σαι καλά!!!! πολλά φιλιά, καλό Σαββατοκύριακο και έρχεται σύντομα και το επόμενο κεφάλαιο!!

      Διαγραφή