tag:blogger.com,1999:blog-18036058717479361812024-02-19T07:15:38.672+02:00Through HellLeviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.comBlogger28125tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-72174444759542231802014-08-28T22:27:00.001+03:002014-08-28T22:27:20.118+03:0013. Η Πτώση<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiIBcD41Q4kb4wRDzagpSIXKJQcqMJV8uEKrRnDaSjeGiRB11JEu2uMGQcE_w-17ugd3aDnIrUh-cGDSUdtNwhI1unqb4JwY9BXD-KRRUhxh4YPaVH0lChbWDnusJh2EVEu3hHBU0KCOA/s1600/236182.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiIBcD41Q4kb4wRDzagpSIXKJQcqMJV8uEKrRnDaSjeGiRB11JEu2uMGQcE_w-17ugd3aDnIrUh-cGDSUdtNwhI1unqb4JwY9BXD-KRRUhxh4YPaVH0lChbWDnusJh2EVEu3hHBU0KCOA/s400/236182.jpg" height="264" width="400" /></a></div>20 Δεκεμβρίου 1982<br />
<br />
Περπατούσαν μέσα στο σκοτάδι προς τα δέντρα με γρήγορο βήμα, φορώντας οι περισσότεροι μακριά, μαύρα, δερμάτινα πανωφόρια. Το κρύο ήταν έντονα αισθητό. Το ξημέρωμα δεν αργούσε πολύ. Τη σελήνη πάνω από τα κεφάλια τους άρχισαν να τη κρύβουν λευκά σύννεφα. Ο Christopher, η Angelica, ο Charlie, η Evelyn και οι άλλοι 15 μάγοι και μάγισσες που τους συνόδευαν, έφτασαν στις βελανιδιές και χωρίς να σταματήσουν ούτε για λίγο χάθηκαν ανάμεσά τους. Προχώρησαν ακόμη πιο βαθειά μέσα στο σιωπηλό δάσος για τα επόμενα 15 λεπτά και τότε ο Christopher ξαφνικά στάθηκε ακίνητος. Κοίταξε πιο προσεχτικά ίσια μπροστά και διέκρινε το σπίτι που πριν από λίγες μέρες είχαν δει μέσα στον καθρέφτη. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους και πριν προλάβει να τους πει να προσέχουν, ένας θόρυβος ακούστηκε. Ήταν ο ήχος που κάνει ένα κλαδί όταν σπάει και ερχόταν πίσω από ένα δέντρο, μόλις μερικά μέτρα από τον ίδιο και την ομάδα του. Μια σκούρα φιγούρα ξεπρόβαλε πίσω από τον κορμό. Τη στιγμή που ο Christopher διαπίστωνε πως απέναντί του πια στεκόταν ο Nicolas και άλλες σκοτεινές φιγούρες έκαναν την εμφάνισή τους. Ήταν όλοι τους εκεί και τους περίμεναν μέσα στη νύχτα. Ο Nicolas ήξερε καλά πως τα σχέδιά του μπορούσαν να έχουν την οποιαδήποτε τύχη, μόνο αν οι αντίθετες φωνές μέσα από την κοινότητα των μάγων εκλείψουν. Ο Christopher ήταν γι' αυτόν μια εκκρεμότητα που έπρεπε να διαγραφεί. Η ώρα της αναπόφευκτης σύγκρουσης είχε φτάσει, καμία όμως παράταξη δεν ήξερε πως όλα ήταν έτοιμα να πέσουν...<br />
<br />
Κανένας δεν είπε έστω και μία λέξη, καθώς δεν είχαν βρεθεί εκεί για κουβέντα, ούτε υπήρχε πιθανότητα κάποια ομάδα να αλλάξει πεποιθήσεις. Είχαν έρθει για αίμα και εκδίκηση. Στη στιγμή ο Nicolas έκανε στροφή και έτρεξε προς το σπίτι. Δεν ήταν δειλός, κάθε άλλο. Ήξερε πως ο Christopher θα τον ακολουθούσε, στηριζόταν μάλιστα σ' αυτό κι έτσι ακριβώς έγινε. Ο τελευταίος Winterblood έτρεξε αμέσως πίσω του. Ο πρώτος μπήκε στο ξύλινο σπίτι και δευτερόλεπτα αργότερα τη πόρτα περνούσε και ο δεύτερος μάγος.<br />
<br />
"Κλείσε!"...είπε ο Nicolas και η πόρτα έκλεισε απότομα.<br />
<br />
Οι δύο άντρες βρέθηκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο ελαφρώς φωτισμένο, με αρκετά παράθυρα και με αμέτρητα βιβλία, είτε τοποθετημένα σε βιβλιοθήκες είτε απλά ακουμπισμένα σε στοίβες στα περβάζια των παραθύρων, σε τραπέζια, ακόμη και στο πάτωμα. Τα μάτια και το δύο είχαν πάρει φωτιά. Ο Christopher φωνάζοντας..."Πώς μπόρεσες να το κάνεις;"...έβγαλε από τη θήκη στη μέση του το στιλέτο του και επιτέθηκε στον Nicolas. Ο τελευταίος αποφεύγοντας το κτύπημα τον έσπρωξε προς τα αριστερά και τον έριξε πάνω σε μια βιβλιοθήκη. Πολλά βιβλία έπεσαν και σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Ο Nicolas στάθηκε πάνω απ' αυτά και είπε...<br />
<br />
"Ανύψωση και περιστροφή!"<br />
<br />
Τα βιβλία σηκώθηκαν στον αέρα και άρχισαν να περιστρέφονται γύρω από τον Nicolas με ορμή, παρασέρνοντας και γκρεμίζοντας φωτιστικά, μπουκάλια με φίλτρα, διακοσμητικά, άλλα βιβλία και ότι άλλο βρισκόταν στο πέρασμά τους. Δυο από αυτά έπεσαν με δύναμη πάνω στο κεφάλι του Christopher. Τα χτυπήματα τον ζάλισαν, τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο πάτωμα. Έστω για λίγο. Για την ακρίβεια, για όσο χρειαζόταν ο Nicolas. Ο μεγαλομανής μάγος άρπαξε το στιλέτο του Christopher που είχε πέσει στο έδαφος, έσυρε τη κοφτερή του λεπίδα στο κέντρο της αριστερής του παλάμης και την ώρα που ο Christopher προσπαθούσε να σηκωθεί, έβαλε το ματωμένο του χέρι στο μέτωπό του. Την ίδια στιγμή έσκυψε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Όλα μαύρισαν για τον Christopher, αλλά μόνο για τρία δευτερόλεπτα. Όταν άνοιξε τα μάτια του είδε τον Nicolas να βγαίνει από την ανοιχτή πόρτα και να χάνεται μέσα στο δάσος. Σηκώθηκε έχοντας μια απίστευτη ζαλάδα, μάζεψε το στιλέτο του και τον ακολούθησε. Βγήκε από το σπίτι. Έντρομος είδε το χάος που επικρατούσε εκεί έξω.<br />
<br />
Παντού κραυγές, οι πυροβολισμοί έπεφταν βροχή, σκόρπιες λέξεις ακούγονταν η μια πίσω από την άλλη, τα στοιχεία της φύσης οργίαζαν υπό τις εντολές των μάγων. Αμέσως είδε την Angelica να είναι κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο, ώστε να αποφύγει τις σφαίρες του John Dealton και στη συνέχεια να βγαίνει από τη προστασία της και να του ορμά μαζί με ένα κύμα αέρα, ρίχνοντάς τον κάτω και καταφέρνοντας τελικά ένα θανάσιμο κόψιμο στο λαιμό του με το μαχαίρι της. Παραδίπλα η κόρη της η Evelyn εξουδετέρωνε τον αντίπαλό της ρίχνοντας με ένα ξόρκι ένα τεράστιο κλαδί επάνω του. Έψαξε να βρει τον Silverlock αλλά δε τον έβλεπε πουθενά. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον ανήμπορο Danny McSteven. Ο εχθρός πετώντας στον αέρα ένα μικρό φιαλίδιο έβαλε φωτιά σε μια βελανιδιά και στη συνέχεια με ένα ξόρκι κατεύθυνε τις φλόγες επάνω του, καίγοντάς τον ζωντανό. Κοίταξε πιο προσεκτικά και είδε τα πτώματα τουλάχιστον 6 μάγων που ανήκαν και στις δυο πλευρές διάσπαρτα στο χώμα πεσμένα. Τότε στο οπτικό του πεδίο βρέθηκαν τα αδίστακτα αδέρφια Jonah και Billy Smith που είχαν παγιδέψει τον νεαρό Liam Lightheart μέσα σε ένα σύννεφο μαύρου καπνού, προκαλώντας του ασφυξία. Τέλος όμως που σχεδόν αμέσως βρήκαν και οι ίδιοι, καθώς η Angelica και η Evelyn φρόντισαν να τους παγιδέψουν μέσα στον δικό τους καπνό. Σύντομα οι πυροβολισμοί είχαν πια σχεδόν σταματήσει, μιας και οι σφαίρες καταναλώθηκαν. Οι μάγοι είχαν πλέον στη διάθεσή τους μαχαίρια, ακόμη και σπαθιά, μα πάνω απ' όλα χρησιμοποιούσαν τα ξόρκια τους, τα φίλτρα τους, τη μαγεία τους.<br />
<br />
Και ο Christopher στεκόταν ακίνητος, σα να ήταν ένας αμέτοχος παρατηρητής. Μέχρι όμως που είδε τον Nicolas. Τα μάτια του πήραν φωτιά, το πρόσωπό του αγρίεψε και χωρίς προειδοποίηση έτρεξε προς το μέρος του, κρατώντας το στιλέτο του σφιχτά στο δεξί του χέρι. Ο Nicolas τον αντιλήφθηκε και άρχισε να απομακρύνετε. Ο Christopher ουρλιάζοντας..."Όσο και να τρέξεις, αυτή τη φορά δε θα μου ξεφύγεις!"...ανέπτυξε ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα και την ώρα που τον πλησίασε επαρκώς φώναξε..."Απομάκρυνση!"<br />
<br />
Το σώμα του Silverlock σηκώθηκε από το έδαφος και εκτινάχθηκε με δύναμη προς τα εμπρός, καταλήγοντας πάνω στο γέρικο κορμό ενός δέντρου. Μια κραυγή πόνου και αγωνίας έβγαλε ο σκοτεινός μάγος την ώρα που έπεφτε ανάσκελα στο χώμα. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Christopher βρισκόταν δίπλα του. Γονάτισε πάνω στο σώμα του, τον ακινητοποίησε και άρχισε να ρίχνει τη μια γροθιά μετά την άλλη στο πρόσωπό του. Φώναζε ξανά και ξανά..."Πως μπόρεσες!"...ενώ συνέχισε να τον κτυπάει με όλη του τη δύναμη. Όταν διαπίστωσε πως ο αιμόφυρτος πια Silverlock δεν αντιστεκόταν ιδιαίτερα, είπε...<br />
<br />
"Γιατί δεν αντιδράς; Νομίζεις πως θα σε λυπηθώ;"<br />
<br />
Δε σταμάτησε όμως, ούτε μείωσε την ένταση των χτυπημάτων. Η δίψα του για αίμα ήταν ακλόνητη και μόνο με μια κατάληξη θα έμενε ικανοποιημένος.<br />
<br />
Ένα κύμα ενέργειας διαπέρασε το δάσος, μετακινώντας χώμα και πέτρες, ρίχνοντάς τους όλους κάτω, διακόπτοντας τις λιγοστές πλέον μάχες, τραβώντας τη προσοχή των υπολοίπων προς το μέρος τους. Αυτό που αντίκρισαν τους ξάφνιασε, τους τρόμαξε. Μόλις τρεις μάγοι είχαν απομείνει από την ομάδα του Nicolas. Δεν έμειναν όμως για πολύ ακόμη. Συνειδητοποιώντας πως όλα κόντευαν να χαθούν το έβαλαν στα πόδια. Η Angelica όμως ήταν αυτή που τρόμαξε πιο πολύ απ' όλους και άρχισε να τρέχει προς τους δύο μάγους.<br />
<br />
Τα σώματα των δύο αντρών δε πατούσαν πια στο έδαφος. Αιωρούνταν πάνω από αυτό, κάθετα σε αυτό, ενώ γύρω τους οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Το χρώμα της φωτιάς είχε χαθεί από τα μάτια του Christopher και τώρα πια είχαν γίνει ολόμαυρα. Η Angelica καθώς τους έφτανε του φώναζε..."Christopher σταματά!!!"...αλλά αυτός δεν της έδινε τη παραμικρή σημασία. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ακόμη και μαγεία για να τον διακόψει, αλλά δε κατάφερε απολύτως τίποτε. Η συναισθηματική φόρτιση του Christopher είχε εκτινάξει τη δύναμή του στα ύψη. Ήταν η στιγμή που περίμενε, μέρες τώρα. Η στιγμή της εκδίκησης.<br />
<br />
Ο Christopher με το αριστερό του χέρι κρατούσε τον Nicolas από τον αντίστοιχο ώμο και με το δεξί του το στιλέτο του. Ήταν έτοιμος να το τελειώσει, χωρίς δισταγμό, χωρίς τύψεις. Όπως πήρε τις ζωές των δικών του, τώρα θα έπαιρνε κι αυτός τη δική του ζωή. Αυτό σκέφτηκε και του κάρφωσε το στιλέτο ψηλά στο θώρακα. Το έβγαλε και το κάρφωσε για μια ακόμη φορά. Άφησε το άψυχο σώμα να πέσει στο χώμα και προσγειώθηκε και ο ίδιος. Γεμάτος ικανοποίηση, που η αποστολή του ολοκληρώθηκε, έκανε δύο βήματα προς τα πίσω και τότε ένιωσε ένα χέρι στον αριστερό του βραχίονα. Γύρισε και ήταν η Angelica.<br />
<br />
"Τι έκανες παιδί μου;"...του είπε με δάκρυα στα μάτια και συνέχισε..."Τον σκότωσες!"...<br />
<br />
Και ο Christopher παραξενεμένος απάντησε..."Μα γι' αυτό δεν ήρθαμε σήμερα εδώ; Τελειώσαμε λοιπόν!"...είπε και χαμογέλασε.<br />
<br />
Εκείνη την ώρα έφτασαν στο σημείο και οι υπόλοιποι της ομάδας. Μόνο που στα πρόσωπά τους δεν υπήρχε καμία ανακούφιση, αντίθετα ο Christopher έβλεπε έκπληξη και θυμό. Η Angelica τον τράβηξε προς το νεκρό μάγο και του είπε...<br />
<br />
"Κοίταξε λίγο καλύτερα...!"<br />
<br />
Πλησίασε καχύποπτα και έμεινε άφωνος με αυτό που είδε. Στο έδαφος δεν ήταν σωριασμένο το σώμα του εχθρού, όχι δεν ήταν ο Silverlock...ήταν ο Julius Kell, ο νεαρός φίλος του, αυτός που κατασκόπευσε τον Nicolas στο Παρίσι, που είχε δώσει το παρών και στη πρόσφατη συνάντησή τους στο κρυφό διαμέρισμα. Η ζαλάδα επέστρεψε. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και παραπατώντας σχεδόν έπεσε επάνω στη σοκαρισμένη Evelyn. Γύρισε προς το μέρος τους. Η αδερφή του Julius, που ήταν εκεί, έσκυψε δίπλα στο αδερφό της, τον τράβηξε στην αγκαλιά της και χωρίς καν να τον κοιτάξει του φώναξε..."Γιατί;"<br />
<br />
Ο Christopher καθώς απομακρυνόταν από όλους κατάφερε να πει μερικές λέξεις. Προσπάθησε να καταλάβει, να εξηγήσει το τι έγινε.<br />
<br />
"Δεν είναι δυνατόν. Είμαι σίγουρος πως ήταν ο Silverlock. Είμασταν μαζί στο σπίτι, ολομόναχοι. Τον είδα να βγαίνει από το δωμάτιο. Να χάνεται μέσα στο δάσος. Και έχει πλέον ξημερώσει, έχει αρκετό φως, δε γινόταν να μπερδευτώ. Ήταν ο Silverlock, παίρνω όρκο γι' αυτό."<br />
<br />
Η Angelica, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που συνέβη, προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία της. Η αγάπη της για τον Christopher βοηθούσε σε αυτό. Πήρε το λόγο επιχειρώντας να δώσει μια εξήγηση.<br />
<br />
"Κάτι έγινε μέσα στο σπίτι, κάτι σου έκανε, μάλλον κάποιο ξόρκι σύγχυσης...και έπρεπε να το έχεις καταλάβει. Εσύ περισσότερο απ' όλους. Βλέπεις, ο Silverlock δε βγήκε ποτέ από το σπίτι. Είναι ακόμη εκεί κλεισμένος. Νομίζω όμως πως πρέπει να φύγεις τώρα. Δε μπορείς πλέον να μας βοηθήσεις και δε νομίζω να θέλει κανείς από μας πια τη βοήθειά σου. Φύγε Christopher." <br />
<br />
Ο Winterblood όσο περνούσαν τα λεπτά όλο και συνειδητοποιούσε τι είχε κάνει. Σκότωσε έναν από τους καλύτερους φίλους του. Έναν νεαρό μάγο, όχι πολύ μικρότερο από τον ίδιο, που η ωριμότητα και η συνέπεια τον χαρακτήριζαν. Η απόγνωση και ο τρόμος τον κυρίευσαν. Όντως δεν είχε καμία θέση πια εκεί, όχι μετά από αυτό που είχε κάνει. Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία που να είναι ικανοποιητική. Το ότι ο Nicolas ήταν ακόμη ζωντανός δε τον αφορούσε. Έσκυψε το κεφάλι. Δε τολμούσε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια.<br />
<br />
"Αν και ξέρω πως δε σημαίνει τίποτε...Συγγνώμη."...είπε και έφυγε βιαστικά. Χάθηκε μέσα στο δάσος χωρίς να ξέρει που ακριβώς θέλει να πάει. Το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί.<br />
<br />
Η Angelica, η κόρη της και οι υπόλοιποι αποφάσισαν πως πρέπει να αφήσουν για λίγο τη λύπη, την οργή και την όποια εκκρεμότητα αποτελούσε ο Christopher. Κατευθύνθηκαν προς το ξύλινο σπίτι. Όταν τους χώριζαν από αυτό περίπου 6 μέτρα σταμάτησαν. Στάθηκαν και οι δώδεκα μάγοι ο ένας δίπλα στον άλλον, περίπου σε ευθεία, κοιτάζοντας προς το σπίτι. Άπλωσαν τα χέρια τους και πιάστηκαν σφιχτά μεταξύ τους, φτιάχνοντας μια αλυσίδα. Τα μάτια τους πυράκτωσαν και όλοι μαζί, σχεδόν με μια φωνή, είπαν αργά και φωναχτά.<br />
<br />
"Οι τέσσερις τοίχοι αυτού του σπιτιού θα γίνουν η φυλακή σου."<br />
<br />
Τότε η Evelyn και ενώ η υπόλοιπη ομάδα επαναλάμβανε τη φράση χαμηλόφωνα, φώναξε...<br />
<br />
"Silverlock όλα τελειώνουν εδώ, απόψε."<br />
<br />
Μερικά δευτερόλεπτα μετά η πόρτα άνοιξε και ο Nicolas ξεπρόβαλε. Γέλασε ειρωνικά και είπε...<br />
<br />
"Υποτίθεται πως πρέπει να φοβηθώ τώρα;"...όμως το χαμόγελο από το πρόσωπό του εξαφανίστηκε μονομιάς όταν προσπάθησε να διαβεί το κατώφλι της πόρτας και είδε πως δε μπορούσε. Μια αόρατη δύναμη τον κρατούσε μέσα, εκεί φυλακισμένο στο σπίτι. Τα μάτια του απέκτησαν πορτοκαλί χρώμα, μουρμούρησε μερικές λέξεις, αλλά με απογοήτευση διαπίστωσε πως η μαγεία του δεν έπιανε έξω από το σπίτι. Η συνδυασμένη μαγεία των δώδεκα ήταν πολύ δυνατή για να νικηθεί. Πολύ πιο δυνατή από τη δική του. Το δε ξόρκι που τους είχε κάνει πριν μπει στο ναό του St. Joseph, ώστε να μη μπορούν να προβάλουν αντίσταση, είχε πια εξασθενήσει. Φανερά εκνευρισμένος έκλεισε τη πόρτα και κλείστηκε μέσα.<br />
<br />
Οι διώκτες του απ' έξω δε διέκοψαν στιγμή το ξόρκι. Το έλεγαν ξανά και ξανά. Δεν ήθελαν να του αφήσουν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής. Έκαναν μερικά βήματα προς τα μπρος. Οι δύο μάγοι που βρίσκονταν στις άκρες, άφησαν την αλυσίδα, έβγαλαν από τις τσέπες τους αναπτήρες, τους άναψαν και τους πέταξαν πάνω στο ξύλινο σπίτι. Ψιθύρισαν..."Ανάφλεξη!"...Δύο μικρές εκρήξεις προκλήθηκαν αμέσως και η στέγη του σπιτιού τυλίχθηκε στις φλόγες. Η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. Ο Nicolas μετακινήθηκε στο κέντρο του δωματίου. Οι τοίχοι πλέον φλέγονταν. Επιχείρησε να σβήσει τη πυρκαγιά, αλλά όλες οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες. Το κύμα αέρα που δημιούργησε απλά τη φούντωσε ακόμη πιο πολύ. Καιρός για να σκεφτεί κάτι άλλο δεν υπήρχε. Άλλωστε τα περισσότερα αντικείμενα εκεί μέσα ήταν βιβλία και τι καλύτερο προσάναμμα από το χαρτί. Όλη αυτή την ώρα είχε μείνει κρυμμένος στο δωμάτιο και παρατηρούσε από τα παράθυρα τις μάχες που μαίνονταν απ' έξω. Ο βασικός όμως λόγος που έμεινε μέσα ήταν για να αφήσει το παραισθησιογόνο ξόρκι που έκανε στον Christopher να μπει σε εφαρμογή. Ένας Nicolas έπρεπε να υπάρχει στο δάσος, ο ψεύτικος φυσικά, δηλαδή αυτός που ο Winterblood έβλεπε για αληθινό. Η στέγη άρχισε να καταρρέει σε κάποια σημεία. Πετάχτηκε προς τα δεξιά αποφεύγοντας τα συντρίμμια τη τελευταία στιγμή. Άλλος χρόνος δεν υπήρχε. Το τέλος είχε έρθει και ο ίδιος είχε αποτύχει. Έβγαλε με βιαστικές κινήσεις από την εσωτερική τσέπη του δερμάτινου παλτό που φορούσε τη μεταλλική πλακέτα που με τόση δυσκολία είχε καταφέρει να εντοπίσει και να αποκτήσει από τη γυάλινη προθήκη στη Notre Dame. Όταν πριν από περίπου ένα μήνα το ξόρκι της μαύρης μαγείας ερχόταν στη κατοχή του, χάρηκε γι' αυτό, αλλά ήλπιζε να μη χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει. Τώρα όμως δεν υπήρχε άλλη λύση. Ήταν η μοναδική δικλείδα ασφαλείας, που αν λειτουργούσε, ίσως να του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία. Συγκράτησε με τα δόντια του τη πλακέτα. Γδύθηκε από τη μέση και πάνω και με ένα μικρό μαχαίρι χάραξε στο στήθος του μια πεντάλφα. Το αίμα άρχισε να τρέχει και τότε πιάνοντας και με τα δυο του χέρια τη πλακέτα διάβασε αυτό που ήταν γραμμένο επάνω της αργά και ψύχραιμα.<br />
<br />
"Όταν το σώμα αυτό πεθάνει και η ψυχή του το αφήσει, θα έρθει καιρός που θα βρει νέο δοχείο, ένα καινούριο σώμα και θα ξαναγεννηθεί στο όνομα του Εωσφόρου."<br />
<br />
Οι πυρήνες γλώσσες είχαν απλωθεί παντού και ο Nicolas Silverlock έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον καταβροχθίσουν.<br />
<br />
Και οι δώδεκα μάγοι ήταν ακόμη εκεί έξω και περίμεναν...Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-58227052803033183972014-06-11T23:19:00.002+03:002014-06-11T23:19:42.486+03:0012. Λίγο Πριν Όλα Χαθούν<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg4KmpzWI2Knre7RE0i9zajznAM7Q5t8eHVCf3Yv73hP-PssqAGONUSVI2zGNEGGrS2ceEip4dwk5h6aosjEq1t-TrQ3r0ttKSZ_6b6PHPNK6tgINeBUp21l_JRAIbKhoV2-Ne8zj_X-ko/s1600/12.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg4KmpzWI2Knre7RE0i9zajznAM7Q5t8eHVCf3Yv73hP-PssqAGONUSVI2zGNEGGrS2ceEip4dwk5h6aosjEq1t-TrQ3r0ttKSZ_6b6PHPNK6tgINeBUp21l_JRAIbKhoV2-Ne8zj_X-ko/s400/12.JPG" height="266" width="400" /></a></div>Ξημέρωσε μια μέρα άχρωμη, δύσκολη. Ο ήλιος, καθόλη τη διάρκειά της, παρέμεινε κρυμμένος πίσω από βαριά, γκρίζα σύννεφα. Μια μέρα που ο Christopher πολύ θα ήθελε να γινόταν κάτι και να τη προσπεράσει, να ξεφύγει από αυτήν. Τέτοιο ξόρκι όμως δεν υπήρχε, διαφορετικά ο γιος των Winterblood θα το είχε αναζητήσει και θα το είχε ήδη βρει. Βρισκόταν στο πατρικό του διαμέρισμα. Τη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, δεν είχε καν ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Λίγα εικοσιτετράωρα μετά από τη δολοφονική απόδραση του Nicolas Silverlock από τον ερειπωμένο ναό του St. Joseph, λίγες μέρες μετά από τις πρώτες κηδείες, οι μάγοι της Νέας Υόρκης είχαν να αποχαιρετήσουν και άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα που τα μέλη της ομάδας του Nicolas κυνήγησαν και σκότωσαν χωρίς δισταγμό, ακολουθώντας τις εντολές του σκοτεινού μάγου. Ανάμεσά τους μερίδιο στο θρήνο και μάλιστα διπλό είχε και ο Christopher. Τη προηγούμενη μέρα είχε χάσει τους δικούς του τόσο τραγικά και αναπάντεχα. Η εικόνα του κατεστραμμένου αυτοκινήτου δεν έφευγε από το μυαλό του. Αλλά ούτε και τη μυρωδιά της καμένης σάρκας μπορούσε να ξεχάσει. Στεκόταν κοντά στην εξώπορτα του διαμερίσματος ντυμένος στα μαύρα, με το βλέμμα κενό. Δάκρυα δεν έτρεξαν από τα ματιά του εδώ και πολλές ώρες. Όλη τη νύχτα ο θυμός και η οργή ξεχείλιζαν από μέσα του και τώρα που ήρθε η στιγμή να πει το αντίο στους γονείς του δεν ένιωθε απολύτως τίποτε. Άνοιξε τη πόρτα, γύρισε και κοίταξε μια τελευταία φορά τη φωτογραφία τους που υπήρχε σε μια κορνίζα στο απέναντι ράφι και στη συνέχεια κλείδωσε βιαστικά και άφησε πίσω του το διαμέρισμα, χωρίς να είναι σίγουρος αν θα ήθελε να ξαναεπιστρέψει εκεί ποτέ.<br />
<br />
Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε μέχρι την άκρη του πεζοδρομίου. Σήκωσε το χέρι του για να κάνει νόημα σε ένα ταξί και εκείνη τη στιγμή άκουσε μια γνώριμη φωνή.<br />
<br />
"Christopher! Christopher! Είμαστε εδώ με τη μητέρα μου και σε περιμένουμε να πάμε μαζί."<br />
<br />
Ήταν η Evelyn. Στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο της μητέρας της. Μάλιστα η τελευταία, η Angelica, βρισκόταν στη θέση του οδηγού και τον κοίταζε με βλέμμα όλο θλίψη αλλά και συμπόνια.<br />
<br />
Ο Christopher απάντησε καθαρά και αυστηρά...<br />
<br />
"Θα πάω μόνος μου."<br />
<br />
...και χωρίς να αφήσει στην Evelyn περιθώρια για καμία απάντηση, άνοιξε τη πόρτα του ταξί που είχε κιόλας σταματήσει μπροστά του και μπήκε μέσα.<br />
<br />
Έμεινε μέσα στο όχημα περίπου είκοσι λεπτά και διαρκώς κοιτούσε έξω. Είχε τα μάτια του στραμμένα προς τον ουρανό. Ο οδηγός τον ρώτησε για ποιο λόγο πάει εκεί, αλλά ο ίδιος δεν αντέδρασε καθόλου. Στην πραγματικότητα ήταν τόσο πολύ χαμένος στις σκέψεις του που δεν τον άκουσε. Σκεφτόταν πολλά μα κυρίως το πως δε πρόλαβε να τους πει πόσο πολύ τους αγαπά. Έφτασε στον προορισμό του. Πλήρωσε τον οδηγό και χωρίς να περιμένει τα ρέστα του βγήκε από το ταξί και περπάτησε προς την πύλη του νεκροταφείου Holy Cross της Νέας Υόρκης. Πρώτη φορά πήγαινε εκεί. Τις ετοιμασίες της κηδείας τις είχαν αναλάβει οι φίλοι του από τον κύκλο των μάγων που ανήκε. Είδαν τη κατάσταση στην οποία βρισκόταν και δε τον άφησαν να κάνει το παραμικρό. Είδε σε ένα σημείο μαζεμένο αρκετό κόσμο και προχώρησε προς το μέρος τους περνώντας ανάμεσα στους συμμετρικά τοποθετημένους τάφους. Μερικές σταγόνες άρχισαν να πέφτουν. Πήγε και στάθηκε δίπλα στην Angelica. Της έπιασε το χέρι και αυτή γύρισε και τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. Τα εφτά φέρετρα ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, κλειστά, ολόμαυρα. Ο Christopher στεκόταν μπροστά στους δικούς του. Κάποιοι άνοιξαν τις ομπρέλες τους, αφού η βροχή δυνάμωνε σταδιακά. Ο καθολικός ιερέας είπε αυτά που έπρεπε, τα φέρετρα κατέβηκαν μέσα στους τάφους και όλοι πέρασαν να ρίξουν λίγο χώμα. Μερικοί άφησαν λουλούδια στα αγαπημένα τους πρόσωπα, στους φίλους τους, στους συγγενείς τους. Ο ιερέας έφυγε μα όλοι οι άλλοι έμειναν και περίμεναν...περίμεναν μέχρι που η Angelica αφήνοντας το χέρι του Christopher βγήκε μπροστά και πήρε το λόγο.<br />
<br />
"Ξέρω πως ο θρήνος μας δεν έχει τελειωμό, μα αυτή εδώ η μέρα είναι για να πούμε αντίο στους δικούς μας ανθρώπους. Ας κρατήσουμε την οργή μας για αύριο. Δε θα μείνουμε άπραγοι, απλοί θεατές. Θα εκδικηθούμε, να είστε σίγουροι. Όμως θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη κάνουμε βιαστικές κινήσεις. Πρέπει να οργανώσουμε την αντίδραση μας, να τα μελετήσουμε όλα μέχρι και τη τελευταία λεπτομέρεια."<br />
<br />
Κουνώντας καταφατικά το κεφάλι τους οι περισσότεροι έδειξαν πως συμφωνούν. Την Angelica την είχαν όλοι σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Για την ευθύτητα που την διέκρινε, τις αρχές της, το ζεστό της λόγο αλλά και τις μαγικές της ικανότητες. Επέστρεψε δίπλα στη κόρη της, την Evelyn και γεμάτη έκπληξη τη ρώτησε...<br />
<br />
"Ο Christopher που είναι;"<br />
<br />
Μητέρα και κόρη κοίταξαν ολόγυρά τους μα ο τελευταίος εναπομείναν Winterblood δε φαινόταν πουθενά.<br />
<br />
"Πρέπει να έφυγε την ώρα που μιλούσες."...είπε η Evelyn λυπημένα και συμπλήρωσε..."Είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση, πράγμα που το βρίσκω λογικό. Απλά δε ξέρω πως να τον πλησιάσω. Δε ξέρω τι να του πω."<br />
<br />
Την ίδια στιγμή ο Christopher περνούσε τη πύλη του νεκροταφείου. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να μείνει μόνος του. Η διαδικασία της ταφής των γονιών του ήταν ίσως η πιο τραγική στιγμή της ζωής του. Ευτυχώς ήταν μικρής διάρκειας. Το να ξέρει πως δε πρόκειται να τους ξαναδεί τον έπνιγε. Έφυγε και δε κοίταξε ούτε μια φορά πίσω του.<br />
<br />
Οι μέρες πέρασαν. Ήταν 7 του Δεκέμβρη, απόγευμα. Η Evelyn περπατούσε στην οδό Libertine έχοντας κουμπωμένο μέχρι πάνω το μακρύ κόκκινο παλτό της, μιας και η θερμοκρασία ήταν μετά βίας πάνω από το μηδέν της κλίμακας Κελσίου. Έφτασε στο βιβλιοπωλείο των Winterbloods. Το κατάστημα ήταν σκοτεινό. Έσπρωξε την εξώπορτα μα ήταν κλειδωμένη. Κτύπησε με το χέρι της δύο με τρεις φορές αλλά καμία ανταπόκριση δεν ήρθε. Κόλλησε το πρόσωπό της στα τζάμια. Δε φαινόταν κανείς μέσα. Αφού σιγουρεύτηκε πως ο φίλος της δεν ήταν εκεί έφυγε απογοητευμένη.<br />
<br />
Την επόμενη μέρα το πρωί αφού τηλεφώνησε αρκετές φορές και είδε πως κανένας δεν απαντά, πέρασε από το διαμέρισμα στο οποίο έμενε η οικογένεια. Κτύπησε το κουδούνι ξανά και ξανά. Τίποτα. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Το διαμέρισμα έδειχνε να είναι έρημο. Και αυτή ήταν η αλήθεια. Ο Christopher δεν ήταν εκεί. Από τη κηδεία και μετά είχε αφήσει το πατρικό διαμέρισμα και είχε πάει να μείνει σε ένα μικρότερο, μερικώς επιπλωμένο διαμέρισμα που ανήκε στην οικογένεια και που ο ίδιος το χρησιμοποιούσε που και που, όταν επιζητούσε λίγη μοναξιά. Και τώρα την ήθελε όσο τίποτε άλλο.<br />
<br />
Ο χρόνος κύλησε λίγο ακόμη. Ο Christopher εξακολουθούσε να μην ανταποκρίνεται στα καλέσματα των φίλων του. Δεν ήταν θυμωμένος μαζί τους, κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Άλλωστε δεν ήταν ο μόνος που έχασε τους δικούς του ανθρώπους. Απλά ήταν μπερδεμένος και κυρίως βρισκόταν σε μια φάση απόλυτης άρνησης. Αρχικά τον κατέκλυσε η λύπη, η απώλεια, συναισθήματα που κάλυψαν όλα τα άλλα. Δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως οι δικοί του έφυγαν. Του έλειπαν απίστευτα. Συνέχεια σκεφτόταν πως θα έπρεπε να τους έχει προστατέψει καλύτερα, πως θα έπρεπε να τους λέει πόσο πολύ τους αγαπά πιο συχνά. Τα δυο τους πρόσωπα ήταν μονίμως καρφωμένα στο μυαλό του. Προσπαθούσε παράλληλα να θυμηθεί μία προς μία εκείνες τις λέξεις που αντάλλαξε μαζί τους στο βιβλιοπωλείο. Δε τα κατάφερνε όμως, γεγονός που τον εκνεύριζε. Αν ήξερε πως αυτές οι λέξεις θα ήταν οι τελευταίες, σίγουρα θα τις είχε διαλέξει πιο προσεκτικά. Τον εαυτό του τον είχε παραμελήσει. Μπορεί να του άρεσε να μένει αξύριστος, τώρα όμως το είχε παρακάνει. Πλέον διέθετε ένα απεριποίητο μούσι. Περνούσε την ώρα του αδιάφορα, χωρίς να κάνει το οτιδήποτε, με μάτια κατακόκκινα από την αϋπνία. Πότε ξαπλωμένος στον καναπέ, πότε στο κρεβάτι, με χιλιάδες σκέψεις να του προκαλούν πονοκέφαλο. Μουσική δεν άκουγε, τηλεόραση δεν άνοιγε...και οι μέρες περνούσαν και στο μυαλό του ερχόταν συνέχεια η φράση του σημειώματος.<br />
<br />
"Έπρεπε να τους αποχαιρετήσεις..."<br />
<br />
Τέσσερις λέξεις που τις θυμόταν ξανά και ξανά. Στο τέλος άρχισε να τις λέει και ο ίδιος, πρώτα από μέσα του, μετά δυνατά και στο τέλος σχεδόν φωναχτά. Τα μάτια του πυράκτωσαν. Τα φώτα του διαμερίσματος αναβόσβησαν και τότε ξαφνικά άνοιξε η τηλεόραση. Το βλέμμα του είχε πάρει φωτιά για τα καλά όταν πρόσεξε την οθόνη της τηλεόρασης και συγκεκριμένα τη λεζάντα κάτω από τη παρουσιάστρια των ειδήσεων. Το χρώμα των ματιών του επανήλθε στο φυσιολογικό και αμέσως έψαξε να βρει το τηλεχειριστήριο για να ανεβάσει την ένταση της φωνής.<br />
<br />
"Οι επτά διπλωματικοί υπάλληλοι της χώρας μας που αφαίρεσαν τις ζωές τους κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και με ιδιαίτερα φρικιαστικούς τρόπους, δε φαίνεται μέχρι στιγμής να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αφού ο κάθε ένας από αυτούς εργαζόταν σε αμερικανική πρεσβεία διαφορετικής χώρας της Ευρώπης. Μόνο το κοινό επάγγελμα δείχνει να τους συνδέει καθώς και το γεγονός πως τα συμβάντα έγιναν μέσα σε διάστημα δύο ωρών. Να σημειώσουμε πως πριν από δύο μέρες οι πρεσβευτές μας στο Λονδίνο και στη Ρώμη εξαφανίστηκαν και η τύχη τους αγνοείται από τότε."<br />
<br />
Ο Christopher κάθισε στον καναπέ και άκουγε προσεκτικά. Η παρουσιάστρια συνέχισε το δελτίο με τις επόμενες ειδήσεις και πήρε το χειριστήριο για να κλείσει τη τηλεόραση. Πριν προλάβει όμως να το κάνει, μια ακόμη είδηση του κέντρισε το ενδιαφέρον.<br />
<br />
"Νέο κύμα ανεξήγητης βίας ξέσπασε χθες σε αρκετούς χώρους μαζικής συνάθροισης σε όλη τη χώρα. Σε κινηματογράφο στο Queens της Νέας Υόρκης, κατά τη διάρκεια της βραδινής προβολής του Sophie's Choice, θεατές ξυλοκόπησαν άνδρα με τη δικαιολογία ότι έβαλε φωτιά στο κάδο για τα σκουπίδια που υπήρχε σε μια άκρη. Στη συνέχεια δέκα τουλάχιστον άνθρωποι ποδοπατήθηκαν στη προσπάθειά τους να βγουν από τον κινηματογράφο μέσα στον πανικό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πυρκαγιάς που όπως λένε ξέσπασε. Ανατριχιαστική λεπτομέρεια, το ότι η αστυνομία δε βρήκε κανένα ίχνος πυρκαγιάς. Πέντε συνάνθρωποί μας δεν τα κατάφεραν και άφησαν τη τελευταία τους πνοή στο νοσοκομείο λίγη ώρα μετά. Περίπου την ίδια ώρα στο Chicago του Illinois στο γήπεδο όπου διεξαγόταν αγώνας μεταξύ των Chicago Bulls και των Sacramento Kings οι θεατές των δύο ομάδων ήρθαν στα χέρια καθώς όπως υποστήριξαν κάποιοι, οι οπαδοί της μιας ομάδας χρησιμοποίησαν υβριστικά συνθήματα για την αντίπαλη ομάδα. Το αποτέλεσμα;...Θανατηφόρα χτυπήματα και τρεις νεκροί. Το περίεργο όμως ήταν πως το βίντεο του αγώνα δεν έδειξε κανένα τέτοιο σύνθημα."<br />
<br />
Ο Christopher πετάχτηκε από τον καναπέ, έκλεισε τη τηλεόραση, φώναξε..."Ξεκίνησε!!!"...και αρπάζοντας το παλτό του έφυγε από το διαμέρισμα.<br />
<br />
Με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε στο βιβλιοπωλείο που δεν ήταν μακριά. Είχε μέρες να το ανοίξει και φυσικά δε πήγαινε τώρα εκεί για κάτι τέτοιο. Ήθελε να πάρει από ένα συρτάρι στο πίσω μέρος του μαγαζιού το στιλέτο που του είχε δώσει ο πατέρας του πριν μερικά χρόνια. Πήγε όμως εκεί και για έναν ακόμη πιο σημαντικό λόγο. Ήξερε πως οι φίλοι του όλο και κάποιο μήνυμα θα του είχαν αφήσει στη περίπτωση που αποφάσιζε να βγει από τη κρυψώνα του. Και το βιβλιοπωλείο ήταν το κατάλληλο σημείο για να το κάνουν. Μπήκε μέσα και αμέσως πρόσεξε πως στο πάτωμα υπήρχε ένα διπλωμένο λευκό χαρτί. Το πήρε στα χέρια του και διαπίστωσε πως δεν έγραφε τίποτε. Ήταν κενό, όμως μόνο για τα μάτια των κοινών θνητών. Πήγε στο πίσω μέρος του καταστήματος και τράβηξε το συρτάρι. Μετακίνησε έναν φάκελο με έγγραφα που είχε στο πάνω μέρος του και από κάτω το στιλέτο ήταν εκεί στη θέση του, μέσα στη δερμάτινη θήκη του. Στη συνέχεια άνοιξε ένα ντουλάπι και έβγαλε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι. Ξεδίπλωσε το χαρτί. Άνοιξε το μπουκάλι και έριξε από μέσα του λίγη μαύρη σκόνη στη χούφτα του. Άφησε το χαρτί στον πάγκο που στεκόταν μπροστά του και βάζοντας το χέρι του πάνω και μπροστά από αυτό φύσηξε δυνατά. Μόλις η σκόνη έπεσε πάνω στο χαρτί μαύρα γράμματα άρχισαν να αποκαλύπτονται.<br />
<br />
"Θα μας βρεις στην οδό Meadow, στον αριθμό 11 και στον έκτο όροφο. Το διαμέρισμα θα το καταλάβεις."<br />
<br />
Είχε πια βραδιάσει για τα καλά, βγήκε από το βιβλιοπωλείο και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο πήγε με ένα ταξί κατευθείαν στην οδό που έγραφε το σημείωμα. Κατέβηκε ένα τετράγωνο πιο μπροστά από τον αριθμό που ήταν ο προορισμός του. Ήθελε να έχει χρόνο ώστε να σιγουρευτεί πως κανένας δε τον ακολουθεί. Αφού βεβαιώθηκε, μπήκε στην πολυκατοικία με τον αριθμό 11 και με τον ανελκυστήρα ανέβηκε στον έκτο όροφο. Βγαίνοντας από αυτόν έκανε να πάει προς τα αριστερά αλλά εκείνη τη στιγμή ένας ψίθυρος ακούστηκε μέσα στο μυαλό του!<br />
<br />
"Στο διαμέρισμα με το νούμερο 21."<br />
<br />
Προχώρησε στο διάδρομο και έψαξε να βρει τη πόρτα με το 21. Κατάλαβε πως έφτανε στο προορισμό του καθώς ένιωσε ξένες σκέψεις να εισβάλλουν ανάμεσα στις δικές του. Στεκόταν πια μπροστά στην εξώπορτα του διαμερίσματος και ήξερε πως είναι η σωστή, χωρίς να κοιτάξει καθόλου τον αριθμό επάνω της. Πριν προλάβει να απλώσει το χέρι του και να κτυπήσει το κουδούνι η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα και μπροστά του εμφανίστηκε η Angelica. Τον κοίταξε γλυκά, με ανακούφιση και του είπε...<br />
<br />
"Επιτέλους ήρθες."<br />
<br />
Ο Christopher πέρασε αμέσως μέσα και η Angelica χωρίς καθυστέρηση έκλεισε τη πόρτα πίσω του. Είχε μπει σε ένα μικρό διαμέρισμα με λιγοστά έπιπλα και βαριές, σκούρες κουρτίνες στα παράθυρα που εμπόδιζαν τον οποιοδήποτε να δει τη πόλη έξω. Στον χώρο και πέρα από την Angelica ήταν ακόμη πέντε άτομα. Τρεις άντρες και δυο γυναίκες, τους οποίους φυσικά και γνώριζε ο ίδιος πολύ καλά. Μάλιστα όλοι τους είχαν χάσει κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο στα πρόσφατα γεγονότα. Ήταν εκεί εκπρόσωποι των Redstones, των McStevens και των Vators. Η οθόνη της τηλεόρασης που υπήρχε σε μια άκρη έδειχνε μόνιμα κάποιο ειδησιογραφικό κανάλι. Κυρίαρχα θέματα εννοείται πως ήταν αυτά που έκαναν τον Christopher να βγει από την απομόνωση. Η αγαπημένη του Angelica πήρε το λόγο τη στιγμή που ο Christopher αντάλλασσε βλέμματα συμπόνιας με τους υπόλοιπους.<br />
<br />
"Θα σε περιμέναμε δυο με τρεις μέρες ακόμη και μετά θα ξεκινούσαμε χωρίς εσένα, μιας όμως και ήρθες σήμερα, νομίζω πως όλοι συμφωνούμε πως πρέπει, βάζοντας τη θλίψη μας για λίγο στην άκρη, να αρχίσουμε τώρα, αυτή τη στιγμή, χωρίς να αφήσουμε να χαθεί κι άλλος χρόνος."<br />
<br />
Όλοι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι και άφησαν την Angelica να συνεχίσει.<br />
<br />
"Είναι φανερό πως ο Nicolas και η ομάδα του είναι πίσω από όλα αυτά που βλέπουμε στη τηλεόραση. Αυτοί βρίσκονται πίσω από τις απαγωγές, τις αυτοκτονίες, τα ξεσπάσματα βίας. Ακόμη δεν έχουν βγει να το παραδεχτούν αλλά είμαι βέβαιη πως με κάποιο τρόπο θα βγούνε δημοσίως να αναλάβουν την ευθύνη, αρχίζοντας τις απειλές και τους εκβιασμούς των πολιτικών και των απλών πολιτών. Καταλαβαίνετε πως αυτό δε πρέπει να το επιτρέψουμε να συμβεί σε καμία περίπτωση. Οι βλέψεις του Nicolas για κυριαρχία πρέπει να σταματήσουν εδώ. Δε πρέπει να μάθει η κοινή γνώμη για την ύπαρξη της μαγείας. Να μάθει για μας."<br />
<br />
Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα στην οποία είχε καθίσει για λίγο και πλησίασε σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη που βρισκόταν ανάμεσα στα δυο παράθυρα του δωματίου. Έψαξε στο δεύτερο ράφι και τράβηξε ένα σχετικά λεπτό βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο. Γύρισε προς τον Christopher και τους υπόλοιπους και συνέχισε.<br />
<br />
"Θα κτυπήσουμε κατευθείαν στο κέντρο. Δε θα σπαταλήσουμε άσκοπα δυνάμεις και χρόνο για να αντιμετωπίσουμε τα μέλη της ομάδας του Nicolas, αλλά θα επιτεθούμε στον αρχηγό τους. Άλλωστε θα τους έχει μαζεμένους τριγύρω του και θα περιμένει την εμφάνισή μας μετά τα όσα έκανε. Συμφωνείτε;"<br />
<br />
Όλοι με μια φωνή είπαν "Ναι." και η Angelica πρόσθεσε...<br />
<br />
"Οπότε μένει να ανακαλύψουμε το που κρύβονται. Σ' αυτό θα μας βοηθήσει το συγκεκριμένο βιβλίο."<br />
<br />
Τότε ο Christopher ρώτησε...<br />
<br />
"Τι σπίτι είναι αυτό; Πρώτη φορά έρχομαι."<br />
<br />
Η Angelica χαμογέλασε και απάντησε...<br />
<br />
"Ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και αρκετά χρόνια. Το κράτησα κρυφό και νομίζω πως τώρα μας χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε. Λοιπόν ξεκινάμε; Ελάτε!"<br />
<br />
Μετακινήθηκαν και οι εφτά και στάθηκαν όρθιοι γύρω από ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Έπιασαν ο ένας το χέρι του αλλού δημιουργώντας έναν κλειστό κύκλο και τότε η Angelica τους είπε να σκεφτούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχασαν τόσο τραγικά. Κοίταξε προς τα κάτω, προς το ανοιχτό βιβλίο που είχε ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι και έψαξε για μερικά δευτερόλεπτα με τα μάτια της μέχρι να βρει το κατάλληλο ξόρκι.<br />
<br />
"Όταν τα μάτια κλείσεις και την εκδίκηση έχεις μόνο στο μυαλό, το μονοπάτι του αίματος θα αποκαλυφθεί μπροστά σου."...είπε η Angelica ήρεμα και καθαρά.<br />
<br />
Τα μάτια και των εφτά πυράκτωσαν, καθώς κρατούσαν ο ένας το χέρι του αλλού τώρα ακόμη πιο σφιχτά. Τότε ένας θόρυβος ακούστηκε. Ένας ανεπαίσθητος ήχος, σα μικρός κυματισμός. Γύρισαν όλοι μαζί ταυτόχρονα προς τα δεξιά και είδαν πως η επιφάνεια του τετράγωνου καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος στο τοίχο είχε αλλάξει. Σα να είχε μετατραπεί από στέρεη σε υγρή και κάποιος λες και είχε μόλις ρίξει μέσα του ένα βότσαλο. Τη στιγμή που ο κυματισμός σταμάτησε διαπίστωσαν πως ο καθρέφτης δεν έδειχνε πια την αντανάκλασή τους, αλλά κάτι άλλο. Ένα σκοτεινό δάσος και μεταξύ των αρκετά πυκνών δέντρων φαινόταν ένα σπίτι.<br />
<br />
"Ωραία, μάθαμε πως βρίσκεται σε ένα σπίτι, κάπου σε ένα δάσος...και ποιος ξέρει ποιο είναι το δάσος αυτό;"...είπε ο Julius Kell, ένας από τους εφτά της συνάθροισης.<br />
<br />
"Ξέρω εγώ."...απάντησε αμέσως ο Christopher.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-40852584670185434902012-10-03T20:58:00.001+03:002012-10-15T19:00:43.255+03:0011. Κυνήγι Μαγισσών<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3B5poPf7-KZZAJzzBEHrC5i3CIqGQCUZIeMDroKAEhDHxjVInc-KP8igt2KBpls9ugF3Kk-edFC0PkXScmGEs_9MrptEG0j27C1EoI7ay0nrbDQOaFrQVqbJZCutRI5oSbb5fvHNRdGg/s1600/11..jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3B5poPf7-KZZAJzzBEHrC5i3CIqGQCUZIeMDroKAEhDHxjVInc-KP8igt2KBpls9ugF3Kk-edFC0PkXScmGEs_9MrptEG0j27C1EoI7ay0nrbDQOaFrQVqbJZCutRI5oSbb5fvHNRdGg/s400/11..jpg" width="400" /></a></div><b>Λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 1982</b><br />
<br />
Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από την ανακάλυψη στη φημισμένη Παναγία των Παρισίων και τώρα που το σκοτεινό ξόρκι βρισκόταν στην κατοχή του Nicolas Silverlock η ήδη υψηλή του αυτοπεποίθηση ανέβηκε ακόμη περισσότερο. Ωστόσο τώρα ξεκινούσε το βασικό σχέδιό του, απλά αυτή η δικλείδα ασφάλειας που το ξόρκι του πρόσφερε του είχε δώσει μια μεγάλη ανάσα για να προχωρήσει. Και το σχέδιό του ήταν ένα και μοναδικό, μεγαλεπήβολο αλλά και απλό θα έλεγε κανείς...Η αφάνεια δε του ταίριαζε. Είχε όμως και τη τύχη με το μέρος του. Ούτε ο ίδιος δε φανταζόταν πως το ξόρκι που έψαχνε τόσα χρόνια θα το έβρισκε λίγες μόνο μέρες πριν από την ετήσια συγκέντρωση των μάγων της Νέας Υόρκης. Πιο βολική περίσταση δε θα μπορούσε να βρεθεί για να κάνει τη κίνησή του. Και τώρα κατευθυνόταν προς τα εκεί...<br />
<br />
Περπατούσε ανάμεσα στα πανύψηλα, γυμνά από φύλλα δέντρα, των οποίων οι ίσιοι και ασπρόμαυροι κορμοί ήταν κάθετα βυθισμένοι στο έδαφος. Ο ήλιος μόλις είχε χαθεί στον ορίζοντα και το ημίφως που ακόμη υπήρχε δημιουργούσε μια μυστηριακή ατμόσφαιρα μέσα στο δάσος. Το κρύο ήταν έντονο. Ο Nicolas στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε γύρω του. Αμέσως πρόσεξε αρκετά μικρά φώτα να ακολουθούν την ίδια πορεία. Δε γινόταν κάτι το μαγικό. Ήταν οι μάγοι που κρατούσαν φαναράκια στα χέρια τους και προχωρούσαν προς το ξέφωτο του Ασημένιου Λόφου της Νέας Υόρκης όπου και βρισκόταν. Δε βιάστηκε καθόλου. Άρχισε να προχωρά με αργά και σταθερά βήματα προς την ίδια κατεύθυνση. Ήθελε να φτάσει αφού θα είχαν μαζευτεί οι περισσότεροι μάγοι. Αν ήταν και τελευταίος θα ήταν ακόμη καλύτερα. Ήθελε να δει τις αντιδράσεις όσων πιο πολλών γινόταν όταν θα έκανε την είσοδό του. Φυσικά φανάρι ο ίδιος δε κρατούσε. Δεν ήταν το ότι και οι υπόλοιποι μάγοι τα είχαν ανάγκη για να βλέπουν μέσα στο δάσος, αλλά ήταν απλώς παράδοση δεκάδων χρόνων να φέρνουν όλοι και από ένα φανάρι για να φωτίζεται ο χώρος της συνάντησης, μιας και εκεί στην ερημιά το εγκαταλελειμμένο κτίσμα στο οποίο συναντιόντουσαν δε διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα. Εννοείται πως ο Nicolas περιφρονούσε τις παραδόσεις και γενικότερα στη ζωή του δε του άρεσε να κάνει αυτό που του έλεγαν ή του υποδείκνυαν. Τα φώτα απομακρύνθηκαν. Οι μάγοι προφανώς και έφτασαν στον προορισμό τους. Ο Nicolas προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα για δέκα λεπτά ακόμη μέχρι που είχαν πια αραιώσει. Φτάνοντας στο τέλος του δάσους και πριν βγει στο ξέφωτο που υπό το φως του φεγγαριού είχε αποκτήσει ένα ασημένιο χρώμα, δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο ως ένα βαθμό και το όνομα του λόφου της Νέας Υόρκης, στάθηκε κάτω από το τελευταίο δέντρο, κοίταξε το φεγγάρι και στη συνέχεια έριξε το βλέμμα του προς τον εγκαταλελειμμένο καθολικό ναό του St. Joseph που στεκόταν σε μια άκρη, λίγο πριν ξεκινήσουν και πάλι τα δέντρα. Έμεινε ακίνητος. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή αν και βρισκόταν μέσα σε δάσος όπου θα έπρεπε να ακούγονται οι ήχοι κάποιων ζώων. Όμως τίποτε απολύτως δεν ακουγόταν. Ξαφνικά τη σιωπή διέλυσε με το δυνατό τίναγμα των φτερών του ένα κατάμαυρο κοράκι. Βγάζοντας μια κραυγή κάθισε στον αριστερό του ώμο. Τα ματιά του μάγου απέκτησαν ένα έντονο πορτοκαλοκόκκινο χρώμα καθώς συνέχισαν να κοιτάζουν προς την εκκλησία. Ανοίγοντας αμυδρά τα χείλη του, σχεδόν μέσα στο στόμα του, ψιθύρισε μερικές λέξεις. Μόνο τη τελευταία λέξη είπε ανεβάζοντας λίγο την ένταση της φωνής του...<br />
<br />
...."αντίσταση."<br />
<br />
Έβαλε το χέρι του στη τσέπη του παλτού του και άγγιξε τη μεταλλική πλάκα με το ξόρκι της μαύρης μαγείας που είχε πάρει από τη γυάλινη προθήκη των λειψάνων της Αγίας Μπερναντέτ στη Notre Dame. Ήταν καλά ασφαλισμένο εκεί. Χαμογέλασε και με γρήγορα πλέον βήματα βγήκε στο ξέφωτο. Το κοράκι άνοιξε τα φτερά του και άφησε τον ώμο του μάγου, πέταξε πάνω από την εκκλησία και χάθηκε μέσα στο δάσος. Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο πλησίασε στο ναό. Πέρασε κάτω από τη μεγάλη πέτρινη πύλη. Πόρτες δεν υπήρχαν. Μπήκε μέσα. Ο μεγάλος σε διαστάσεις ορθογώνιος ναός ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση αφού παρέμενε ερειπωμένος για πολλά πολλά χρόνια. Μόνο οι πέτρινοι τοίχοι είχαν μείνει στη θέση τους. Τα παράθυρα είχαν καταστραφεί από καιρό. Το ίδιο όμως και η στέγη. Ο ουρανός με τα αμέτρητα αστέρια του ήταν η νέα στέγη του πια. Και φυσικά όλα εκείνα τα στοιχεία που δήλωναν την οποιαδήποτε θρησκευτική λατρεία είχαν χαθεί ή κλαπεί. Τριγύρω, στο έδαφος, στα περβάζια των παραθύρων, όπου ήταν δυνατόν, ήταν τοποθετημένα τα δεκάδες φαναράκια φωτίζοντας τον χώρο ζεστά, ρομαντικά και ιδιαίτερα ευχάριστα. Αμέσως μόλις κατάλαβαν ποιος μπήκε στη σύναξη όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν επίμονα, ενώ ταυτόχρονα τα σχόλια για το άτομό του δεν έλειψαν. Πίστευαν οι περισσότεροι πως δε θα τολμούσε να εμφανιστεί. Ο Nicolas χωρίς να δώσει τη παραμικρή σημασία και με το ειρωνικό χαμόγελο διατηρημένο στο πρόσωπό του προχώρησε ανάμεσά τους και στάθηκε σε μια άκρη. Παρατηρούσε γύρω του. Εκεί στο κέντρο ήταν το νιόπαντρο ζευγάρι των Redstones, δίπλα τους οι δεκαμελής οικογένεια των Kells, πιο πίσω οι μεγάλοι σε ηλικία και κολλητοί φίλοι από τα παλιά Lotus Torn και Tom Vator, κοντά στην είσοδο οι οικογένεια των Dealtons, λίγο πιο μέσα οι McStevens, οι Smiths και πολλοί πολλοί άλλοι. Μεταξύ τους ήταν και η Angelica Jones, γιαγιά της αγέννητης ακόμη Amy, μαζί με την εικοσιτετράχρονη κόρη της Evelyn. Τουλάχιστον 80 μάγοι είχαν μαζευτεί εκείνο το βράδυ στην εκκλησία του St. Joseph. Η ετήσια συνάντηση ήταν μια συνήθεια που κρατούσε πολλά χρόνια τώρα και που ήταν μια ευκαιρία για τους μάγους της περιοχής και όχι μόνο να βρεθούν ξανά, να ανταλλάξουν τα νέα τους, να μοιραστούν ξόρκια και φίλτρα, να λύσουν τυχών προβλήματα της κοινότητάς τους και φυσικά να αντιμετωπίσουν μερικά έκτακτα θέματα. Ένα τέτοιο είχε προκύψει πρόσφατα. Ο Nicolas κοίταζε δεξιά και αριστερά. Τίποτε δεν έδειχνε να τον συγκινεί, να του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αυτό όμως δε κράτησε για πολύ. Ένας μορφασμός δυσφορίας ξαφνικά ζωγραφίστηκε. Το βλέμμα του σκοτείνιασε μόλις αντίκρισε τον Christopher και τους γονείς του, τον Daniel και την Margaret Winterblood. Μετακινήθηκε προς το μέρος τους και χωρίς να τους χαιρετήσει απευθύνθηκε στη μητέρα του Christopher και της είπε απότομα...<br />
<br />
"Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Αυτή εδώ είναι μια συγκέντρωση μάγων και εσύ απ' ότι ξέρω δεν είσαι μάγισσα. Η μαγεία μέσα σου είναι ανύπαρκτη. Δεν έχεις καμία θέση στον χώρο αυτό."<br />
<br />
Η Margaret δε πρόλαβε να αρθρώσει λέξη. Στην πραγματικότητα δε της ερχόταν καμία λέξη να πει. Η επίθεση του Nicolas την βρήκε τελείως απροετοίμαστη και τη στεναχώρησε πάνω απ' όλα. Ο Christopher όμως δε μπόρεσε να μην αντιδράσει.<br />
<br />
"Είπες αυτό που ήθελες. Έδειξες για άλλη μια φορά το πόσο ανώτερο θεωρείς τον εαυτό σου. Μπορείς τώρα να φύγεις. Η θέση της μητέρας μου είναι εδώ μαζί μου και μαζί με τον πατέρα μου."<br />
<br />
Και ο μικρός αυτός διάλογος έληξε γρήγορα καθώς ο μεγαλύτερος σε ηλικία μάγος της συγκέντρωσης ανέβηκε σε ένα χαμηλό ύψωμα που υπήρχε στον χώρο και ξεκίνησε να μιλάει. Ήταν ο εβδομηντάχρονος Lucas Lightheart, ο μάγος που πρώτος είχε την ιδέα των ετήσιων συναντήσεων.<br />
<br />
"Μπορώ να έχω λίγο τη προσοχή σας παρακαλώ;...είπε χαμογελώντας.<br />
<br />
Αμέσως όλοι γύρισαν προς το μέρος του, σταματώντας τις μεταξύ τους κουβέντες.<br />
<br />
"Καλώς ήρθατε και φέτος φίλοι μου στη συγκέντρωσή μας. Βλέπω κάνατε κιόλας τα πηγαδάκια σας, ανταλλάσσεται απόψεις, λέτε τα νέα σας. Χαίρομαι γιατί αυτός είναι ο σκοπός της σύναξής μας. Ωστόσο φέτος έχουμε κάτι έκτακτο να συζητήσουμε. Νομίζω πως οι περισσότεροι ξέρετε σε τι αναφέρομαι."<br />
<br />
Στην εκκλησία επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Τον Lucas των συμπαθούσαν και τον σέβονταν πολύ όλοι οι μάγοι της Νέας Υόρκης και αυτό γιατί ήταν πάντα σωστός, δίκαιος, σοβαρός και μάλιστα όχι μόνο τώρα που ήταν σε αυτή τη σχετικά μεγάλη ηλικία.<br />
<br />
"Ίσως υπάρχουν όμως και κάποιοι που δεν έχουν λάβει γνώση του περιστατικού. Λοιπόν, πριν από τέσσερις μέρες κάποιος εισέβαλε στη Notre Dame στο Παρίσι, προκάλεσε παραισθήσεις στους πιστούς, τραυμάτισε αρκετούς από αυτούς επιδεικνύοντας τις δυνάμεις του, βεβήλωσε τα λείψανα της Αγίας Μπερναντέτ και πήρε κάτι από τη προθήκη στην οποία ήταν τοποθετημένα. Οι πιστοί δε μπορούσαν να θυμηθούν πολλά μετά από την επίθεση. Βρίσκονταν σε σύγχυση. Όμως η μαγεία που χρησιμοποιήθηκε άφησε το στίγμα της. Έγινε αντιληπτή από πολλούς μάγους. Όχι τόσο από τους νέους αλλά από αυτούς με ιδιαίτερα ανεπτυγμένες δυνάμεις. Θα μου πείτε γιατί μας αφορά κάτι που έγινε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού; Η απάντηση για να μην αναρωτιέστε είναι απλή. Ο υπεύθυνος βρίσκεται ανάμεσά μας."<br />
<br />
Τα σχόλια ξέσπασαν. Ο θόρυβος αντικατέστησε την ηρεμία. Και ο Lucas συνέχισε...<br />
<br />
"Η πράξη αυτή είναι ανεπίτρεπτη. Χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις μας για το γενικότερο καλό και κυρίως χωρίς να αποκαλύπτουμε την ύπαρξή μας. Το ότι δε προκαλούμε το κακό αθώων δε χρειάζεται να το σχολιάσω. Πόσο μάλλον όταν το κάνουμε για τελείως ιδιοτελή σκοπό. Κύριε Nicolas Silverlock δεν έχεις να πεις κάτι;"<br />
<br />
Όλοι γύρισαν μονομιάς και κοίταξαν τον Nicolas. Ο ίδιος ξεχνώντας τη κουβέντα με τον Christopher και την οικογένειά του, προσπέρασε τους μάγους που βρίσκονταν μπροστά του και στάθηκε απέναντι στον Lucas.<br />
<br />
"Με κατηγορείς για την επίθεση όπως καταλαβαίνω. Έχεις αποδείξεις;"<br />
<br />
Ο Lucas έκανε ένα νεύμα και τότε μια φωνή ακούστηκε από λίγο πιο πίσω...<br />
<br />
"Ήμουν εκεί, σε είδα με τα μάτια μου."<br />
<br />
Ήταν ο μικρότερος γιος των Kells, ο Julius. Προχώρησε και αυτός με τη σειρά του και ήρθε δίπλα στον Nicolas λέγοντας...<br />
<br />
"Δε χρειάζεται να ρωτήσεις. Ναι σε παρακολουθώ από τη στιγμή που δολοφόνησες τον ιερέα εκείνης της μικρής εκκλησίας. Η πράξη σου έγινε αντιληπτή και από τη Γερμανία όπου έτυχε να βρίσκομαι, ταξίδεψα μέχρι τη Γαλλία για να δω τη συνέβη. Μπορεί να είμαι μικρός αλλά έχω και γω τον τρόπο μου για να ανακαλύπτω αυτά που θέλω. Ήμουν έτοιμος να επέμβω αλλά προτίμησα να μείνω κρυμμένος και να επικεντρωθώ στο να μη πάθουν κάτι σοβαρό οι πιστοί."<br />
<br />
Ο Nicolas με ύφος όλο αδιαφορία και χωρίς να δείχνει το παραμικρό σημάδι έκπληξης πήρε το λόγο ενώ ανέβηκε στο ύψωμα...<br />
<br />
"Μπράβο σας. Με ανακαλύψατε. Άλλωστε ο στόχος μου δεν ήταν να κρυφτώ. Η διακριτικότητα ποτέ δεν ήταν προτεραιότητά μου σε καμία από τις εκφάνσεις της ζωής μου."<br />
<br />
Ο Lucas απάντησε αμέσως...<br />
<br />
"Για ποια διακριτικότητα μιλάς; Ξεπέρασες κατά πολύ τα όρια. Έφτασες στη δολοφονία και φαντάζομαι δεν ήταν η πρώτη φορά. Έκανες τα πάντα για να βρεις και να πάρεις κάτι."<br />
<br />
Ο Nicolas δεν είχε διάθεση να τον αφήσει να πει πολλά ακόμη.<br />
<br />
"Το τι πήρα να μη σε νοιάζει και να εύχεσαι να μη φτάσουμε στο σημείο να το μάθεις. Σας βαρέθηκα και σας και τα όριά σας. Έχουμε τόση δύναμη και τη κρατάμε για τον εαυτό μας. Τόση δύναμη μένει άχρηστη. Ε λοιπόν εγώ πλέον δεν έχω σκοπό να την αφήσω να πάει χαμένη από δω και πέρα."<br />
<br />
"Οπότε δεν έχεις καμία θέση εδώ. Δε θέλουμε στη σύναξή μας δολοφόνους, ούτε και άτομα που δε συμφωνούν με τους κανόνες μας. Φύγε και να είσαι σίγουρος πως θα μας βρεις απέναντί σου στην επόμενη κίνησή σου."...αποκρίθηκε ο Lucas.<br />
<br />
Ο Nicolas με το γνώριμο ειρωνικό του ύφος τον διέκοψε κοφτά...<br />
<br />
"Βιάζεσαι. Νομίζεις πως είχα καμία όρεξη να έρθω στην ηλίθια συγκέντρωσή σας; Παρευρίσκομαι εδώ έχοντας ένα σκοπό. Νομίζω πως τις απόψεις μου αυτές περί μαγείας τις έχουν και άλλοι. Ίσως και κάποιοι ανάμεσά σας. Οπότε σας καλώ ανοιχτά και ξεκάθαρα. Ποιοι από εσάς θέλετε κάτι καλύτερο για τον εαυτό σας; Ποιοι βαρεθήκατε να κρύβεστε; Αν υπάρχει κανείς που θέλει να εκμεταλλευτεί τις δυνάμεις του, τα ξόρκια του, τις γνώσεις τόσων αιώνων, τώρα είναι στιγμή για να με ακολουθήσει. Ο κόσμος πρέπει να μας σέβεται, να μας υπηρετεί και αν δε το κάνει είναι στο χέρι μας να τον αναγκάσουμε."<br />
<br />
Σταμάτησε να μιλά. Τη δήλωση που ήθελε να κάνει την είχε πια ξεστομίσει. Κοίταξε κάτω προς το πλήθος των μάγων. Ένοιωσε μια σχετική αμηχανία, αισθάνθηκε αγωνία, κάτι που δε το περίμενε.<br />
<br />
"Τελευταία σας ευκαιρία. Ποιος είναι μαζί μου;"<br />
<br />
Ο Lucas μίλησε αυστηρά...<br />
<br />
"Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ. Φύγε..."<br />
<br />
Όμως έχασε τα λόγια του όταν είδε όλα τα μέλη των Dealtons και των Smiths να βγαίνουν μπροστά. Σε μερικά δευτερόλεπτα μερικοί ακόμη μάγοι τους ακολούθησαν.<br />
<br />
Όλοι είχαν παγώσει. Ο Christopher βγήκε και αυτός μπροστά όχι γιατί ήθελε να ακολουθήσει τον Nicolas, αυτό δεν υπήρχε πιθανότητα ούτε για αστείο να συμβεί, αλλά για να κάνει μια προσπάθεια να τους μεταπείσει.<br />
<br />
"Το σκεφτήκατε καλά; Θα σας οδηγήσει στη καταστροφή. Θα σας χρησιμοποιήσει σα πιόνια του και θα σας προδώσει μόλις θα του είστε άχρηστοι."<br />
<br />
Κανένας δε μίλησε. Πήγαν μόνο και στάθηκαν πίσω από τον Nicolas. Και ο γιος των Winterbloods συνέχισε...<br />
<br />
"Καλώς! Να ξέρετε όμως πως θα μας βρείτε μπροστά σας, όλους μας σε ότι κι αν σχεδιάζετε. Σας το είπε ο Lucas, σας το υπογράφω και εγώ."<br />
<br />
Ο Silverlock δεν έδωσε σημασία στα λόγια του και με ένα πλέον τεράστιο χαμόγελο γύρισε και τους είπε...<br />
<br />
"Κάνατε σοφή επιλογή! Και τώρα ελπίζω να είστε έτοιμοι για τη μεγαλειώδη μας έξοδο."<br />
<br />
Τους ζήτησε να αγγίξουν όλοι ο ένας τον ώμο του αλλού, έκλεισε τα μάτια του και όταν τα άνοιξε δεν υπήρχε ίριδα, κόρη, ούτε καν το λευκό τμήμα γύρω από αυτά. Τα μάτια του είχαν γίνει μαύρα. Κρατώντας σφιχτά ένα μαύρο πετράδι στο δεξί του χέρι που είχε βγάλει από μια εσωτερική τσέπη είπε μόνο τρεις λέξεις...<br />
<br />
"Αστραπή! Κεραυνός! Μεταφορά!"<br />
<br />
Ακούστηκαν δυνατές βροντές. Όλοι μέσα στο ναό σήκωσαν τα κεφαλιά τους και κοίταξαν τον ουρανό. Τα αστέρια χάθηκαν μέσα σε μια στιγμή. Σύννεφα τα έκρυψαν. Η νύχτα έγινε μέρα από τις διαδοχικές αστραπές. Και ύστερα ήρθε το χάος. Οι κεραυνοί άρχισαν να πέφτουν βροχή. Γύρω από το ναό, μέσα σ' αυτόν. Επικράτησε πανικός. Παντού καπνός και χώμα. Κανένας δε πρόλαβε να αντιδράσει διαφορετικά, να χρησιμοποιήσει έστω κάποιο ξόρκι. Να προστατέψει τον εαυτό του και τους αγαπημένους του. Όχι βέβαια ότι θα κατάφερνε και τίποτε. Ο ουρανός έβρεχε φωτιά. Όλοι έτρεχαν να εγκαταλείψουν την εκκλησία όσο πιο γρήγορα μπορούσαν καθώς οι κεραυνοί έβαλαν φωτιά στα μικρά φυτά που υπήρχαν διάσπαρτα στο έδαφος και που είχαν ξεφυτρώσει μέσα από τις σπασμένες πέτρινες πλάκες του πατώματος. Οι τοίχοι άρχισαν να καταρρέουν από τα κτυπήματα που δέχονταν από το πανίσχυρα στοιχεία της φύσης. Οι μάγοι βγήκαν έξω, οι περισσότεροι, όχι όμως και όλοι. Πέντε λεπτά κράτησε η απόγνωση. Οι αστραπές σταμάτησαν, το ίδιο και οι κεραυνοί. Ο Nicolas και όσοι πήραν το μέρος του είχαν εξαφανιστεί. Οι κεραυνοί ήταν το μέσο διαφυγής τους. Φυσικά το πετράδι έκανε όλη τη δουλειά. Και μετά ξεκίνησε η αγωνία και ο θρήνος. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας έτρεξαν, πολλοί με δάκρυα στα μάτια, να δούμε τι απέγιναν αυτοί που δε κατάφεραν να βγούνε. Να ανασύρουν τους δικούς τους από τα χαλάσματα στα οποία είχε μετατραπεί ο ναός. Και τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Δύο μέλη της οικογένειας των Kells, μεταξύ των οποίων και ο Julius, κεραυνοβολήθηκαν και σκοτώθηκαν επί τόπου. Ο Tom Vator καταπλακώθηκε από έναν τοίχο. Την ίδια τύχη είχαν άλλοι δύο μάγοι. Πέντε μάγοι έχασαν τη ζωή τους. Πολλοί παραπάνω τραυματίστηκαν. Κραυγές οργής, θυμού, σπαραγμού ακούγονταν πια μόνο. Λίγοι έφυγαν αμέσως και κυρίως γιατί είχαν τρομοκρατηθεί. Οι περισσότεροι έμειναν εκεί για να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν στις οικογένειες που έχασαν τους δικούς τους, τους φίλους τους. Να περιποιηθούν και να μεταφέρουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που χάθηκαν δίχως λόγο. Η ετήσια συνάντηση έληξε με τον πιο τραγικό τρόπο. Με τρόπο που κανένας δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο Christopher αφού βοήθησε όπως μπορούσε πήρε τους γονείς του και την Angelica με τη κόρη της, με τις οποίες ήταν οικογενειακοί φίλοι και επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη. Είχαν μόνο μερικά επιπόλαια τραύματα που δε χρειάζονταν νοσοκομειακή φροντίδα. Γύρισαν στα σπίτια τους. Για δύο μέρες ο Christopher δεν ήθελε να σχολιάσει το θλιβερό γεγονός. Ούτε με τους δικούς του, ούτε με κανέναν. Πολλά τον χώριζαν και τον συνέδεαν με τον Nicolas. Δε περίμενε κάτι ιδιαίτερο από αυτόν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποψιαζόταν αυτή την εξέλιξη.<br />
<br />
<br />
<b>Νέα Υόρκη, Δεκέμβριος 1982</b><br />
<br />
Πρώτη μέρα του μήνα. Η θερμοκρασία είχε πέσει λίγο ακόμη. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης εκείνη τη μέρα αντίκρισαν και μερικές νιφάδες με το που ξύπνησαν και βγήκαν από τα σπίτια τους για να πάνε στις δουλειές τους. Το έστω λιγοστό χιόνι δημιούργησε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα και λίγο μάλιστα γιορτινή μιας και τα Χριστούγεννα πλέον δεν ήταν πολύ μακριά. Αυτό δεν ίσχυε για όλους. Οι μάγοι που δε πήγαν με τον Nicolas ζούσαν μέσα στο φόβο. Αν ο σαραντάχρονος Silverlock δε δίστασε να αφήσει πίσω του νεκρούς, μόνο και μόνο στη προσπάθειά του να στρατολογήσει μάγους, ποιος ξέρει τι τους επιφύλασσε για τη συνέχεια. Οι περισσότεροι δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους, εκτός και αν ήταν απόλυτη ανάγκη. Βέβαια υπήρχαν και λίγοι θαρραλέοι που δεν άλλαξαν τις συνήθειές τους υπό τη σκιά της απειλής του Nicolas. Κακώς...Δεν ήταν μόνο οι νιφάδες που έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό της Νέας Υόρκης όμως εκείνο το πρωινό. Δεκάδες μαύρα κοράκια πετούσαν σε χαμηλό ύψος σε διάφορα μέρη της τεράστιας πόλης. Η πτήση τους όμως δε κράτησε και πολύ. Ενώθηκαν σε ομάδες και κάθισαν στη ταράτσα τεσσάρων πολυκατοικιών. Περίμεναν και παρατηρούσαν.<br />
<br />
Ήταν 11 το πρωί όταν ο Cal Redstone επέστρεψε στο σπίτι του για να δει τη γυναίκα του, την Sophie με την οποία είχαν παντρευτεί πριν από έναν μήνα. Δούλευε σε ένα γραφείο μιας διαφημιστικής εταιρίας όχι πολύ μακριά από το διαμέρισμα επί της οδού Principal στο οποίο πρόσφατα μετακόμισαν και γύρισε γιατί είχε ξεχάσει έναν φάκελο με σημαντικά έγγραφα. Παράλληλα ήθελε να δει και τη γυναίκα του. Μετά από το περιστατικό στο ναό του St. Joseph, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, ερχόταν στο σπίτι για να κάνει έναν έλεγχο, για να σιγουρευτεί πως όλα είναι καλά. Ήταν πολύ ερωτευμένος με την Sophie και την γλύκα που ζούσαν όλες αυτές τις μέρες μετά το γάμο τους τη διέλυσε ο Nicolas. Η πόρτα του ανελκυστήρα άνοιξε στον έβδομο όροφο και ο Cal κινήθηκε γοργά προς το διαμέρισμα με το νούμερο 19. Πάγωσε στιγμιαία όμως μόλις είδε την εξώπορτα ορθάνοιχτη. Έτρεξε μέσα φωνάζοντας το όνομα της αγαπημένης του. Καμία απάντηση δεν ήρθε. Μπήκε στη κουζίνα και την είδε πεσμένη μπρούμυτα στο πάτωμα. Φώναξε ξανά και ξανά...<br />
<br />
"Όχι! Όχι! Όχι!"...<br />
<br />
Πήγε να γονατίσει δίπλα της. Ήθελε να τη γυρίσει, να τη δει. Είχε μια ελπίδα μήπως ήταν ακόμη ζωντανή. Δε πρόλαβε. Μια δύναμη τον σήκωσε βίαια, τον πέταξε με ορμή στο ταβάνι. Κτύπησε το κεφάλι του, το αίμα άρχισε να τρέχει. Ζαλίστηκε αλλά δεν έχασε τις αισθήσεις του. Η δύναμη τον κρατούσε εκεί, κολλημένο, ακινητοποιημένο. Και τότε είδε τη φιγούρα ενός άντρα να μπαίνει στο δωμάτιο. Κοίταξε πιο προσεκτικά και διαπίστωσε πως ήταν ο πριν από κάποια χρόνια φίλος του, ο νεαρός John Dealton.<br />
<br />
"Είναι ζωντανή; Τι της έκανες;"<br />
<br />
"Σσσσσ, Σσσσσ, μη κουράζεσαι, δεν έχει καμία σημασία. Όλα θα τελειώσουν."...Απάντησε ο John με ιδιαίτερα κυνικό ύφος.<br />
<br />
"Τα κατάφερε ο Silverlock. Σε έκανε και σένα δολοφόνο. Είμασταν φίλοι κάποτε!"...είπε ο Cal και αφού άκουσε από τον John να λέει..."Κάποτε όντως."...όλα πραγματικά τελείωσαν.<br />
<br />
Ο John με μάτια από φωτιά τον άφησε να πέσει ένα μετρό περίπου και μετά τον πέταξε και πάλι με δύναμη επάνω. Το έκανε αυτό άλλη μια φορά και μετά τον άφησε να σωριαστεί στο έδαφος. Πέφτοντας κτύπησε το κεφάλι του στη γωνία του ξύλινου τραπεζιού και κατέληξε στα πλακάκια του πατώματος. Ακίνητος, δίπλα στη γυναίκα του, μέσα σε μια τεράστια ποσότητα αίματος, νεκροί κι δυο.<br />
<br />
Πέντε χιλιόμετρα δυτικά, την ίδια ακριβώς ώρα, ο Lotus Torn τοποθετούσε νέα προϊόντα στα ράφια του μαγαζιού του. Ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού καταστήματος με βιολογικά προϊόντα στην οδό Hollow. Για τους πιο ειδικούς πελάτες και αυτούς που γνώριζαν κάτι παραπάνω το μαγαζί του Lotus ήταν το καλύτερο μέρος για να προμηθευτούν τα βότανα και όλα εκείνα τα απαραίτητα συστατικά για τη παρασκευή ενός φίλτρου. Ο εξηνταδιάχρονος μάγος ήταν γενικά ένας χαμογελαστός άνθρωπος, ήσυχος και καλοσυνάτος. Όμως το χαμόγελο είχε πια χαθεί από το πρόσωπό του. Στο ναό ο τοίχος που έπεσε σκότωσε τον καλύτερό του φίλο, τον αδελφικό του φίλο από τα παιδικά του χρόνια. Όταν ο Lotus άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο από το κουδουνάκι της εξώπορτας, άφησε τα σακουλάκια με τα βότανα στον πάγκο που βρισκόταν μπροστά του και μετακινήθηκε προς το μπροστινό τμήμα του καταστήματος για να εξυπηρετήσει τον πελάτη που προφανώς μπήκε. Αυτόν όμως που βρήκε να περπατά ανάμεσά στους πάγκους και τα διάφορα ράφια δεν ήταν πελάτης αλλά ο Jonah Smith. Ο Lotus κοκκίνισε από θυμό και χωρίς να το πολυσκεφτεί είπε απότομα...<br />
<br />
"Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ. Να φύγεις τώρα."<br />
<br />
Ο Jonah αποκρίθηκε..."Υπομονή και θα φύγω σύντομα."...την ίδια στιγμή που τα μάτια του έπαιρναν πύρινο χρώμα. Ένα ρεύμα αέρα κτύπησε τον Lotus που αμέσως αντιστάθηκε. Το μαγαζί τραντάχτηκε. Οι δύο μάγοι στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Αντιμέτωποι μέχρι τελικής πτώσης. Όμως ο Lotus έδειχνε αδικαιολόγητα αδύναμος. Τα κύματα της ενέργειας σάρωσαν το κατάστημα. Πάγκοι αναποδογύρισαν, ράφια γκρεμίστηκαν, βιτρίνες έσπασαν και όλα αυτά έμοιαζαν να μην είναι η κυρίως επίθεση του Jonah. Ο Lotus έπεσε στα γόνατα και έκλεισε τα μάτια του. Κατάλαβε ότι δε μπορεί να κάνει και πολλά και ας τον θεωρούσαν όλοι από τους πιο δυνατούς μάγους. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Jonah να στέκεται μπροστά του. Ο τελευταίος γονάτισε και τον άγγιξε στο μέτωπο. Τα μάτια του πια ήταν κατάμαυρα. Του ψιθύρισε κάτι στο αυτί και απομακρύνθηκε. Ο Lotus σηκώθηκε, με βλέμμα αδιάφορο και άβουλο, πλησίασε σε ένα συρτάρι, το τράβηξε, έβγαλε από μέσα ένα περίστροφο, άνοιξε το στόμα του, τοποθέτησε την κάνη του όπλου ανάμεσα στα δόντια του και τράβηξε χωρίς δισταγμό τη σκανδάλη ενώ ένα δάκρυ έτρεχε στο μάγουλό του. Ο λευκός τοίχος από πίσω του βάφτηκε κόκκινος. Ο Jonah βγήκε από το κατάστημα και πριν έρθει η αστυνομία χάθηκε μέσα στους περαστικούς που η καθημερινότητά τους δεν τους άφησε και πολλά περιθώρια να ακούσουν τον θόρυβο, τον πυροβολισμό, να καταλάβουν το παραμικρό.<br />
<br />
Ταυτόχρονα στο κέντρο του Manhattan ο Arthur McSteven βγήκε από την είσοδο του τεράστιου κτιρίου όπου δούλευε. Ήταν υπάλληλος σε ένα μεγάλο λογιστικό γραφείο. Μαζί με έναν συνάδελφό του κατευθύνθηκαν προς μια καντίνα που πουλούσε φαγητό στο χέρι. Θα έμεναν μέχρι αργά στο γραφείο και ήθελαν κάτι για να τους κρατήσει χορτάτους. Πήραν από ένα κρύο σάντουιτς, πλήρωσε ο Arthur και για τους δύο και ξεκίνησαν για το γραφείο. Δε κατάφερε όμως να κάνει πολλά βήματα. Τρεις πυροβολισμοί ακούστηκαν. Η πρώτη βολή αστόχησε, καρφώθηκε στο κράσπεδο. Η δεύτερη τον πέτυχε στον αριστερό βραχίονα. Η τρίτη όμως τον βρήκε στο κεφάλι, στον αντίστοιχο κρόταφο. Έπεσε κάτω μπροστά στα έκπληκτα μάτια του συναδέλφου του. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Ο φίλος του Arthur χωρίς να χάσει τη ψυχραιμία του, έσκυψε και βάζοντας τα δάκτυλά του στον λαιμό του, διαπίστωσε πως ήταν ήδη νεκρός. Αίμα άφθονο, κατακόκκινο πλημμύρισε τον χώρο. Το πλήθος γύρω τους έτρεχε πανικόβλητο, φωνάζοντας για βοήθεια και προσπαθώντας να καλυφθεί. Δε χρειαζόταν όμως. Ο ελεύθερος σκοπευτής που περίμενε υπομονετικά από πολύ πρωί στη ταράτσα μιας σχετικά χαμηλής γειτονικής πολυκατοικίας είχε φύγει τη στιγμή που ολοκλήρωσε την αποστολή του.<br />
<br />
Μερικά τετράγωνα πιο κάτω ο Lucas Lightheart παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου στους οκτώ μαθητές του. Ο Lucas, οικοδεσπότης της ετήσιας σύναξης εδώ και δέκα χρόνια τουλάχιστον, ήταν καθηγητής σε μια διάσημη σχολή καλών τεχνών. Το μάθημα είχε φτάσει στο τέλος του. Χαιρέτησε τους μαθητές του που ήταν όλων των ηλικιών και με τους οποίους είχε πολύ καλή και ιδιαίτερα φιλική σχέση, τους ξεπροβόδησε μέχρι την εξώπορτα της αίθουσας και επέστρεψε στη πολυθρόνα του και στο γραφείο του. Κοίταξε τις σημειώσεις του μέχρι να έρθουν οι μαθητές του επόμενου τμήματος και τότε πρόσεξε πως πάνω στο τρίτο θρανίο υπήρχε ακουμπισμένο ένα μικρό ξύλινο καφέ κουτί. Σκέφτηκε πως μάλλον θα το ξέχασε κάποιο από τα παιδιά του προηγούμενου μαθήματος. Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα του, πλησίασε στο θρανίο, το έπιασε με το δεξί του χέρι και το περιεργάστηκε για λίγο. Πρόσεξε πως στο κέντρο του, στη μπροστινή του πλευρά, είχε ένα μικρό επίχρυσο κουμπί. Χωρίς να σκεφτεί πως το κουτί δεν είναι δικό του πίεσε το διακόπτη προς τα μέσα. Το καπάκι απελευθερώθηκε και πετάχτηκε αμέσως προς τα πάνω κάνοντας έναν αρκετά δυνατό θόρυβο που αποδείκνυε πως ήταν αεροστεγώς κλεισμένο. Μέσα υπήρχε μια μαύρη σκόνη που εκτοξεύθηκε στο πρόσωπό του. Έκλεισε αντανακλαστικά τα μάτια του, όμως το κακό είχε γίνει. Η σκόνη είχε ήδη μπει μέσα. Παράλληλα άρχισε να βήχει έντονα. Βγήκε βιαστικά από την αίθουσα. Έτρεξε στο διάδρομο βήχοντας και τρίβοντας τα μάτια του. Έφτασε στο τέλος του όπου ήταν οι τουαλέτες. Μπήκε μέσα, άνοιξε τη βρύση και έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπό του που πλέον το ένιωθε να καίγεται. Το νερό τον ανακούφισε αρκετά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Συνήλθε προς στιγμήν. Σήκωσε το κεφάλι του, πήρε χαρτί από μια θήκη στο πλάι και σκούπισε τα νερά. Πριν βγει από τη τουαλέτα κοίταξε τον εαυτό του για μια ακόμη φορά στον καθρέφτη. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Και τότε συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνο αυτό. Μικρές σταγόνες αίματος άρχισαν να τρέχουν από αυτά, από τις άκρες τους. Βγήκε στο διάδρομο παραπατώντας και σφαδάζοντας από τον πόνο. Το αίμα έτρεχε όλο και περισσότερο, όχι μόνο από τα μάτια του αλλά και από τη μύτη και τα αυτιά του. Μπήκε με κόπο στο γραφείο του και προσπάθησε να φτάσει στο τηλέφωνο. Ήθελε να ζητήσει βοήθεια από τους Winterbloods. Αυτούς εμπιστευόταν πιο πολύ απ' όλους. Μάταια όμως. Μια καθηγήτρια άκουσε τις φωνές και βγήκε έντρομη από τη γειτονική αίθουσα στην οποία βρισκόταν να δει τι συμβαίνει. Είδε τον Lucas πεσμένο μπρούμυτα στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος και άρχισε να ουρλιάζει! Ο Lucas ήταν νεκρός και δολοφόνος δεν υπήρχε. Δεν ήταν παρών τουλάχιστον. Κανένας μάγος δε θα διακινδύνευε να αντιμετωπίσει ευθέως τον Lucas που ήταν ένας από τους πιο ικανούς μάγους της Νέας Υόρκης. Γι' αυτό και η δηλητηρίαση ήταν ίσως η μόνη σίγουρη οδός.<br />
<br />
Το ίδιο πρωινό, περίπου την ίδια ώρα, στην οδό Libertine, ο Daniel και η Margaret Winterblood ήταν στο βιβλιοπωλείο τους, το Oblivion. Μαζί τους και ο γιος τους, ο Christopher. Ουσιαστικά αυτός ήταν που τα τελευταία χρόνια έπαιρνε τις πρωτοβουλίες σχετικά με το εμπόρευμα και είχε τη συνολική διαχείριση του οικογενειακού καταστήματος. Το συγκεκριμένο πρωινό οι γονείς του Christopher πέρασαν απλά για να του κάνουν λίγο παρέα και να πιούμε τον καφέ τους, πάντα φίλτρου. Ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι, μαζί για κάτι παραπάνω από 30 χρόνια, με μια ευδιάκριτη ευγένεια στο πρόσωπό τους και μάλιστα όχι ψεύτικη. Ο Daniel ήταν στα 60, η Margaret στα 58. Τελείωσαν τον καφέ τους, φόρεσαν τα πανωφόρια τους και η Margaret αγκάλιασε τον γιο της. Ο Christopher τους είπε λίγο πριν βγούνε από την εξώπορτα...<br />
<br />
"Μα γιατί δε μένετε λίγο ακόμη;"<br />
<br />
Η μητέρα του του χαμογέλασε και απάντησε...<br />
<br />
"Παιδί μου το ξέχασες; Πρέπει να πάω να ετοιμάσω φαγητό και γλυκό. Το μεσημέρι περιμένουμε την Angelica και την Evelyn. Θα τους κάνουμε το τραπέζι! Ότι πρέπει για να περάσουμε χαρούμενα την ώρα μας και να ξεχάσουμε όσο είναι δυνατόν τα τελευταία γεγονότα."<br />
<br />
"Α ναι! Μου είχε διαφύγει! Τέλεια! Η Angelica και η Evelyn δεν είναι απλά φίλες, είναι οικογένεια."...είπε ο Christopher καθώς τους χαιρετούσε. Έκλεισαν τη πόρτα πίσω τους, κούμπωσαν καλά τα παλτά τους μιας και το χιόνι έπεφτε πυκνό, μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και ξεκίνησαν για το σπίτι. Θα μπορούσαν να περπατήσουν μιας και το διαμέρισμα δεν ήταν πολύ μακριά. Με αυτό το κρύο όμως το αυτοκίνητο ήταν πολύ καλύτερη λύση.<br />
<br />
Ο Christopher άρχισε να βάζει μερικά νέα βιβλία σε μια μικρή βιβλιοθήκη στη πίσω μεριά της βιτρίνας. Άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο και κοίταξε προς την εξώπορτα. Ήταν κλειστή. Τότε πρόσεξε πως στο πάτωμα και ακριβώς μέσα από αυτήν υπήρχε ένα λευκό χαρτί διπλωμένο στη μέση. Σκέφτηκε πως το έριξαν εκείνη τη στιγμή, αφού πέντε λεπτά πριν, όταν έφυγαν οι δικοί του, δεν ήταν εκεί. Κάποιος από τους τρεις τους θα το είχε δει. Πλησίασε, έσκυψε και το μάζεψε. Το ξεδίπλωσε και διάβασε από μέσα του αυτό που έγραφε...<br />
<br />
<blockquote>"Έπρεπε να τους αποχαιρετήσεις..."</blockquote><br />
Ζαλίστηκε και έκλεισε τα μάτια του. Ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Άφησε το χαρτί να πέσει στο έδαφος. Δε σκέφτηκε ούτε σακάκι να φορέσει, ούτε το μαγαζί να κλειδώσει, το μόνο που είχε στο νου του ήταν οι γονείς του. Μήπως προλάβει. Παράτησε την εξώπορτα ανοιχτή και άρχισε να τρέχει...<br />
<br />
Τρία χιλιόμετρα πιο ψηλά στην οδό Libertine ο Nicolas Silverlock περπατούσε στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς το Oblivion. Οι κόρνες των αυτοκινήτων δε τον απασχολούσαν καθόλου. Με μάτια πύρινα περίμενε υπομονετικά, έψαχνε σχολαστικά. Και τότε είδε το αυτοκίνητο των Winterbloods. Ήταν πίσω από ένα ταξί, μόλις πενήντα μέτρα από αυτόν. Τίναξε το δεξί του χέρι προς τα αριστερά και το ταξί, που για καλή του τύχη δεν είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, βγήκε από τη πορεία του. Έπεσε πάνω σε δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τίποτε δεν υπήρχε πλέον ανάμεσά σε αυτόν και τους Winterbloods. Τους κοίταξε στα μάτια με βλέμμα αδίστακτο. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τα δεκάδες κοράκια που πετούσαν σε χαμηλό ύψος. Είχαν δημιουργήσει ένα ανατριχιαστικό σμήνος και με τις κραυγές τους σκορπούσαν το τρόμο. Μουρμούρησε μερικές λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα και τότε τα κοράκια έκαναν βουτιά. Μια βουτιά θανάτου προς το αυτοκίνητο των Winterbloods. Με τη βοήθεια της μεγάλης ταχύτητας, με τα αιχμηρά τους ράμφη και με τη χρήση λίγης μαγείας έσπασαν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου και μπήκαν μέσα τραυματίζοντας τον Daniel και την Margaret ανεπανόρθωτα στον θώρακα και στο κρανίο. Ο πρώτος που ήταν και ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματος, το οποίο πέρασε στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε μετωπικά με ένα λεωφορείο, που δε σταμάτησε αμέσως. Έσυρε το αυτοκίνητο των Winterbloods μερικά μέτρα προς τα πίσω, μέχρι που ξαφνικά μετά από μια μικρή έκρηξη αυτό τυλίχθηκε στις φλόγες. Τα κοράκια που επέζησαν πέταξαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Silverlock χάθηκε και αυτός μαζί τους, μέσα στο χάος που ο ίδιος δημιούργησε. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης που έγιναν μάρτυρες της δολοφονικής επίθεσης είτε έτρεχαν κατατρομαγμένοι να σωθούν, είτε προσπαθούσαν να δούνε αν μπορούν να βοηθήσουν. Δεν υπήρχε όμως κανένας πια ζωντανός για να κάνουν κάτι. Κάποιοι ειδοποίησαν τη πυροσβεστική υπηρεσία και τότε ήταν που ο Christopher κατέφθασε. Είχε προλάβει και είχε δει τα κοράκια που έφευγαν, είχε δει και τη φωτιά, όμως από μακριά και ενώ ήταν πια αργά. Ιδρωμένος από την αγωνία, με δάκρυα στα μάτια όρμηξε προς το φλεγόμενο αυτοκίνητο φωνάζοντας πως είναι το αυτοκίνητο των γονιών του. Τον σταμάτησαν όμως οι πιο ψύχραιμοι που ήταν εκεί. Τον τράβηξαν στην άκρη, ενώ μέσα σε πέντε λεπτά είχε έρθει και ένα πυροσβεστικό όχημα. Η φωτιά έσβησε αμέσως, ο Christopher όμως δεν είχε κουράγιο να πλησιάσει, να αντικρίσει σε αυτή τη κατάσταση τους γονείς του. Έμεινε εκεί δίπλα στο πεζοδρόμιο, πεσμένος στα γόνατα, κοντά στα νεκρά κοράκια, στο αίμα, στα σκορπισμένα τμήματα του αυτοκινήτου, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη, χαμένος σε έναν δικό του κόσμο.<br />
<br />
Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Nicolas περπατώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης έκανε τον απολογισμό του. Τον σκοπό του τον πέτυχε και με το παραπάνω. Η επιτυχία μάλιστα του ίδιου και όσων τον ακολούθησαν ήταν απόλυτη. Βέβαια δε μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το ξόρκι που έκανε κάτω από το δέντρο πριν μπει στην εκκλησία του St. Joseph στέρησε σε όποιον βρισκόταν μέσα στο ναό κάθε δυνατότητα αντίστασης στο οποιοδήποτε ξόρκι. Εννοείται πως αντέστρεψε το ξόρκι σ' αυτούς που λίγο αργότερα πήγαν με το μέρος του και έφυγαν μαζί του. Ήθελε να βγάλει από τη μέση τους ανταγωνιστές του, αυτούς που στο μέλλον θα στέκονταν στο δρόμο του. Όχι όλους, κάτι τέτοιο ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο. Τους αποδεκάτισε όμως. Αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος του. Αυτός και οι προσωπικές του εκκρεμότητες. Γνώριζε πως οι εχθροί του θα ανασυντάσσονταν. Θα ήταν όμως λιγότεροι και ο ίδιος θα τους περίμενε καρτερικά. Τότε θυμήθηκε ξανά το ξόρκι της Notre Dame. Έβγαλε τη μεταλλική πλακέτα, τη κοίταξε για μια ακόμη φορά και το μόνο που σκέφτηκε ήταν να μη φτάσει στο σημείο να το χρησιμοποιήσει. Σήκωσε το χέρι του, σταμάτησε ένα ταξί και μπήκε μέσα. Είπε τη διεύθυνση στον οδηγό και βυθίστηκε γεμάτος ικανοποίηση στο κάθισμα. Το κυνήγι για την ώρα είχε τελειώσει.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com40tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-19789126123956580002012-07-27T23:49:00.002+03:002012-08-10T00:40:08.969+03:0010. Όταν Σταμάτησε Ο Χρόνος<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgZlwEpiJVryvABdB7NOavmWbxZUG2BO5x1hstKZDxOxhJfrgd9ZCGGVq6gmiGcWtN0ONN8jcMIMRVss7c9eFGCwqGlmk7mbTSNAz3GcWwZ38iw_2qCgo_TasvyGV0mZrZSzQOCvdoEfAM/s1600/10..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 266px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgZlwEpiJVryvABdB7NOavmWbxZUG2BO5x1hstKZDxOxhJfrgd9ZCGGVq6gmiGcWtN0ONN8jcMIMRVss7c9eFGCwqGlmk7mbTSNAz3GcWwZ38iw_2qCgo_TasvyGV0mZrZSzQOCvdoEfAM/s400/10..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5769932205408391842" border="0" /></a>Ήταν ξαπλωμένος στο διπλό του κρεβάτι και είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα εδώ και ώρα. Εκείνη τη νύχτα ο Christopher είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που η αϋπνία έκανε την εμφάνισή της. Έξω ακόμη δεν είχε ξημερώσει. Σκέφτηκε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να μένει στο κρεβάτι. Αμέτρητες σκέψεις τον έκαναν να χάσει τον ύπνο του από νωρίς. Έτσι κι αλλιώς ο Christopher δεν ήταν και πολύ του ύπνου. Λίγες ώρες την ημέρα του αρκούσαν για να ξεκουραστεί. Παραπάνω θεωρούσε πως απλά είναι χάσιμο χρόνου. Πέταξε στο πλάι το ασπρόμαυρο πάπλωμα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Βγήκε από το δωμάτιό του, δε γύρισε να κοιτάξει τον Dominic που κοιμόταν με την Amy και ας πέρασε από δίπλα τους και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Αμέσως έβγαλε τα λίγα ρούχα που φορούσε, μπήκε στη ντουζιέρα και άφησε το ζεστό νερό να πέσει άφθονο επάνω του. Ήθελε όσο τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή να χαλαρώσει και αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει. Δεν έγινε όμως έτσι ακριβώς. Το μυαλό του είχε κολλήσει στο ημερολόγιο που είχε ανακαλύψει τη προηγούμενη μέρα κάτω από το ξύλινο πάτωμα του απαγορευμένου δωματίου. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε πια φύγει. Επί τουλάχιστον τριάντα λεπτά στεκόταν ακίνητος με τα μάτια κλειστά και με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα πλακάκια του τοίχου της ντουζιέρας, ενώ το σχεδόν καυτό νερό έπεφτε επάνω του. Η σκέψη του ταξίδευε. Δεν είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για το περιεχόμενο του ημερολογίου. Το αντίθετο. Με βάση αυτά που ήδη γνώριζε για τον εαυτό του καταλάβαινε πως ότι ήταν γραμμένο εκεί μέσα ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Και αυτό ήταν που τον άγχωνε όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο. Την ιδιαιτερότητά του, αυτό που τον έκανε τόσο ξεχωριστό το ήξερε πάντοτε. Ήταν σχεδόν το μοναδικό που θυμόταν, μαζί με μερικά όνειρα. Απλά δε μπορούσε να εξηγήσει μέχρι τώρα το πώς και κυρίως το γιατί του προέκυψε. Κακές επιλογές, δύσκολες στιγμές, πρόσωπα του παρελθόντος είχαν διαγραφεί. Και τώρα όλες αυτές οι μνήμες επέστρεψαν. Τα κομμάτια του παζλ συμπληρώθηκαν. Τα όνειρα επιβεβαιώθηκαν. Και η απορία του ήταν τεράστια. Πως ήταν δυνατόν να ξεχάσει κάτι τόσο μεγάλο; Κάτι τόσο σοβαρό; Φυσικά η εξήγηση τώρα πια του φαινόταν απλή. Το άγχος τον πλημμύρισε. Η αγωνία του εκτοξεύθηκε στα ύψη. Θα είχε τη δύναμη αυτή τη φορά να κάνει τις σωστές επιλογές που θα έφερναν τη χαμένη από καιρό ισορροπία; Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Παράλληλα με τις αποκαλύψεις για το παρελθόν, την ανησυχία για το μέλλον που ερχόταν απειλητικό και που όπως όλα έδειχναν δε θα αργούσε, είχε να αντιμετωπίσει και την Spellbound. Μπροστά στις τόσες ευθύνες άρχισε να νιώθει πως πνίγεται, πως δε του φτάνει ο αέρας. Άνοιξε τα μάτια του, έκλεισε τη βρύση απότομα, άρπαξε μια πετσέτα που κρεμόταν δίπλα, βγήκε από τη ντουζιέρα και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Άφησε τη πετσέτα να πέσει στο πάτωμα, κοίταξε επίμονα το είδωλό του, στηρίχτηκε με δύναμη επάνω στον νιπτήρα και τότε τα μάτια του πυράκτωσαν και τα αντικείμενα τριγύρω, η σαπουνοθήκη, το ποτήρι με τις οδοντόβουρτσες, μπουκάλια που περιείχαν προϊόντα προσωπικής υγιεινής και διάφορα άλλα ανυψώθηκαν στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και εισέβαλε μέσα η Amy.<br /><br />"Σου φωνάζω τόση ώρα, τι έπαθες;"<br /><br />Ήθελε κι άλλα να πει, να του βάλει τις φωνές για πλάκα, όμως το θέαμα του γυμνού Christopher σε συνδυασμό με τα ιπτάμενα αντικείμενα την αποστόμωσαν. Ο Christopher τρόμαξε στιγμιαία. Το βλέμμα του επανήλθε στο φυσιολογικό και τα αντικείμενα έπεσαν στο πάτωμα. Μερικά μάλιστα έσπασαν. Η Amy γεμάτη έκπληξη τον ρώτησε...<br /><br />"Τι συμβαίνει εδώ; Τι έχεις πάθει από χθες; Και ρίξε κάτι επάνω σου..."<br /><br />Ο Christopher παίρνοντας τη πετσέτα από το πάτωμα βγήκε από το μπάνιο και πηγαίνοντας στο δωμάτιό του για να ντυθεί της απάντησε...<br /><br />"Έρχομαι σε δυο λεπτά, βρες μια δικαιολογία και στείλε κάπου τον Dominic. Πρέπει να μιλήσουμε μόνοι μας."<br /><br />Σκούπισε τα μαλλιά του, άνοιξε τη ντουλάπα του, έβγαλε ένα μαύρο παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο και ντύθηκε βιαστικά. Άκουσε τον Dominic να φεύγει από το σπίτι και βγήκε από το υπνοδωμάτιο. Βρήκε την Amy να κάθεται σε μια από τις πολυθρόνες και κάθισε κι αυτός στον καναπέ απέναντί της.<br /><br />"Που τον έστειλες; Δε φαντάζομαι να κατάλαβε κάτι. Δε θέλω να νομίζει πως δεν τον υπολογίζω. Απλά αυτά που θέλω να συζητήσουμε αφορούν κυρίως εμάς τους δύο. Αργότερα θα τον ενημερώσουμε."<br /><br />Η Amy που είχε αρχίσει να υποψιάζεται τι είχε γίνει απάντησε ήρεμα...<br /><br />"Τον έστειλα να μας φέρει πρωινό. Δε νομίζω να κατάλαβε κάτι αφού κοιμόταν μέχρι τώρα. Μόλις ξύπνησε του είπα να μην αργήσει καθώς έχουμε να φύγουμε μετά."<br /><br />Ο Christopher με ύφος σοβαρό και αρκετά αυστηρό μπήκε κατευθείαν στην ουσία.<br /><br />"Περίμενα να αναλάβεις δράση πιο σύντομα. Δε φέρθηκες πολύ υπεύθυνα και ομολογώ πως με εξέπληξε αυτό."<br /><br />Η Amy κατέβασε το κεφάλι και απάντησε χαμηλόφωνα...<br /><br />"Βρήκες το βιβλίο. Τα έμαθες όλα!"<br /><br />"Ναι και δε καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να βρω το ημερολόγιο για να τα μάθω. Δεχθήκαμε τόσες επιθέσεις. Δε νομίζεις πως ήταν όλος αυτός ο πανικός που ζήσαμε ένας καλός λόγος για να μου μιλήσεις; Να μου πεις ποιος είμαι, τι έγινε στο παρελθόν. Αφού τα ήξερες. Γι' αυτό με είχες από κοντά τόσα χρόνια και εσύ και η οικογένειά σου."<br /><br />Η Amy απάντησε ανεβάζοντας την ένταση της φωνής της...<br /><br />"Δεν είναι έτσι. Και εγώ και η οικογένειά μου δε σε είχαμε απλά από κοντά. Σε θεωρούμε μέλος της, δικό μας άνθρωπο. Σε αγαπάμε όσο δε μπορείς να φανταστείς."<br /><br />Σταμάτησε να μιλά ενώ δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Ο Christopher της έπιασε το χέρι ενώ ταυτόχρονα της σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν πλέον στα μάγουλά της με τη παλάμη του αλλού του χεριού.<br /><br />"Δεν αμφέβαλα ποτέ για την ειλικρίνεια της σχέσης μας. Απλά μας έπεσαν πολλά και όπως φαίνεται έρχονται και άλλα. Θα μπορούσα αν γνώριζα την αλήθεια να είμαι πιο προετοιμασμένος, να σε προστατέψω πιο αποτελεσματικά."<br /><br />Την αγκάλιασε σφιχτά, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και καθώς σηκωνόταν όρθιος πρόσθεσε...<br /><br />"Όπου να ναι έρχεται ο Dominic. Ας αλλάξουμε κουβέντα για να συνέλθουμε λίγο. Ας κρατήσουμε για τώρα αυτή τη συζήτηση μεταξύ μας."<br /><br />Τα χαμόγελα επανήλθαν στα πρόσωπά τους, η Amy απλά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά για να δείξει ότι συμφωνεί και ρώτησε κάτι τελευταίο.<br /><br />"Πως νιώθεις που τα έμαθες όλα;"<br /><br />Ο Christopher αφού αναστέναξε της απάντησε...<br /><br />"Έχω σοκαριστεί και έχω αγχωθεί σε τραγικό βαθμό. Στην αρχή ένιωθα ανακουφισμένος μα τώρα το αντίθετο. Νιώθω πλέον τεράστια πίεση και ευθύνη. Είδες που πήγα να διαλύσω το μπάνιο πριν. Αν δε με διέκοπτες ποιος ξέρει τι θα γινόταν εκεί μέσα. Τόσα μυστικά, τόσα γεγονότα, τόσα πρόσωπα, πραγματικά όλες αυτές τις νέες πληροφορίες δε τις χωρά το μυαλό μου. Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ το μέγεθος της αλήθειας."<br /><br />Εκείνη τη στιγμή κτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο Dominic είχε επιστρέψει. Η Amy του άνοιξε και αμέσως κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Πήρε μερικά πιάτα και ποτήρια, τα μοίρασε στους δύο άντρες του σπιτιού, αφού κράτησε και για τον εαυτό της και όλοι μαζί κάθισαν στο τραπέζι της μικρής κουζίνας για να απολαύσουν τον χυμό τους και μερικά γαλλικά κρουασάν που ο Dominic μόλις είχε φέρει.<br /><br />Συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων και σε λίγο σηκώθηκαν, ετοιμάστηκαν, εξοπλίστηκαν με όπλα, στιλέτα και φίλτρα και ξεκίνησαν για το σπίτι που ο Dominic έμενε μαζί με τον νεαρό μάγο Jake μέχρι τη στιγμή που ο Christopher τον έσωσε από τα χέρια των δολοφόνων της Spellbound εκείνη τη βροχερή νύχτα. Είχε περάσει ενάμιση περίπου μήνας που έλεγαν πως θα πάμε εκεί μιας και ο Dominic ήθελε να πάρει κάποια πράγματά του αλλά, μια οι γιορτές των Χριστουγέννων που πλησίαζαν, μια η επίθεση στην Amy και η νοσηλεία της στο νοσοκομείο που ακολούθησε, το είχαν παραμελήσει παραπάνω βέβαια απ' ότι θα έπρεπε.<br /><br />Βγήκαν από τη πολυκατοικία και έψαξαν να βρούνε ένα ταξί. Δεν ήθελαν να χάσουν όλη τους τη μέρα στη μετακίνηση μιας και το σπίτι που ο Dominic διέμενε δεν ήταν ιδιαίτερα κοντά τους. Την ιδέα του να πάρουν το λεωφορείο που ο Christopher λάτρευε να χρησιμοποιεί την εγκατέλειψαν από νωρίς. Το ταξί βρέθηκε γρήγορα. Σε όλη τη διαδρομή δεν αντάλλαξαν λέξη. Ο καθένας ήταν χαμένος στις δικές του σκέψεις. Η Amy βέβαια στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής είχε στα αυτιά της ακουστικά και άκουγε το ίσως πιο αγαπημένο της συγκρότημα, τους Kamelot. Κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι της αν και πολύ θα ήθελε να σιγοτραγουδάει. Τον Christopher και τον Dominic σαφώς και δε τους ντρεπόταν. Έλα όμως που υπήρχε και ο οδηγός του ταξί.<br /><br />Μετά από αρκετή ώρα μιας και η κίνηση στους δρόμους ήταν ιδιαίτερα αυξημένη έφτασαν στη διεύθυνση που ο Dominic είχε πει στον οδηγό. Πλησίασαν στην είσοδο μιας παλιάς αλλά καλοδιατηρημένης πολυκατοικίας. Ανέβηκαν τα πέντε πέτρινα σκαλιά και στάθηκαν μπροστά στη κλειδωμένη εξώπορτα. Ο Dominic έβγαλε ένα κλειδί από τη τσέπη του παντελονιού του, ξεκλείδωσε και σπρώχνοντας προς το εσωτερικό τη ξύλινη πόρτα μπήκε πρώτος μέσα. Μπαίνοντας ο Christopher ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα, μια μικρή ενόχληση στο κεφάλι του. Σα να τον διαπέρασε στιγμιαία ηλεκτρικό ρεύμα. Αμέσως σκέφτηκε το ξόρκι ετοιμότητας που είχε κάνει στον εαυτό του μετά την επίθεση που είχε δεχθεί εκείνο το βράδυ του Δεκεμβρίου στο βιβλιοπωλείο του. Μάλιστα διερωτήθηκε μέσα του αν το ξόρκι αυτό μετά από τόσο καιρό είχε ακόμα ισχύ. Άρπαξε την Amy που προχωρούσε μπροστά του από το χέρι και της είπε ψιθυριστά...<br /><br />"Κάτι δε μου αρέσει, κάτι δε πάει καλά!"<br /><br />Περίμεναν να κατέβει ο θάλαμος του παλιού ανελκυστήρα. Ο Christopher προσπάθησε να μη δείξει την ανησυχία του. Μπήκαν μέσα, έκλεισαν τις εσωτερικές πόρτες και ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο. Σε ένα λεπτό και οι τρεις τους βρίσκονταν στο μικρό διαμέρισμα που αποτελούσε τη προηγούμενη κατοικία του Dominic. Το σπίτι είχε έναν αρκετά μεγάλο ενιαίο χώρο που το χρησιμοποιούσαν για καθιστικό, στην άκρη του οποίου υπήρχε η κουζίνα. Ένας διάδρομος οδηγούσε σε ένα ακόμη δωμάτιο.<br /><br />"Πάω πίσω στη κρεβατοκάμαρα."...τους είπε ο Dominic καθώς περπατούσε στο διάδρομο. Ο Christopher και η Amy περιεργάζονταν με τα μάτια τους το δωμάτιο και μόλις έμειναν μόνοι η Amy ρώτησε...<br /><br />"Τι συμβαίνει;"<br /><br />"Δε ξέρω, κάτι ένιωσα. Μπορεί να ήταν και ιδέα μου."...της απάντησε και κάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα ενώ χάζευε τριγύρω τον αρκετά τακτοποιημένο και λιτό από πλευράς διακόσμησης χώρο. Η Amy πήγε δίπλα σε μια βιβλιοθήκη που ήταν τοποθετημένη στον ανατολικό τοίχο και έβλεπε τα βιβλία. Τα περισσότερα ήταν μυθιστορήματα και κυρίως αστυνομικά. Όταν το βλέμμα της έφτασε στο κάτω ράφι είδε πολλά παλιά και φθαρμένα βιβλία. Έσκυψε και τράβηξε ένα και μέσα βρήκε ακριβώς αυτό που περίμενε. Αμέτρητα ξόρκια. Την ίδια στιγμή ο Christopher παρατηρούσε τα υπερβολικά λίγα αντικείμενα που υπήρχαν πάνω σε ένα γραφείο. Στην άκρη του στεκόταν μια κορνίζα με μια φωτογραφία του Dominic στην οποία δεν ήταν μόνος του αλλά μαζί με έναν φίλο του. Κοίταξε προσεχτικά τη φωτογραφία και ξαφνικά πετάχτηκε από τη θέση του. Με γρήγορα βήματα πήγε στο γραφείο, πήρε τη κορνίζα στα χέρια του, κοίταξε προσεκτικά την εικόνα, την άφησε πάλι πάνω στο γραφείο και κατευθύνθηκε προς το διάδρομο. Η Amy βλέποντάς τον τοποθέτησε βιαστικά και πρόχειρα το βιβλίο που κρατούσε πίσω στο ράφι και τον ακολούθησε στη κρεβατοκάμαρα.<br /><br />Ο Christopher έσπρωξε με το χέρι του τη πόρτα που ο Dominic είχε κλείσει μπαίνοντας και τον είδε να κρατά μια κόκκινη μάλλινη μπλούζα. Μπήκε στο δωμάτιο και σε δύο δευτερόλεπτα ήρθε και η Amy.<br /><br />"Μια από τις πιο αγαπημένες μου μπλούζες και μιας και είναι καθαρή τώρα θα τη φορέσω κιόλας."...είπε με ενθουσιασμό ο Dominic. Ο Christopher δεν απάντησε, απλά παρατηρούσε. Η ανησυχία του εντάθηκε καθώς άρχισε να καταλαβαίνει το τι συμβαίνει. Είναι δυνατόν να νιώθει κάποιος τόσο ευδιάθετος τη στιγμή που επισκέπτεται το σπίτι του δολοφονημένου του φίλου; Έκανε νόημα στην Amy να μη μιλήσει και συνέχισε να βλέπει τον Dominic που πλέον είχε βγάλει το σακάκι του και εκείνη τη στιγμή έβγαζε και τη μονόχρωμη μαύρη μπλούζα του. Δε φορούσε φακελάκι ή οτιδήποτε άλλο από κάτω. Το βλέμμα του Christopher καρφώθηκε στον αριστερό βραχίονα του Dominic. Έπιασε με το χέρι του το μέτωπό του. Έκλεισε τα μάτια του γεμάτος έκπληξη και απογοήτευση. Τέτοια εξέλιξη δε τη περίμενε. Το μυαλό του ταξίδεψε πίσω, για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα. Προς στιγμήν χάθηκε, ήταν ουσιαστικά απών. Άνοιξε τα μάτια του και βρισκόταν στο βιβλιοπωλείο του. Ήταν σκοτάδι. Αμέσως κατάλαβε πως ξαναζούσε τη βραδιά της επίθεσης εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη στο αγαπημένο του Oblivion. Όμως ξαναζούσε τα γεγονότα από άλλη σκοπιά. Σα τρίτο πρόσωπο, σαν ένας παρατηρητής έβλεπε από απόσταση τον εαυτό του να αντιμετωπίζει τον άγνωστο άντρα. Δεν είδε πολλές λεπτομέρειες, μόνο αυτή που τον αφορούσε περισσότερο. Ο Christopher εκείνη τη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι που ο ίδιος με τα ξόρκια του είχε δημιουργήσει, κατάφερε ένα αρκετά βαθύ κόψιμο με το στιλέτο του στον βραχίονα του επίδοξου δολοφόνου του, λίγο πριν αυτός το βάλει στα πόδια και χαθεί στους γύρω δρόμους. Δεν είχε συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αφού τα είχε δει αμυδρά. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά.<br /><br />Άνοιξε τα μάτια του και αυτή τη φορά βρισκόταν στο δωμάτιο με την Amy και τον Dominic. Ο τελευταίος δεν είχε προλάβει ακόμη να βάλει τη κόκκινη μπλούζα. Είχε απλά ανοιγοκλείσει τα μάτια του και ας ένιωσε πως έλειπε για κάποια λεπτά. Ο εκνευρισμός του δε μπορούσε πια να κρυφτεί. Αμέσως μπήκε στο θέμα. Χρόνος για χάσιμο δεν υπήρχε οπότε ρώτησε...<br /><br />"Αυτό το κόψιμο, που δείχνει πρόσφατο, ψηλά στο χέρι σου πως το έπαθες;"<br /><br />Ο Dominic φόρεσε τη μπλούζα και χαμογελώντας είπε...<br /><br />"Κάπου κόπηκα, ούτε που θυμάμαι."<br /><br />Ο Christopher ήταν έτοιμος να εκραγεί. Τα μάτια του πήραν το χρώμα της φωτιάς. Η Amy δε μπορούσε να καταλάβει αν ήταν έτοιμος να κάνει κάποιο ξόρκι ή αν απλά ήταν εκνευρισμένος. Δε μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του αφεντικού της από τη στιγμή που έφτασαν στη πολυκατοικία.<br /><br />"Τι συμβαίνει; Θα μου πει κάποιος από τους δύο σας τι παίζεται από την ώρα που ήρθαμε εδώ;"<br /><br />"Είναι απλό. Ο Dominic είπε ότι δε θυμάται πως κόπηκε όμως εγώ θυμάμαι πολύ καλά. Βλέπεις εγώ του το έκανα πριν από περίπου δύο μήνες στο βιβλιοπωλείο όταν δέχθηκα τους πυροβολισμούς."<br /><br />Η Amy έκλεισε το στόμα της με τα δύο της χέρια. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και με κόπο ψέλλισε...<br /><br />"Μου λες πως ο Dominic ήταν αυτός που σου επιτέθηκε; Πες μου πως με κοροϊδεύεις. Πες μου πως μου κάνετε πλάκα."<br /><br />"Δε σου κάνω πλάκα. Ξέρεις ότι τέτοιου είδους χιούμορ δε μου αρέσει. Άρχισα να βλέπω την αλήθεια πριν από λίγο, όταν είδα πως η φωτογραφία έξω στο γραφείο δεν έδειχνε κάποιον από τους δύο νεαρούς μάγους που βρήκα σφαγμένους στο εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα, κάποιον από τους υποτιθέμενους φίλους. Αντίθετα το πρόσωπο στη φωτογραφία ήταν ίδιο με τον έναν από τους δύο άντρες που κόντεψα να σκοτώσω εκείνο το βράδυ. Στη φωτογραφία έξω είναι το πρόσωπο ενός μέλους της Spellbound. Amy πάρε τα πράγματά σου να φύγουμε."...κατέληξε απότομα ο Christopher, η Amy όμως δεν υπήρχε πιθανότητα εκείνη τη στιγμή να τον ακούσει.<br /><br />"Δε πάω πουθενά!"...είπε ενώ σκούπιζε τα μάτια της. Πλησίασε τον Dominic, τον έσπρωξε προς τα πίσω, τον χαστούκισε φανερά θυμωμένη και συνέχισε μιλώντας οργισμένα αλλά και ταυτόχρονα έτοιμη να βάλει τα κλάματα, ξανά...<br /><br />"Δε θα πεις τίποτε; Δε θα τα αρνηθείς όλα αυτά;"<br /><br />Ο Dominic χωρίς δισταγμό απλά άρπαξε το περίστροφο που ο Christopher του είχε δώσει και που, για να αλλάξει μπλούζα, το είχε τοποθετήσει σε ένα κομοδίνο δίπλα του. Το σήκωσε και σημάδεψε τον μάγο. Στο πρόσωπό του υπήρχαν ανάμεικτα συναισθήματα. Θα περίμενε να δει κανείς έστω ένα ειρωνικό χαμόγελο, κάτι που να έδειχνε κακία αλλά το μόνο που οι δύο μάγοι παρατήρησαν ήταν δυσφορία. Η Amy απομακρύνθηκε και τα δάκρυα τελικά άρχισαν και πάλι να κυλάνε στα μάγουλά της.<br /><br />"Ήταν λάθος να έρθουμε όλοι μαζί εδώ. Χαλάρωσα υπερβολικά το τελευταίο μήνα. Βέβαια ίσως υποσυνείδητα να ήθελα να γίνει αυτό γιατί νιώθω τόσο μπερδεμένος μέσα μου. Από την αρχή κατάλαβα πως η αποστολή αυτή θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Θα δοκιμάζονταν τα όριά μου. Ναι, τους δύο μάγους ούτε που τους ήξερα. Εγώ ήμουν εκεί μαζί με τους άλλους. Το να τους βγάλουμε από τη μέση με τους δύο άντρες που κόντεψες να σκοτώσεις λίγο πιο μετά ήταν ο τρόπος μας για να σε πλησιάσουμε. Δε τους σκότωσα εγώ αν σε ενδιαφέρει ή σε παρηγορεί. Εμένα με ενδιέφερε να κερδίσω την εμπιστοσύνη σου. Για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει ακόμη το αφεντικό μου ήθελε πριν προσπαθήσει το οτιδήποτε με σένα να μάθει πρώτα όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορεί. Και το σίγουρο είναι πως με αυτά που έχει μάθει μέχρι τώρα έχει θορυβηθεί ιδιαίτερα. Κάτι τον τρομάζει."<br /><br />Η Amy και ο Christopher απλά άκουγαν. Ήταν τόσο ξαφνική αυτή η εξέλιξη. Δε μπορούσε να συλλάβει ακόμη το νου τους πως ο άνθρωπος που έβαλαν στο σπίτι τους ήταν μέλος της Spellbound. Ο Christopher εκμεταλλευόμενος τη παύση του Dominic πήρε τον λόγο.<br /><br />"Ένα δε μπορώ να καταλάβω. Αν τόσο καιρό ψάχνεις ευκαιρία να μας σκοτώσεις ή απλά αν συλλέγεις πληροφορίες για λογαριασμό του εργοδότη σου, την Amy γιατί την έσωσες; Αφού όλα ήταν ένα θέατρο για σένα προς τι το ενδιαφέρον; Προς τι το μαχαίρωμα του συνεργάτη σου; Φαντάζομαι θα τον αναγνώρισες από την οργάνωση."<br /><br />"Πάψε!...φώναξε ο Dominic που δεν είχε απομακρύνει δευτερόλεπτο το τεταμένο προς την κατεύθυνση του Christopher όπλο του...<br /><br />"Δεν υπολόγιζα στη παρουσία της Amy. Δε λογάριαζα τα αισθήματά μου. Αν θέλεις δεν ήξερα αν μπορώ να αισθανθώ κάτι και κυρίως δε περίμενα να βρω τέτοια χαρακτηριστικά σε δύο μάγους, ακόμη και ερωτεύσιμα. Και για να απαντήσω στην ερώτησή σου δεν θα άφηνα κανέναν να βλάψει την Amy οποίος κι αν ήταν αυτός."<br /><br />"Και τώρα; Θα μας αφήσεις δηλαδή να φύγουμε; Έτσι απλά; Θα κάνουμε πως δεν έγινε τίποτε; Προσπάθησες να με σκοτώσεις ή κάνω λάθος;...ρώτησε ο Christopher.<br /><br />"Μη με διακόπτεις! Σκοπός μου ήταν να σε τραυματίσω τουλάχιστον. Να διαπιστώσω το μέγεθος των δυνατοτήτων σου. Άσε με όμως να πω αυτά που θέλω..."<br /><br />Έκανε μια μικρή παύση και ξεκίνησε...<br /><br />"Πριν δύο χρόνια έχασα τους γονείς μου."<br /><br />"Λυπάμαι..."...ακούστηκε από τη μεριά του Christopher...<br /><br />"Μη με διακόπτεις! Δε θα στο ξαναπώ!"...επανέλαβε ο Dominic, με φωνή που βγήκε όμως με σχετική δυσκολία και πρόσθεσε...<br /><br />"Δε τους έχασα απλά. Δεν έφυγαν μαζί εξαιτίας κάποιου ατυχήματος. Δολοφονήθηκαν. Ένας μάγος τους περίμενε στο σπίτι να επιστρέψουν από τον κινηματογράφο που είχαν πάει εκείνο το βράδυ του Ιανουαρίου. Μόλις είχε αλλάξει ο χρόνος και είχε μπει το 2010 όταν πέθαναν τόσο βίαια. Για να μην αναρωτιέστε πως έγινε, δε θα σας κρατήσω σε αγωνία περισσότερο. Ο μάγος τους έπνιξε με ένα ξόρκι. Τους έκοψε την ανάσα. Δε μίλησε καθόλου. Απλά τους πήρε τη ζωή. Χωρίς λόγο, χωρίς να έχουν τη παραμικρή σχέση με τη μαγεία. Και ναι, τα ξέρω όλα αυτά γιατί ήμουν παρών. Είχα συνοδέψει τους δικούς μου στον κινηματογράφο. Μας περίμενε καθισμένος στη πολυθρόνα του σαλονιού μέσα στο σκοτάδι. Μουρμούρισε μερικές λέξεις για να με κρατήσει ακίνητο. Τους είδα να πνίγονται, να σωριάζονται στο έδαφος μπροστά μου, νεκροί. Με κοίταξε στα μάτια και με πέταξε με δύναμη στον απέναντι τοίχο με ένα του νεύμα. Τα φλογισμένα του μάτια μέσα στο ημίφως δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Όταν συνήλθα είχαν περάσει δύο ώρες. Είχα μείνει καθισμένος στο πάτωμα κι εγώ δε ξέρω πόσο. Το μόνο που ήθελα ήταν να τους κρατάω τα χέρια. Δεν ήθελα να τους αφήσω. Τις επόμενες μέρες με πλησίασαν δύο άντρες της Spellbound. Μου μίλησαν για τους μάγους, τη μαγεία γενικότερα. Τους μίσησα τους μάγους. Εξακολουθώ να τους μισώ. Όλους! Οπότε δέχθηκα αμέσως."<br /><br />"Δεν είναι όλοι οι μάγοι ίδιοι. Δεν είμαι εγώ σα τον μάγο που περιέγραψες. Ούτε φυσικά η Amy."...είπε ο Christopher αλλά μάλλον ο Dominic την απάντηση την είχε έτοιμη...<br /><br />"Δε νομίζω πως απέχεις και πολύ! Σε είδα σε δράση και δε σου είναι δύσκολο να σκοτώσεις!"<br /><br />Ο Christopher δυσανασχέτησε αμέσως...<br /><br />"Είναι δυνατόν να με κατηγορείς που προσπάθησα να σου σώσω τη ζωή; Γιατί εγώ αυτό νόμιζα πως έκανα. Δεν υποψιαζόμουν πως όλα ήταν μία παράσταση."<br /><br />Τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά. Ο Christopher κοίταζε επίμονα τον Dominic και το όπλο. Οι ίριδες των ματιών του είχαν το χρώμα του χρυσού. Η Amy, που είχε μείνει στη κυριολεξία άφωνη, έκανε ακριβώς το ίδιο. Ο Dominic τους κοίταξε και τους δύο και με λυπημένο ύφος τους είπε...<br /><br />"Μάταια προσπαθείτε. Η μαγεία σας δε πιάνει πάνω μου. Τουλάχιστον όχι τις τελευταίες τριάντα μέρες. Όχι από τότε που μπήκα κρυφά στο απαγορευμένο δωμάτιο και βρήκα ένα φίλτρο προστασίας."<br /><br />"Το ξέρω. Προσπαθώ εδώ και ώρα να σου πάρω το όπλο. Κατάλαβα πως κάτι έκανες. Και τώρα τι θα γίνει; Πόση ώρα θα μείνουμε εδώ; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι επικίνδυνα και πίστεψέ με, την οργή μου δε θες να τη νιώσεις. Είναι αρκετό που την είδες στο παρελθόν."<br /><br />"Αφού τα μαγικά σου είναι άχρηστα πια. Ξόρκια και φίλτρα δε πιάνουν!"<br /><br />"Νομίζεις πως μόνο με τη μαγεία μπορώ να επιτεθώ ή να αμυνθώ; Υπάρχουν τόσοι άλλοι τρόποι για να το κάνω. Και δε καταλαβαίνω τόση ώρα, προς τι οι εξηγήσεις; Απολογείσαι; Τα μετάνιωσες όλα αυτά; Κι αν ναι, γιατί δε επιχείρησες να μας γλιτώσεις από όλο αυτό; Δεν έκανες μια προσπάθεια να μου μιλήσεις πρώτος, να μου εξηγήσεις; Γιατί εξακολουθείς να μας σημαδεύεις με το περίστροφο που εγώ σου έδωσα; Και ξέρεις πια είναι η ειρωνεία Amy; Το περίστροφο που βλέπεις, αυτό που του έδωσα για προφύλαξη, είναι το όπλο που ο νυχτερινός επισκέπτης έχασε μέσα στο σκοτάδι το βράδυ της πρώτης επίθεσης. Του έδωσα πίσω το όπλο του. Θα εκραγεί το κεφάλι μου από τα νεύρα και τη βλακεία μου. Έπρεπε να είμαι πιο επιφυλακτικός. Πάντα ήμουν δύσπιστος, τώρα πώς ξεγελάστηκα έτσι δε μπορώ να το χωνέψω με τίποτε."<br /><br />Η Amy πλησίασε το αφεντικό της και πιάνοντάς τον από τον αριστερό ώμο του είπε...<br /><br />"Σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο, πάμε να φύγουμε."...<br /><br />Ο Christopher όμως δεν έδειχνε να την ακούει. Με τρία γρήγορα βήματα έφτασε μπροστά στον Dominic. Σήκωσε απότομα και με δύναμη το αριστερό του χέρι διώχνοντας προς τα πάνω το δεξί χέρι του ξαφνιασμένου νέου με το οποίο κρατούσε το όπλο. Το περίστροφο γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε στο πάτωμα. Ο Christopher πριν προλάβει ο Dominic να αντιδράσει έσφιξε τη γροθιά του δεξιού του αυτή τη φορά χεριού και τον κτύπησε οργισμένα στο πρόσωπο.<br /><br />"Αυτό επειδή προσπάθησες να με σκοτώσεις!"<br /><br />Ο Dominic ζαλίστηκε ελαφρώς. Αμέσως δέχθηκε και δεύτερο κτύπημα, πάλι στο πρόσωπο, που τον έριξε κάτω.<br /><br />"Αυτό επειδή άφησες την Amy να πληγωθεί, ενώ το γνώριζες πως αργά ή γρήγορα θα γινόταν."<br /><br />Ο Dominic ήταν πεσμένος στα γόνατά του. Είχε τα μάτια του κλειστά και έπιανε το κεφάλι του αφού τα κτυπήματα που του κατάφερε ο Christopher ήταν πολύ δυνατά. Η Amy όρμησε και συγκράτησε το αφεντικό της αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά και παρακαλώντας τον να σταματήσει, ενώ έκλαιγε πια με λυγμούς. Ο Dominic άνοιξε τα μάτια του και είδε πως το όπλο ήταν πεταμένο μπροστά του. Το έπιασε, αμέσως σηκώθηκε όρθιος και το έστρεψε και πάλι προς τον Christopher λέγοντας...<br /><br />"Αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις!"<br /><br />Ο μάγος κάνοντας έναν μορφασμό απάντησε...<br /><br />"Το όπλο τελικά θα το χρησιμοποιήσεις ή απλά θα το κρατάς; Ξέρεις τις απειλές τις βαριέμαι."<br /><br />Έδιωξε λίγο άτσαλα την Amy μακριά του, έπιασε το φυλαχτό που κρεμόταν στο λαιμό του, τα μάτια του άστραψαν και είπε με αυστηρό τόνο στη φωνή του...<br /><br />"Ήρθε η ώρα να βάλουμε ένα τέλος σε όλο αυτό!"<br /><br />"Άσε τις βλακείες!"...του φώναξε η Amy, ενώ ο Dominic συμπλήρωνε..."Αφού τα ξόρκια σου δεν έχουν επίδραση επάνω μου, για ποιο λόγο παιδεύεσαι άσκοπα;"<br /><br />"Μπορεί η μαγεία μου να μην έχει πάνω σου καμία επίδραση αλλά δεν ισχύει αυτό για τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρίσκονται στο δωμάτιο, ούτε και για το όπλο σου."<br /><br />Εστίασε το φλεγόμενο βλέμμα του στη σκανδάλη του όπλου, έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε ...<br /><br />"Μετακίνηση!"<br /><br />Στη στιγμή η σκανδάλη μετακινήθηκε προς τα πίσω και το όπλο εκπυρσοκρότησε. Η σφαίρα βρήκε τον Christopher στο στήθος, ακριβώς στο ύψος της καρδιάς. Σωριάστηκε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο στο πάτωμα. Το αίμα έκανε την εμφάνισή του, άφθονο. Ο Dominic τα έχασε και άφησε το όπλο να πέσει κάτω, φωνάζοντας...<br /><br />"Μα γιατί το έκανε αυτό; Δε πάτησα εγώ τη σκανδάλη! Δεν είχα σκοπό να πυροβολήσω. Το κρατούσα πιο πολύ από φόβο!"<br /><br />Η Amy τράβηξε ένα συρτάρι και πήρε από μέσα τη πρώτη πετσέτα που έπιασε το χέρι της. Γονάτισε δίπλα στον Christopher και του πίεζε το τραύμα με τη πετσέτα ρίχνοντας σχεδόν όλο το βάρος της πάνω στο σώμα του. Κάθε τόσο φώναζε...<br /><br />"Όχι, όχι, όχι...πόσο απερίσκεπτος μπορεί να είσαι; Μείνει μαζί μου σε παρακαλώ."<br /><br />Τα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν αν και σε μικρότερη ποσότητα. Πάνω απ' όλα όμως ήταν ανυπόμονη, σα να περίμενε κάτι. Ο Dominic εμφανώς τρομοκρατημένος τους πλησίασε, έσκυψε και δοκίμασε να πιάσει τον σφυγμό στην καρωτίδα του μάγου. Τίποτε όμως δε κατάφερε να αισθανθεί.<br /><br />"Είναι αργά. Δεν είναι ζωντανός, πάμε να φύγουμε."...ήταν οι λιγοστές λέξεις που ξεστόμισε με κόπο.<br /><br />Η Amy σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε θλιμμένα αλλά και γεμάτη απογοήτευση και θυμό.<br /><br />"Τι σε κάνει να νομίζεις πως θα φύγω από εδώ, πόσο μάλλον μαζί σου. Φύγε! Εξαφανίσου! Δε θέλεις να είσαι εδώ, πίστεψέ με."<br /><br />Ο Dominic κατάλαβε πως δε τον έπαιρνε να πει κάτι άλλο. Δεν έκανε τον κόπο να καλέσει κάποιο ασθενοφόρο. Θεώρησε πως θα μεριμνούσε η Amy γι' αυτό. Φοβήθηκε και το γεγονός ότι όλο και κάποιος από τους γείτονες μπορεί να άκουσε τον πυροβολισμό και να κάλεσε την αστυνομία. Πήρε λοιπόν το μπουφάν του, το όπλο του και άφησε το δωμάτιο και γενικότερα το διαμέρισμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Βγήκε από τη πολυκατοικία, χάθηκε μέσα στο πλήθος και ούτε μια φορά δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Και ας ήταν η αγάπη του για την Amy μεγάλη και αληθινή. Εκείνη την ώρα ο φόβος του ήταν ακόμη μεγαλύτερος.<br /><br />Πάνω στο διαμέρισμα η Amy είχε αφήσει τη κόκκινη από το αίμα πετσέτα παραδίπλα της. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του Christopher στα πόδια της και του χάιδευε τα μαλλιά. Τηλεφώνημα για ασθενοφόρο δεν έγινε ποτέ. Τότε είδε πως το αίμα είχε σταματήσει να ρέει. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ακούστηκε ένα περίεργο βουητό και το δωμάτιο άρχισε να τρέμει. Ήξερε όμως πως αυτό που γινόταν δεν ήταν σεισμός. Αμέσως πρόσεξε πως η μικρή λίμνη αίματος που είχε δημιουργηθεί στο πάτωμα γύρω τους άρχισε να μικραίνει. Να συρρικνώνεται. Ένας κρότος ακούστηκε από τον τοίχο στα δεξιά της. Σα να σπάει κάτι. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε πως το γυάλινο κάλυμμα του ρολογιού που κρεμόταν στον τοίχο αυτό είχε γίνει θρύψαλα. Το βλέμμα της όμως καρφώθηκε στον μικρό δείκτη που μετρά τα δευτερόλεπτα. Ήταν ακίνητος, όχι όμως για πολύ. Ξεκίνησε να κινείται αλλά διαφορετικά απ' ότι περίμενε. Γύριζε ανάποδα. Μετρούσε αντίστροφα. Κοίταξε τον Christopher. Το αίμα είχε εξαφανιστεί από το πάτωμα αλλά και από τα ρούχα του αγαπημένου της φίλου. Το δωμάτιο έτρεμε πλέον ακόμη πιο έντονα. Ήταν φανερό. Ο χρόνος όχι απλά είχε σταματήσει αλλά γύριζε πίσω. Όχι για όλους. Μόνο για τον Christopher. Άφησε μαλακά το κεφάλι του κάτω και σηκώθηκε. Στάθηκε όρθια ανάμεσα στα κουφώματα της πόρτας στην είσοδο του δωματίου. Κάποια μικροαντικείμενα από τα γύρω ράφια άρχισαν να πέφτουν. Κρατήθηκε από το πόμολο της πόρτας. Και ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Ούτε θόρυβοι, ούτε δονήσεις πια. Έριξε το βλέμμα της στον Christopher. Πήγε δίπλα του και έσκυψε πως το πρόσωπό του. Αμέσως αυτό που περίμενε συνέβη μπροστά της. Ο Christopher άνοιξε το στόμα του και πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ ταυτόχρονα άνοιγε απότομα τα μάτια του. Του έδωσε το χέρι της και τον βοήθησε να σηκωθεί.<br /><br />"Καλωσόρισες πίσω! Δεν άργησες και πολύ. Νιώθεις καλά; Με κατατρόμαξες."<br /><br />"Περίμενε με τις ερωτήσεις σου. Είμαι ζαλισμένος και έχω κι έναν τρομερό πονοκέφαλο. Καλά αισθάνομαι κατά τα άλλα. Δε πήγα κάπου, δεν είδα κάτι αν με ρωτάς αυτό. Ένιωσα πως κοιμήθηκα. Με μία μόνο διαφορά. Αυτά που διάβασα στο ημερολόγιο δε τα ξέρω πλέον μόνο επειδή τα είδα εκεί. Τα θυμάμαι όλα. Η μνήμη μου επανήλθε πλήρως."<br /><br />"Να και κάτι καλό που έγινε! Χαίρομαι!"...είπε η Amy και του σήκωσε τη μπλούζα. Είχε σκάσει από περιέργεια τόση ώρα. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος από το τραύμα. Σα να μη τον είχε βρει ποτέ η σφαίρα.<br /><br />"Ήταν ανάγκη να κανείς αυτή τη χαζομάρα; Δε σου έφτανε το σοκ που πήραμε; Ο Dominic μέλος της Spellbound. Μου φαίνεται απίστευτο. Η καρδιά μου έσπασε σήμερα."...πρόσθεσε η Amy την ώρα που χωνόταν στην αγκαλιά του Christopher.<br /><br />Ο μάγος της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και της είπε...<br /><br />"Αυτό σκέφτηκα για να εκτονώσω την ένταση. Λίγο παρατραβηγμένο είναι η αλήθεια. Καιγόμουν όμως για μια δοκιμή. Σκέφτηκες πως θα βρίσκαμε καλύτερη ευκαιρία; Όσο για τον Dominic, αν σε παρηγορεί, είμαι σίγουρος πως σ' αγαπάει, αλλιώς θα μας είχε σκοτώσει στο πρώτο λεπτό."<br /><br />"Ας μη μιλάμε άλλο γι' αυτόν."...του είπε κοφτά.<br /><br />"Καλά μην θυμώνεις τόσο. Δε λέω πως τον δικαιολογώ αλλά δε μπορείς να πεις ότι και οι μάγοι δεν έβαλαν το χεράκι τους στο μίσος που νιώθει για μας. Αν φυσικά έγιναν τα πράγματα όπως μας τα περιέγραψε, που δε πιστεύω το αντίθετο. Είναι σε τραγικό βαθμό μπερδεμένος. Σίγουρα θα έχουμε νέα του κυρίου Dominic Levy και μάλιστα σύντομα."<br /><br />"Πάντως τρομοκρατήθηκε. Του είπα να φύγει και το έκανε αμέσως. Ούτε που το ξανασκέφτηκε, απλά εξαφανίστηκε στο λεπτό. Άσε που δεν ήθελα να δει τι θα γινόταν παρακάτω. Δε ξέρω τι θα πάει να πει στα αφεντικά του αλλά νομίζω πως μας συμφέρει να ξέρουν πως πέθανες."<br /><br />"Ε μα δε πέθανα ακριβώς. Δε μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο."...αποκρίθηκε γελώντας..."Αυτό που έγινε το γνώριζα 29 χρόνια. Όπως και εσύ μεγάλωσες ξέροντάς το. Τώρα ωστόσο είμαστε απόλυτα σίγουροι και οι δύο. Αθάνατος. Κολλημένος στα 30 εδώ και 29 χρόνια, από εκείνη τη δύσκολη νύχτα που αρχικά χθες το ημερολόγιο μου τη θύμισε και που πολύ θα ήθελα να ξεχάσω."<br /><br />Η Amy που ήταν ακόμη χωμένη στην αγκαλιά του, πρόσθεσε κάτι τελευταίο...<br /><br />"Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγουμε επιτέλους από αυτό το ηλίθιο διαμέρισμα. Μη ξεχνάς ότι τα μέλη της Spellbound ίσως ακόμη να μένουν εδώ και μπορεί να εμφανιστούν από στιγμή σε στιγμή."<br /><br />Δε καθυστέρησαν άλλο, ούτε συζήτησαν περισσότερο. Τράβηξαν τη πόρτα του διαμερίσματος πίσω τους και έφυγαν από το πολυόροφο κτίριο κατεβαίνοντας βιαστικά από τις σκάλες. Αστυνομία φυσικά δεν είχε έρθει. Γείτονας δεν υπήρχε που να άκουσε το οτιδήποτε αφού ο όροφος έτυχε να είναι έρημος. Έξω και ενώ είχε μεσημεριάσει αρκετά, ο ήλιος είχε κρυφτεί και έβρεχε μάλιστα για τα καλά. Ομπρέλα δε διέθετε κανένας από τους δύο, αλλά αυτή τη φορά και παρά το γεγονός πως η βροχή δεν τους άρεσε, τις σταγόνες που έπεφταν στο πρόσωπό τους τις έβρισκαν αναζωογονητικές.<br /><br />Και το ρολόι στον τοίχο πίσω στο διαμέρισμα είχε αρχίσει και πάλι να προχωράει μπροστά. Το τζαμί του ήταν εκεί, στη θέση του, χωρίς το παραμικρό ράγισμα. Τίποτε δε μαρτυρούσε το παιχνίδι με το χρόνο. Και αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο, αφού έτσι είναι η μαγεία που στη προκειμένη περίπτωση έφερε τον Christopher πίσω στη ζωή.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com38tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-13837461469890879662012-06-15T21:50:00.006+03:002012-07-11T23:32:56.201+03:009. Σε Αναζήτηση Της Μαύρης Μαγείας<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg5XoslwNfjtdatEqwDUHBlT5s2qP-4RgksnZvXd2QFa7i01hn8W0NZqBciWRDVa1AQ0lcTNUoDoay6OFztUyDMDDMKpGSddvGbrR4kQ390zvkgz2y3pyMMT7v4hRrOLE24ju7s2CtV7s4/s1600/9..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 266px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg5XoslwNfjtdatEqwDUHBlT5s2qP-4RgksnZvXd2QFa7i01hn8W0NZqBciWRDVa1AQ0lcTNUoDoay6OFztUyDMDDMKpGSddvGbrR4kQ390zvkgz2y3pyMMT7v4hRrOLE24ju7s2CtV7s4/s400/9..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5754342502344043154" border="0" /></a><span style="font-weight:bold;">Παρίσι, Νοέμβριος 1982</span><br /><br />Ο 64χρονος ιερέας μιας μικρής καθολικής εκκλησίας στα αραιοκατοικημένα προάστια του Παρισιού μόλις είδε πως η ώρα πέρασε και ο ήλιος χάθηκε πια στον ορίζοντα βγήκε από το γραφείο του, κλείδωσε τις τρεις πόρτες του ναού και στη συνέχεια αποσύρθηκε στον προσωπικό του χώρο. Πήρε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, βυθίστηκε σε μια φαρδιά πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα σε ένα μικρό παράθυρο και ξεκίνησε τη μελέτη. Εδώ και χρόνια τα βράδια του τα περνούσε με διάβασμα και περισυλλογή. Είχε περάσει περίπου ένα δεκαπεντάλεπτο όταν άκουσε μια κραυγή από έξω. "Κανένα κοράκι θα είναι."...σκέφτηκε και δεν έκανε λάθος. Δε πρόλαβε να επιστρέψει στο βιβλίο του και μια δεύτερη κραυγή ακούστηκε. Και αμέσως μια τρίτη και τέταρτη και πέμπτη και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα αναγκάστηκε να κλείσει τα αυτιά του αφού οι κραυγές κάλυπταν η μια την άλλη. Πετάχτηκε από τη πολυθρόνα του ρίχνοντας το βιβλίο στο πάτωμα, κατατρομαγμένος από τους ήχους αυτής της μακάβριας χορωδίας. Και ξαφνικά οι κραυγές σταμάτησαν. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Σχεδόν κρατώντας την αναπνοή του μετακινήθηκε στο παράθυρο και έσκυψε για να κοιτάξει έξω. Τα φώτα της πόλης ήταν αρκετά για να δει πως δεκάδες κοράκια ήταν καθισμένα στα κλαδιά των δέντρων, στα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος, στις στέγες των λίγων σπιτιών της περιοχής, παντού. Ανατρίχιασε. Όταν άκουσε ένα κτύπημα που προερχόταν από τη κεντρική είσοδο του ναού πάγωσε το αίμα του. Βγήκε δειλά από το δωμάτιο και διαπίστωσε πως η εξώπορτα ήταν ακόμη κλειδωμένη. Ανακουφίστηκε προς στιγμήν. Προχώρησε αργά στο ημίφως ανάμεσα στις ξύλινες θέσεις που προορίζονται για τους πιστούς. Τότε κάτι έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα. Σα να φύσηξε δυνατός αέρας, μόνο που δεν ήταν ο άνεμος. Στάθηκε εκεί και σκέφτηκε πως κάτι άλλο συμβαίνει. Κάτι που δεν άργησε να καταλάβει. Τα τόσα κοράκια, τα ανεξήγητα κτυπήματα στη πόρτα μόνο ένα πράγμα μπορεί να σήμαιναν. Μαγεία. Αμέσως τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια επίσκεψη αλλά είναι διαφορετικό να σου έχουν πει τι να περιμένεις από το να έρχεται η στιγμή που θα το ζήσεις πραγματικά.<br /><br />"Άνοιξε τώρα."...ακούστηκε μια ανδρική φωνή να φωνάζει από έξω. Τα δύο φύλλα της πόρτας μετακινήθηκαν απότομα προς τα μέσα σπάζοντας τη κλειδαριά που τα κρατούσε ασφαλισμένα. Ο ιερέας έκανε τρία βήματα προς τα πίσω. Του πέρασε από το νου να τρέξει αλλά θα ήταν μάταιο. Κάρφωσε το βλέμμα του στην ορθάνοιχτη πια πόρτα. Περίμενε να δει μια ανδρική φιγούρα να εισέρχεται στο ναό αλλά αντίθετα δύο κοράκια πέταξαν μέσα. Όρμησαν επάνω του με μανία βγάζοντας τη μία κραυγή μετά την άλλη. Το ένα του κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα με το ράμφος του στο μέτωπο. Το δεύτερο έχωσε τα γαμψά του νύχια στο δεξί του μάγουλο. Τον έριξαν κάτω. Το πρόσωπό του γέμισε αίμα. Ζαλίστηκε αλλά δεν έχασε τις αισθήσεις του, όχι τουλάχιστον ακόμη. Κοίταξε ψηλά και είδε πως τα κοράκια κάθισαν στο περβάζι ενός παραθύρου και παρατηρούσαν. Αμέσως έστρεψε τα μάτια του και πάλι στην κεντρική εξώπορτα. Ο άντρας στεκόταν εκεί. Η μορφή του ήταν επιβλητική. Προχώρησε στο εσωτερικό της εκκλησίας. Δε μπορούσε να κρύψει το ειρωνικό του χαμόγελο όσο και αν το προσπαθούσε. Σήμερα θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Πλησίασε τον πλημμυρισμένο στο αίμα ιερέα. Ο Πατέρας Patrick, όπως τον έλεγαν από τότε που εντάχθηκε στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας, αποφάσισε να σπάσει την εκνευριστική σιωπή που επικρατούσε. Ένωσε το βλέμμα του με αυτό του μάγου και χωρίς ίχνος φόβου του είπε...<br /><br />"Άδικα ήρθες ως εδώ. Δε πρόκειται να μου πάρεις λέξη."<br /><br />Ο μάγος γέλασε υποτιμητικά και αμέσως απάντησε φωναχτά...<br /><br />"Νομίζεις πως έχω έρθει εδώ για μερικές λέξεις σου; Πάντοτε ήμουν των πράξεων και όχι των κενών διαλόγων. Άλλωστε τα πολλά λόγια τα βαριέμαι."<br /><br />Μόλις ολοκλήρωσε τη φράση του έσκυψε προς το μέρος του και βάζοντας το δεξί του χέρι στον λαιμό του τον ανάγκασε να σηκωθεί. Τα μάτια του μάγου πήραν το χρώμα της φλόγας. Άρχισε να σφίγγει τον λαιμό του ιερέα με όλη του δύναμη και συνέχισε να ανυψώνει το χέρι του μέχρι που το θύμα του έπαψε να πατά στο έδαφος. Τα δύο κοράκια πετούσαν πλέον πάνω από τα κεφάλια τους ενώ η χορωδία των υπολοίπων έξω από το ναό ξεκίνησε και πάλι το σκοτεινό της τραγούδι. Τα βογκητά του άτυχου Πατέρα Patrick είχαν αρχίσει να σβήνουν καθώς πνιγόταν και έχανε τις αισθήσεις του. Τότε ο μάγος έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι από μια θήκη στη μέση του και το κάρφωσε στη κοιλιά του ιερέα. Αλλά δε σταμάτησε εκεί. Έβγαλε το μαχαίρι, το έβαλε στη θήκη του και στη θέση του έβαλε το χέρι του. Έχοντας το ένα χέρι μέσα στα σπλάχνα του και το άλλο στον λαιμό του άρχισε να ψιθυρίζει...<br /><br />"Με την τελευταία σου ανάσα, καθώς η ψυχή σου σε αφήνει και όλη σου η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια σου, όλη η γνώση σου δική μου θα γίνει."<br /><br />Τα μάτια του μάγου πυράκτωσαν και την ώρα που ο ιερέας πέθαινε στα χέρια του χιλιάδες εικόνες, γνώσεις, εμπειρίες ζωής εντυπώθηκαν στο μυαλό του. Τα περισσότερα του ήταν άχρηστα, σχεδόν όλα του ήταν αδιάφορα. Για ένα πράγμα είχε έρθει στην εκκλησία εκείνο το βράδυ και ακόμη δε το είχε δει. Μια απλή πληροφορία αναζητούσε. Μια τοποθεσία που κρατούσε φυλαγμένο και εξαφανισμένο από την ανθρωπότητα κάτι εξαιρετικά πολύτιμο για τον ίδιο. Όμως δε περίμενε να συναντήσει τέτοια δυσκολία. Ήταν καλά κρυμμένο. Έβαλε όλη του τη δύναμη. Μια έκρηξη ενέργειας σάρωσε το ναό. Έσπρωξε τα καθίσματα και όλα τα αντικείμενα προς τους τοίχους, έσπασε όλα τα τζάμια από τα λιγοστά παράθυρα. Και τότε τον είδε να συνομιλεί με ένα από τα προηγούμενα θύματά του και να μαθαίνει το πολυπόθητο μυστικό. Ένα χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. Αυτό που έψαχνε επιτέλους το βρήκε. Τον παίδεψε αλλά ήταν αποφασισμένος να μη φύγει από εκεί αν δε το ανακάλυπτε. Μάλιστα εντυπωσιάστηκε από την αποκάλυψη. Βρήκε τη κρυψώνα ιδιαίτερα έξυπνη, κάτι που τον έκανε να νιώσει ακόμη πιο σπουδαίος αφού κατάφερε και την ανακάλυψε. Κοίταξε τον νεκρό ιερέα στα μάτια που είχαν μείνει ανοιχτά και καθώς τον πέταγε με δύναμη στο πάτωμα είπε...<br /><br />"Ήσουν απλά ένα εμπόδιο στο δρόμο μου, ένα νήμα που έπρεπε να κοπεί."<br /><br />Προχώρησε προς την έξοδο του ναού. Τα δύο κοράκια τον ακολούθησαν. Βγήκε στο προαύλιο, σήκωσε το κεφάλι του και απευθυνόμενος στα δεκάδες κοράκια φώναξε...<br /><br />"Είστε ελεύθερα."<br /><br />Άνοιξαν τα φτερά τους και κάνοντας αρκετό θόρυβο πέταξαν μακρυά. Ο μάγος ανέβασε τον γιακά από το μακρύ μαύρο δερμάτινο παλτό που φορούσε και χάθηκε μέσα στη νύχτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">Μεσημέρι, δύο μέρες μετά</span><br /><br />Το μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και ένας νεαρός βγήκε έξω και πήγε στην εκ διαμέτρου αντίθετη πίσω πόρτα. Την άνοιξε και από μέσα ξεπρόβαλε ένας ψηλός άντρας γύρω στα 40. Τα έντονα χαρακτηριστικά του, το σχολαστικά φροντισμένο του μούσι, οι πολλές γωνίες του προσώπου του του έδιναν μια γοητεία στην εμφάνιση που με τη βοήθεια ενός φίλτρου μαγνήτιζε απίστευτα τα βλέμματα των θνητών. Δεν είχε ανάγκη ένα τέτοιο φίλτρο αλλά η μεγαλομανία και η αλαζονεία του δε του άφηναν και πολλά περιθώρια. Μάλιστα το να περνά απαρατήρητος δε τον ένοιαζε και ήταν κάτι που άφηνε για τους υπόλοιπους μάγους. Το όνομά του...Nicolas Silverlock και βασικό του γνώρισμα η σκοτεινή μαγεία. Μάλιστα ο Nicolas ήταν από τους πιο δυνατούς μάγους με μεγάλες ικανότητες και γνώσεις που κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Η χαρά του εκείνη την ημέρα δε περιγραφόταν αφού όλα έδειχναν πως η αναζήτηση που τον απασχόλησε τέσσερα χρόνια τώρα θα έφτανε στο τέλος της.<br /><br />Ο Nicolas έψαχνε τα τελευταία χρόνια ένα αρχαίο και χαμένο ξόρκι μαύρης μαγείας. Ένα απαγορευμένο μαγικό που θα του εξασφάλιζε μια δικλείδα ασφαλείας στη περίπτωση που τα σχέδιά του δε θα είχαν τη κατάληξη που επιθυμούσε. Είχε διαβάσει γι' αυτό σε ένα βιβλίο που βρήκε τυχαία σε ένα ράφι στη βιβλιοθήκη των γονιών του και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να βρει το που βρίσκεται. Τα πρώτα βήματα της αποστολής του ήταν εύκολα καθώς στο βιβλίο αναφερόταν το τελευταίο άτομο που το είχε στην κατοχή του. Οι έρευνες ξεκίνησαν το 1978, η μια πληροφορία διαδεχόταν την άλλη, τα πτώματα που άφησε στο διάβα του ξεπερνούσαν τα δέκα και τώρα αυτή η πορεία μετά και από τη δολοφονία του Πατέρα Patrick έφτανε στο τέρμα της. Μάλιστα πάντα από ένα σημείο και μετά τη καθολική εκκλησία έβρισκε μπροστά του. Το ξόρκι είχε έρθει στα χέρια καθολικών ιερέων και αυτοί το εξαφάνισαν μαζί με αμέτρητα άλλα ξόρκια μιας και κύριο μέλημά τους ήταν να κρατήσουν τη μαγεία κρυφή από τους πιστούς και την ανθρωπότητα γενικότερα. Ο Πατέρας Patrick, που δυσκολεύτηκε πολύ να εντοπίσει, ήταν ο μοναδικός εν ζωή ιερέας που γνώριζε τη τοποθεσία του συγκεκριμένου μαγικού και τώρα αυτή η γνώση είχε γίνει δική του.<br /><br />Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Την αναζήτησή του τη κράτησε μυστική. Δεν είχε πει λέξη σε κανέναν μάγο. Άλλωστε δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τους περισσότερους του "είδους" του, δεν τους θεωρούσε αντάξιούς του. Στις έρευνές του εμπιστευόταν μόνο τους φτερωτούς του φίλους, τα κοράκια. Ήταν τα μάτια του που παρατηρούσαν τα πάντα. Για μερικές απλές δουλειές χρησιμοποιούσε κοινούς θνητούς, αφού του ήταν εύκολο να τους χειραγωγήσει, να τους χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς χωρίς καν να τους πει την αλήθεια.<br /><br />Περπάτησε μόνος του ανάμεσα στους κατοίκους του Παρισιού. Στον οδηγό του έδωσε εντολή να μη τον ακολουθήσει. Δεν έδινε τη παραμικρή σημασία στους θνητούς που ως επί το πλείστον κατευθύνονταν προς τον ίδιο προορισμό. Διέσχισε με αργό ρυθμό τη γέφυρα του Σηκουάνα και έφτασε στο μικρό νησί. Σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι του και ένιωσε δέος με το θέαμα. Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων στεκόταν μεγαλοπρεπής μπροστά του. Δέος δεν είχε νιώσει στη ζωή του πολλές φορές όμως η γοτθικού τύπου αρχιτεκτονική του ναού τον εντυπωσίασε. Αυτό που έψαχνε ήταν μέσα σε έναν από τους πιο όμορφους και γνωστούς ναούς του κόσμου. Έτυχε να είναι εκεί. Οι αναμνήσεις του Πατέρα Patrick του έδειξαν καθαρά πως το ξόρκι που αναζητούσε με τόση μανία βρισκόταν εδώ και χρόνια στη γυάλινη προθήκη του σκηνώματος της Αγίας Μπερναντέτ της Λούρδης και συγκεκριμένα κάτω από το μεταλλικό ταμπελάκι με το όνομα της Αγίας. Τα ανέπαφα από τη πάροδο του χρόνου λείψανα της Αγίας Μπερναντέτ συνήθως οι πιστοί τα έβρισκαν και μπορούσαν να τα προσκυνήσουν στη Νεβέρ της Γαλλίας. Όμως όχι για τις τρέχουσες πέντε μέρες. Το σκήνωμα μια μέρα πριν είχε μεταφερθεί στη Παναγία των Παρισίων ώστε να έχουν τη δυνατότητα και οι πολλοί καθολικοί της Γαλλικής πρωτεύουσας να το προσκυνήσουν. Και δε τον χαλούσε καθόλου μια γρήγορη επίσκεψη στη πόλη του φωτός.<br /><br />Μπήκε στον ναό, προχώρησε αρκετά και για λίγη ώρα έμεινε ακίνητος να κοιτάζει το πανέμορφο, πολύχρωμο και ξακουστό βιτρό. Σύντομα όμως αναζήτησε τη θέση του σκηνώματος. Δεν είχε σκοπό να χάσει άλλο χρόνο. Σε μια άκρη είδε τους πιστούς που περίμεναν να δούνε από κοντά τα λείψανα και να προσκυνήσουν..."Επιτέλους."...είπε και το βλέμμα του άστραψε. Δεν έκανε τον κόπο να πλησιάσει το γυάλινο φέρετρο. Άπλωσε τα χέρια του, ένωσε τις παλάμες του, τα σήκωσε μέχρι το ύψος του θώρακα και την ώρα που φώναζε..."Ανοίξτε μου δρόμο!"...απομάκρυνε το ένα χέρι από το άλλο απότομα. Μια αόρατη δύναμη μετακίνησε βίαια τους πιστούς και τους λοιπούς επισκέπτες δεξιά και αριστερά. Τους έριξε κάτω τους περισσότερους. Η πρώτη σκέψη όλων ήταν ότι γινόταν ένας σεισμός. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησαν πως το συμβάν ήταν στιγμιαίο και δεν έμοιαζε με το γεωλογικό φαινόμενο. Στο ναό επικράτησε πανικός. Φωνές, κραυγές για βοήθεια, κάποιοι μάλιστα τραυματίστηκαν από το κτύπημα. Άλλωστε αρκετοί ήταν μεγάλης ηλικίας. Προσπάθησαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν τη φημισμένη Notre Dame τρομοκρατημένοι από το ανεξήγητο γεγονός αλλά ήταν άδικος κόπος καθώς ο Nicolas έχοντας φλογισμένα εδώ και ώρα μάτια συμπλήρωσε...<br /><br />"Μα που πάτε; Δε βλέπετε πως οι πόρτες είναι κλειδωμένες!"<br /><br />Και όντως οι πόρτες ήταν κλειστές. Μάταια προσπαθούσαν να τις ανοίξουν. Τουλάχιστον αυτό έβλεπαν με τα μάτια τους οι κοινοί θνητοί. Στη πραγματικότητα όμως αυτό νόμιζαν πως έβλεπαν αφού οι πόρτες δεν είχαν κλείσει ποτέ. Ο Nicolas δεν είχε σκοπό να τους αφήσει να φύγουν, όχι ακόμη, οπότε έκανε κάτι που λάτρευε. Έπαιξε με το μυαλό τους. Η αναστάτωση εντάθηκε κι άλλο. Κάποιοι που άκουσαν τον Nicolas και κατάλαβαν πως με έναν περίεργο τρόπο αυτός ευθύνεται για τον πανικό προσπάθησαν να του επιτεθούν αλλά φυσικά και δε τα κατάφεραν. Ο ισχυρός μάγος τους απώθησε όλους. Τους έδιωχνε μακριά του με ένα του νεύμα. Πλέον στεκόταν μπροστά στα λείψανα της Αγίας. Κοίταξε το σκήνωμα αλλά δεν ένιωσε ίχνος δισταγμού. Δε πίστευε ούτε στο Θεό ούτε σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στον εαυτό του. Ακούμπησε τις άκρες όλων των δακτύλων του αριστερού του χεριού πάνω στο γυάλινο φέρετρο λέγοντας..."Ρωγμές!"...Αμέσως στα πέντε σημεία επαφής το γυαλί άρχισε να ραγίζει και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα η προθήκη έγινε θρύψαλα καταστρέφοντας μερικώς το μέχρι τώρα άφθαρτο σώμα της Αγίας. Και ενώ πολλοί τον φώναζαν βλάσφημο, χωρίς βέβαια να τολμούν τίποτε περισσότερο, ο Nicolas με την άκρη της λεπίδας ενός μικρού μαχαιριού που έβγαλε από τη ζώνη του ξεκόλλησε το ταμπελάκι με τις πληροφορίες για την Αγία από τη ξύλινη βάση. Το έπιασε στα χέρια του με λαχτάρα, το γύρισε από την ανάποδη και χαμογέλασε με ανακούφιση. Το σκοτεινό ξόρκι ήταν εκεί, σκαλισμένο στη πίσω μεριά. Δε το διάβασε, απλά πέρασε το βλέμμα του πάνω από τη μαγική φράση. Η πληροφορία που είχε βρει στο βιβλίο των γονιών του ήταν αληθινή. Ήλπιζε ωστόσο και το ξόρκι να δράσει όταν και αν ερχόταν εκείνη η ώρα. Το γεγονός ότι η καθολική εκκλησία το κρατούσε κρυφό τόσα χρόνια βέβαια ήταν μια ικανοποιητικότατη απόδειξη για τη γνησιότητά του. Τώρα πια ήταν πανέτοιμος για να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του.<br /><br />Έβαλε την ασημένια πλακέτα σε μια εσωτερική τσέπη του παλτού του και όταν έβγαλε το χέρι του αυτό δεν ήταν άδειο αλλά κρατούσε δύο φιαλίδια που περιείχαν δύο διαφορετικά μεταξύ τους φίλτρα. Τα πέταξε ψηλά στον αέρα και κάνοντας μια υπόκλιση προς τους επισκέπτες της Notre Dame τους είπε...<br /><br />"Είσαστε υπέροχο κοινό!"<br /><br />Μόλις τα φιαλίδια έσπασαν πέφτοντας στο έδαφος ένας πυκνός μαύρος καπνός εξαπλώθηκε στον ναό μέσα στον οποίο ο Nicolas εξαφανίστηκε. Μέσα σε μερικά λεπτά ο καπνός διαλύθηκε, τις πόρτες τις έβλεπαν πια ανοιχτές και όλοι κοίταζαν ο ένας τον άλλον χωρίς να μπορούν να πούνε με σιγουριά το τι είχε συμβεί. Κανείς τους δε θυμόταν το παραμικρό από την εισβολή του Nicolas, ούτε φυσικά μπορούσαν να δικαιολογήσουν τα ήπια τραύματα ορισμένων που είχαν προκληθεί από το πρώτο κτύπημα. Σα κάποιος να είχε διαγράψει τα τελευταία λεπτά της ώρας από τη μνήμη τους. Και όλο αυτό ήταν έργο του φίλτρου που είχε το δεύτερο φιαλίδιο.<br /><br />Λίγα μέτρα έξω από την Παναγία των Παρισίων ο Nicolas περπατούσε μέσα στο πλήθος. Δε γύρισε ούτε στιγμή να κοιτάξει πίσω του. Έφτασε στο αυτοκίνητο, μπήκε μέσα και κάθισε εξαιρετικά ευτυχισμένος. Η αποστολή του ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Τουλάχιστον το πρώτο τμήμα της. Επόμενος σταθμός του, η Νέα Υόρκη. Τις προσεχείς μέρες είχε ένα ραντεβού που δεν ήθελε να χάσει με τίποτε.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com28tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-54277491448755574432012-05-31T22:28:00.001+03:002012-07-11T23:32:40.593+03:008. Το Αποτύπωμα Της Μοίρας<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgwHDQavXHZXyN_a0t_Rtjap5SZWhnANPBWLKcF6fJJ2GvDDZT06Px5eYt9fh1rO_OiI7o5d16tvz4cMQ7pqN1ITv3jIaT_QCyXknaXH0FuW9mS67Izn1iQO2WrI7dfY2kS54eA1CnFDZk/s1600/8..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 266px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgwHDQavXHZXyN_a0t_Rtjap5SZWhnANPBWLKcF6fJJ2GvDDZT06Px5eYt9fh1rO_OiI7o5d16tvz4cMQ7pqN1ITv3jIaT_QCyXknaXH0FuW9mS67Izn1iQO2WrI7dfY2kS54eA1CnFDZk/s400/8..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5748775624368439474" border="0" /></a>Άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρύο έδαφος. Στην αρχή δεν έβλεπε τίποτε. Παντού σκοτάδι. Επικρατούσε σιωπή που διέκοπταν μόνο οι κραυγές μερικών κορακιών. Ένιωθε μια περίεργη και απίστευτα ενοχλητική ζαλάδα. Έμεινε έτσι πάνω στο χώμα για δύο λεπτά, έκλεισε τα μάτια του, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και τα άνοιξε ξανά απότομα. Η ζαλάδα ως δια μαγείας έφυγε και ξαφνικά η εικόνα καθάρισε. Ήταν μέσα σε ένα δάσος. Τα φύλλα των δέντρων είχαν πάρει υπό το φως του ολόγιομου φεγγαριού ένα ασημένιο χρώμα. Σηκώθηκε. Κοίταξε προς τα κάτω τον εαυτό του και δεν αναγνώρισε τα ρούχα που φορούσε. Ένιωσε πως δε βρισκόταν εκεί για πρώτη φορά. Όταν διαπίστωσε πως ήταν λουσμένος στο αίμα σιγουρεύτηκε πια γι' αυτό. Προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα, βελανιδιές κυρίως. Δε πρόλαβε να διανύσει αρκετά μέτρα όταν άκουσε θορύβους να έρχονται από τα αριστερά του. Επιτάχυνε το βήμα του και μετακινήθηκε προς τη κατεύθυνση του θορύβου. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να δει τι συμβαίνει, να δει αν μπορεί να μάθει τον λόγο της δικής του ύπαρξης στο σκοτεινό δάσος. Έφτασε σε ένα μέρος όπου τα δέντρα λιγόστεψαν και τελικά βρέθηκε σε ένα μικρό ξέφωτο που το διέκοπτε ένας απότομος και σχεδόν κάθετος γκρεμός. Ο τρόπος με τον οποίο η σελήνη έριχνε το φως της στα αιχμηρά βράχια του γκρεμού τον έκαναν σχεδόν ανατριχιαστικό. Πλησίασε προσεκτικά στην άκρη του, οι θόρυβοι δυνάμωσαν και είδε πως ακριβώς από κάτω του απλωνόταν ένα ακόμη πιο πυκνό δάσος σε σχέση με αυτό από το οποίο μόλις βγήκε. Και τότε είδε μικρές εστίες φωτιάς να ξεπηδούν σε πολλά σημεία, όλες μαζί. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κλαδιά έσπαγαν και εκτινάσσονταν στον αέρα, ολόκληρα δέντρα σωριάζονταν στο έδαφος συχνά κομμένα στα δύο, πίδακες νερού εκτοξεύονταν σε μεγάλο ύψος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει το είδος των θορύβων σε όλο τους το εύρος. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν φωνές, ανδρικές και γυναικείες, μεταλλικοί ήχοι, πυροβολισμοί, κραυγές, θρήνοι και θανατηφόρα ξόρκια. Τρόμαξε μόλις τα άκουσε όλα αυτά ξεκάθαρα. Τραβήχτηκε προς τα πίσω. Έπεσε στα γόνατά του. Έκλεισε τα αυτιά του με τα δύο του χέρια. Δεν άντεχε να ακούει άλλο. Του κόπηκε η ανάσα. Δεν είχε καταλάβει πως πίσω του στεκόταν μια γυναίκα και τον παρατηρούσε. Έκανε να τον πλησιάσει και στο πρώτο της βήμα πάτησε και έσπασε ένα μικρό κλαδάκι. Ο Christopher στάθηκε όρθιος και γύρισε στη στιγμή προς το μέρος της. Την αντίκρισε έκπληκτος. Την ήξερε τη γυναίκα αυτή. Την είχε δει πριν λίγο καιρό σε ένα όνειρο και αμέσως κατάλαβε πως και πάλι ένα όνειρο ζει. Αυτό όμως που τον παραξένευε ήταν το πόσο ζωντανό το αισθανόταν. Πήγε δίπλα της και προσπάθησε να της πιάσει το χέρι αλλά αυτή με έναν ελιγμό τον απέφυγε. Τότε τη ρώτησε...<br /><br />"Τι θέλεις από μένα; Τι γίνεται εκεί κάτω, μέσα στο δάσος;"<br /><br />Η γυναίκα βύθισε το βλέμμα της μέσα στο δικό του. Οι ίριδες των ματιών της φωτίστηκαν. Τον έπιασε και με τα δυο της χέρια από τους βραχίονες. Ο Christopher δεν αντιστάθηκε. Δεν ένιωθε απειλή από τη γυναίκα. Άρχισε να κάνει αργά και σταθερά βήματα προς τα εμπρός αναγκάζοντας τον Christopher να ακολουθήσει τον ρυθμό της και να οπισθοχωρήσει. Έφτασαν στο χείλος του γκρεμού, τον άφησε και του είπε...<br /><br />"Μάχη γίνεται εκεί κάτω. Σου είναι άγνωστη;"<br /><br />Ο μάγος δεν απάντησε αλλά γύρισε και έριξε μια ακόμη ματιά στη σφοδρή μάχη που μαινόταν αρκετά μέτρα πιο κάτω και αμέσως είπε με δισταγμό...<br /><br />"Νομίζω πως κάτι αμυδρά μου θυμίζει το σκηνικό στο οποίο γίνεται η συγκεκριμένη μάχη..."<br /><br />Η γυναίκα θύμωσε, το πρόσωπό της αγρίεψε και λέγοντας φωναχτά και οργισμένα...<br /><br />"Σου θυμίζει κάτι; Ακόμη να θυμηθείς το ποιος είσαι;"<br /><br />...τον έσπρωξε με μανία και τον έριξε από τον γκρεμό.<br /><br />Έπεφτε στο κενό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Προς στιγμήν δεν ήξερε αν τελικά αυτό που ζούσε ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Έπρεπε κάτι να κάνει. Σκέφτηκε ένα ξόρκι...<br /><br />"Ελαφρύ το σώμα μου να γίνει, σα μια νιφάδα χιονιού."<br /><br />Τίποτε δεν έγινε. Το ξόρκι δεν είχε καμία επίδραση επάνω του. Δοκίμασε κάτι άλλο χωρίς να χάσει χρόνο...<br /><br />"Επιβράδυνση."...είπε αυστηρά.<br /><br />Πάλι τίποτε...Πλησίαζε στο βραχώδες έδαφος επικίνδυνα.<br /><br />"Απώθηση."...φώναξε ελπίζοντας να μειώσει ταχύτητα αλλά μάταια. Πανικοβλήθηκε. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει και κυρίως δεν υπήρχε χρόνος για περαιτέρω αντίδραση. Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά.<br /><br />Έπεσε στο έδαφος δίπλα στο πεδίο των μαχών και ακούστηκε ένας δυνατός κρότος από τη σύγκρουση. Ωστόσο κανένας από τους μάγους που έπαιρναν μέρος στις αιματηρές και μέχρι τελικής πτώσης αναμετρήσεις δεν έδειχνε να τον αντιλαμβάνεται. Και ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό λευκό φως τα διαπέρασε όλα.<br /><br />Το φως έδωσε τη θέση του στο σκοτάδι. Ο Christopher άνοιξε τα ματιά του αυτή τη φορά στον πραγματικό κόσμο, στο δωμάτιό του και όχι σ' αυτόν των ονείρων. Ήταν ιδρωμένος από την αγωνία. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του. Τράβηξε το δεύτερο συρτάρι μιας συρταριέρας που ήταν κοντά στο κρεβάτι και έβγαλε τη πρώτη καθαρή πετσέτα που έπιασε το χέρι του. Σκούπισε τα υγρά του μαλλιά και στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη για αρκετή ώρα κοιτάζοντας τον εαυτό του. Ουσιαστικά δεν έβλεπε το είδωλό του, απλά σκεφτόταν τα δύο όνειρα. Και τότε διαπίστωσε πως και στις δύο περιπτώσεις μεταφέρθηκε στο ίδιο σκηνικό, στην ίδια μάχη, την οποία παρακολουθούσε από διαφορετική σκοπιά. Τη πρώτη φορά βρισκόταν στο πεδίο της μάχης αφού αυτή είχε τελειώσει. Στο όνειρο που μόλις είχε δει έβλεπε την μάχη από ψηλά ενώ αυτή λάμβανε χώρα μέσα στο δάσος. Ήταν πια σίγουρος πως το όνειρο αυτό με τα δύο μέρη δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του και μόνο. Κάποια αλήθεια οπωσδήποτε την έκρυβε. Και ύστερα ήταν και το γεγονός ότι τα όνειρα φάνταζαν πραγματικά, ήταν ολοζώντανα. Λες και δε κοιμόταν, δεν ονειρευόταν απλώς, αλλά μεταφερόταν με τη ψυχή του και το σώμα του σε άλλο τόπο και χρόνο. Οι ερωτήσεις και τα συμπεράσματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Του ήρθε στο νου το πρόσωπο της γυναίκας. Μπορεί να μη την αναγνώριζε αλλά σα να την ήξερε από κάπου, γι' αυτό και δε τη φοβήθηκε καθόλου. Έτσι σκέφτηκε πως με την αντίδρασή της δεν είχε σκοπό να του κάνει κακό αλλά μάλλον αποσκοπούσε στο να τον ταρακουνήσει, να τον προειδοποιήσει. Για ποιο πράγμα όμως;<br /><br />Ντύθηκε βιαστικά βάζοντας τις μαύρες του φόρμες και βγήκε από το δωμάτιο ανοίγοντας ξαφνικά τη πόρτα. Είχε τη προσοχή του στραμμένη αλλού και δε προσπάθησε να μη κάνει θόρυβο. Ο Dominic κοιμόταν στον ανοιχτό καναπέ του καθιστικού έχοντας στο πλευρό του την Amy. Χαμήλωσαν κι δυο το πάπλωμα που τους σκέπαζε εξ ολόκληρου, μέχρι λίγο πιο κάτω από τα μάτια τους και τον κοίταξαν νυσταγμένοι και γεμάτοι απορία. Ο Christopher δε τους έδωσε καμία απολύτως σημασία. Τράβηξε τη συρταρωτή πόρτα του απαγορευμένου δωματίου και κλειδώθηκε μέσα σ' αυτό.<br /><br />Έσυρε ένα μικρό, στρογγυλό, ταλαιπωρημένο, ξύλινο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Σχεδίασε πάνω του με μια κιμωλία ένα αρκετά μεγάλο τετράγωνο και τοποθέτησε στις τέσσερις γωνίες του από ένα λευκό κερί. Με τη φλόγα ενός και μόνο σπίρτου τα άναψε και τα τέσσερα και για λίγο σταμάτησε και χάζεψε την ετοιμασία που έκανε.<br /><br />"Πως και δε το επιχείρησα αυτό τόσο καιρό τώρα;"...είπε με έκδηλο το άγχος στον τόνο της φωνής του.<br /><br />Έπιασε το μενταγιόν που κρεμόταν στο λαιμό του και ξεκίνησε...<br /><br />"Ότι είναι κρυφό να έρθει στο φως."<br /><br />Κοίταξε γύρω του. Τίποτε. Και συνέχισε...<br /><br />"Έφτασε η στιγμή η αλήθεια να αποκαλυφθεί."<br /><br />Και πάλι καμία εξέλιξη και ξαναδοκίμασε αφού όμως πρώτα έκανε κάτι επιπλέον για ενίσχυση. Πήρε το προσωπικό του στιλέτο από ένα ράφι και με την αιχμηρή του λεπίδα έκοψε ελαφρώς την αριστερή του παλάμη και μόλις αυτή μάτωσε την ακούμπησε στο κέντρο του τραπεζιού. Με το ένα χέρι στο τραπέζι και με το άλλο στο μενταγιόν είπε αργά και καθαρά...<br /><br />"Αν υπάρχει κάτι εδώ μέσα που να απευθύνεται σε μένα ήρθε η ώρα...Φανερώσου."<br /><br />Ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα. "Καλό σημάδι."...σκέφτηκε και τότε άκουσε έναν θόρυβο να έρχεται από πίσω του. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε πως μια ψηλή στοίβα βιβλίων είχε σωριαστεί στο πάτωμα. Έσκυψε να τα μαζέψει και την ώρα που σήκωνε το τελευταίο βιβλίο για να το βάλει πίσω στη θέση του πρόσεξε με την άκρη του ματιού του μια μικρή σχισμή στο ξύλινο πάτωμα, μια μικρή χαραμάδα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να λυπηθεί το ξύλο του πατώματος πήρε έναν σιδερένιο λοστό που ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο και πίεσε την άκρη του στο μικρό άνοιγμα. Έβαλε όλη του τη δύναμη και κατέβασε τον λοστό όσο μπορούσε πιο κοντά στο πάτωμα. Αμέσως το σκίσιμο μεγάλωσε και ένα ολόκληρο κομμάτι ξύλου έσπασε και αποκολλήθηκε. Το πήρε και το πέταξε παραδίπλα. Ένα τεράστιο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στο μέχρι τώρα σκυθρωπό του πρόσωπο. Άφησε τον λοστό και έβαλε το χέρι του μέσα στο πάτωμα. Και αυτό που έβγαλε από τη κρυφή θήκη ήταν ένα βιβλίο, ένα ημερολόγιο που στο εξώφυλλό του έγραφε "Για τον Christopher"...<br /><br />Ο Christopher έμεινε εκεί για τουλάχιστον μια ώρα. Τι κι αν του κτυπούσαν τη πόρτα η Amy και ο Dominic. Τι κι αν του φώναζαν για να δούνε αν είναι καλά. Δε τους άκουγε καθόλου. Άνοιξε τη πόρτα μόνο αφού είχε διαβάσει το σύντομο σχετικά ημερολόγιο και αφού το είχε κρύψει και πάλι. Βγήκε και τους είπε ως εξήγηση πως ήταν απορροφημένος με τα βιβλία του ενώ ταυτόχρονα χαμογελούσε πονηρά. Δεν ήθελε να τους πει για τώρα πως τα κενά ως ένα σημαντικό βαθμό συμπληρώθηκαν, πως έμαθε σχεδόν τα πάντα για τον εαυτό του. Όμως είχε και μια απορία. Όσο και αν έψαξε το βιβλίο δε κατάφερε να βρει ποιος ήταν ο συγγραφέας του. Έτσι, με βάση και αυτά που μόλις είχε διαβάσει, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο συγγραφέας δεν ήταν ένας αλλά περισσότεροι. Είχε μάλιστα σκεφτεί και το ποιοι θα μπορούσαν να είναι και δεν είχε πέσει καθόλου έξω.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com30tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-9807289371148710402012-05-24T22:26:00.001+03:002012-07-11T23:32:31.902+03:007. Το Κοράκι Που Τα Έβλεπε Όλα<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyHImKtwTCz9j6dXitn5RVx3bUWuhQvVkaTg-rhEpx4nxGb1yEAZejXuE5mFABipcxo-1g8-zJonFVneyGRB4IzCHRSxqRE3lqP7Qy81kzxF_oJCo8nfOUGqXSbjU6m9hQLWAoh3A1ucY/s1600/7..bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 275px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyHImKtwTCz9j6dXitn5RVx3bUWuhQvVkaTg-rhEpx4nxGb1yEAZejXuE5mFABipcxo-1g8-zJonFVneyGRB4IzCHRSxqRE3lqP7Qy81kzxF_oJCo8nfOUGqXSbjU6m9hQLWAoh3A1ucY/s400/7..bmp" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5746174268736666946" border="0" /></a>Ξημέρωσε. Η μέρα των Χριστουγέννων είχε φτάσει. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ανάμεσα στα πανύψηλα κτήρια της Νέας Υόρκης. Ο παγωμένος όμως αυτός ήλιος δε θα έμενε στον ουρανό για πολύ. Μέσα σε μερικά λεπτά λευκά σύννεφα τον κάλυψαν και οι πρώτες νιφάδες εμφανίστηκαν κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμη πιο γιορτινή, όχι όμως για όλους. Η ταχύτητα με την οποία άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες μόνο έργο της φύσης δε θα μπορούσε να είναι και φυσικά ο σκοπός αυτής της αλλαγής δεν είχε καμία σχέση με τη ξεχωριστή και χαρούμενη μέρα. Ήταν ένα μέτρο κάλυψης. Κάποια στιγμή ένα κατάμαυρο κοράκι διαπέρασε τα σύννεφα και πέταξε με ορμή ανάμεσα στο χιόνι που πλέον έπεφτε πυκνό. Έσκισε βιαστικά τον ψυχρό αέρα και κατέβηκε σε χαμηλότερο ύψος αφού δεν ήθελε να προσπεράσει στον προορισμό του. Μόλις πλησίασε στην οδό Libertine έβγαλε τη χαρακτηριστική του κραυγή και προσγειώθηκε στο περβάζι του πρώτου ορόφου μιας πολυκατοικίας. Γύρισε ξαφνικά το κεφάλι του προς το απέναντι κτήριο. Μόλις το βλέμμα του συνάντησε το βιβλιοπωλείο Oblivion έμεινε ακίνητο. Τα μαύρα του μάτια άρχισαν να αλλάζουν. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχαν γίνει ολόλευκα. Και τότε οι τοίχοι του βιβλιοπωλείου έγιναν αόρατοι καθώς το βλέμμα του τους διαπέρασε λες και δεν υπήρχαν καθόλου.<br /><br />Ο Christopher βρισκόταν στο πίσω μέρος του μαγαζιού του. Μπορεί να ήταν Χριστούγεννα όμως μια βασική δουλειά έπρεπε να γίνει. Έχοντας κλειδώσει την εξώπορτα για να αποφύγει τον οποιοδήποτε απρόσκλητο επισκέπτη στάθηκε μπροστά σε μια μικρή βιβλιοθήκη. Έβγαλε από το τρίτο ράφι της όλα τα βιβλία και τα ακούμπησε στο πάτωμα. Το ράφι έμεινε άδειο. Έβαλε το δεξί του χέρι στην αντίστοιχη γωνία του ξύλου της πλάτης της βιβλιοθήκης και το πίεσε απαλά προς τα πίσω. Αμέσως αυτό κάνοντας έναν μικρό ήχο μετακινήθηκε εμπρός. Ήταν ντουλάπι πίσω από το οποίο κρυβόταν μια μικρή κρύπτη μέσα στον τοίχο. Δεν έδωσε σημασία στα αρκετά φιαλίδια με τα ξόρκια που σχεδόν το γέμιζαν. Είχε έρθει εκεί για κάτι άλλο. Άπλωσε το χέρι του και πήρε ένα τετράγωνο μεταλλικό κουτί που βρισκόταν τοποθετημένο στην άκρη της κρύπτης. Το έβαλε στη μαύρη δερμάτινη τσάντα που κρεμόταν σε μια κρεμάστρα παραδίπλα, έκλεισε το ντουλάπι, τακτοποίησε τα βιβλία στο ράφι, κρέμασε τη τσάντα στον ώμο του και προχώρησε προς την έξοδο. Η απογοήτευση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών τον στεναχώρησαν και τον προβλημάτισαν πολύ. Βγήκε από το βιβλιοπωλείο, παραξενεύτηκε με το γεγονός ότι χιόνιζε αφού όταν ήρθε είχε ήλιο, δεν έδωσε σ' αυτό περισσότερη σημασία, κλείδωσε τις δύο κλειδαριές του καταστήματος και αναχώρησε. Έσφιξε το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και προχώρησε με γρήγορο βήμα προς το διαμέρισμά του όπου ο Dominic τον περίμενε.<br /><br />Τίναξε τα φτερά του δυνατά και βρέθηκε στον αέρα και πάλι, βγάζοντας μια ακόμη κραυγή. Ακούγοντας τον θόρυβο ο Christopher σήκωσε το κεφάλι του και είδε το κοράκι να πετάει σχεδόν από πάνω του και όχι σε ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση. Συνέχισε να περπατά προς το σπίτι του. Ήθελε να τακτοποιήσει το μικρό θέμα που τον απασχολούσε και στη συνέχεια μαζί με τον Dominic να ξεκινήσουν προς το νοσοκομείο. Μια τέτοια μέρα ήθελαν κι δυο να κρατήσουν όση περισσότερη συντροφιά μπορούσαν στην Amy που ένιωθε πολύ καλύτερα. Το γεγονός όμως πως τη κρατούσαν ακόμη μέσα είχε αρχίσει να την εκνευρίζει. Σύντομα, μιας και η διαδρομή από το Oblivion στο διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλη, μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας.<br /><br />Το κοράκι αυτή τη φορά προσγειώθηκε στη ταράτσα, αρκετά μέτρα πιο πάνω από τον Christopher. Αυτό φυσικά δεν αποτελούσε πρόβλημα. Έσκυψε το κεφάλι του, τα μάτια του άσπρισαν και πάλι και οι νιφάδες του χιονιού δεν προλάβαιναν καν να αγγίξουν τα φτερά του και έλιωναν αμέσως. Αν μπορούσε να το αγγίξει κανείς θα έλεγε πως έχει πάρει φωτιά. Το βλέμμα του διαπέρασε τους τοίχους πέντε ορόφων και εντόπισε με ευκολία τους δύο φίλους.<br /><br />Ο Christopher ήταν στο διαμέρισμά του. Δεν έβγαλε το πανωφόρι του αφού δε θα έμενε για πολύ. Ο Dominic ήταν έτοιμος από ώρα και μόλις αντίκρισε τον νέο του φίλο τα μάτια του άστραψαν. Η χαρά του που θα πήγαιναν να κάνουν παρέα την Amy δε κρυβόταν με τίποτε. Γύρισε προς τον Christopher και του είπε...<br /><br />"Ήρθες κιόλας;...Κι εγώ έτοιμος είμαι. Φεύγουμε για το νοσοκομείο;"<br /><br />"Ξέρω πως ανυπομονείς, μα μη βιάζεσαι τόσο γιατί πρέπει πριν φύγουμε να σου δώσω κάτι. Κάτι που η επίθεση στην Amy μου απέδειξε πως πλέον το χρειάζεσαι και κυρίως το δικαιούσαι."<br /><br />Άνοιξε τη τσάντα του και έβγαλε το μεταλλικό κουτί. Αφαίρεσε το καπάκι του και αποκάλυψε στον Dominic το περιεχόμενό του. Το κουτί περιείχε ένα περίστροφο. Το έδωσε στον νεαρό του φίλο λέγοντάς του...<br /><br />"Είναι δικό σου. Η ασφάλειά σου είναι πρωταρχικής σημασίας για μένα. Σου είπα πως όταν θα θεωρήσω πως είσαι έτοιμος θα σου δώσω και σένα ένα περίστροφο και η στιγμή αυτή ήρθε. Ομολογώ κέρδισες την εμπιστοσύνη μου πιο σύντομα απ' ότι περίμενα."<br /><br />"Σε ευχαριστώ. Για την εμπιστοσύνη σου, για όλα."<br /><br />Ο Christopher τον κτύπησε φιλικά δύο φορές στη πλάτη και του είπε...<br /><br />"Φεύγουμε;"<br /><br />Βγήκαν έξω στο κρύο πλήρως εξοπλισμένοι πλέον και οι δύο. Το χιόνι είχε αραιώσει. Κατευθύνθηκαν προς τη κοντινή στάση. Το λεωφορείο που θα τους πήγαινε στο νοσοκομείο δεν άργησε καθόλου. Κάθισαν σε διπλανές θέσεις. Ο Christopher πάντα προτιμούσε να είναι κοντά στο παράθυρο. Δεν αντάλλαξε με τον Dominic ούτε μια λέξη. Κοίταζε έξω αλλά ουσιαστικά δεν έβλεπε τίποτε, ούτε τους πεζούς ούτε και τα κτήρια που προσπερνούσαν. Το βλέμμα του ήταν χαμένο στο κενό. Κατέβηκαν μια στάση πιο μπροστά, πέρασαν από ένα ανθοπωλείο για να πάρουν μερικά φρέσκα λουλούδια και κατέληξαν στο νοσοκομείο. Κανείς από τους δύο δεν είχε προσέξει το κοράκι που πετούσε πάνω από τα κεφάλια τους.<br /><br />Ο Christopher κτύπησε ελαφρώς δύο φορές τη πόρτα του θαλάμου που ήταν η Amy και έσπρωξε τη πόρτα. Μπήκαν μέσα και τη βρήκαν ξαπλωμένη να χαζεύει τηλεόραση. Μόλις τους είδε στο πρόσωπό της εμφανίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. Ο Christopher αντικατέστησε τα παλιά λουλούδια στο βάζο που βρισκόταν σε ένα τραπεζάκι στην άκρη του δωματίου με τα φρέσκα που έφεραν αφού όμως τα πλησίασε στην Amy που ήθελε να τα μυρίσει. Στην αρχή τη κουβέντα τους μονοπώλησε το πώς αισθανόταν η ίδια, αν πονούσε, αν έβλεπε βελτίωση. Ευτυχώς ανάρρωνε εκπληκτικά γρήγορα. Δε θα έμενε πολύ ακόμη για παρακολούθηση στο νοσοκομείο. Στη συνέχεια η συζήτηση άλλαξε κατεύθυνση. Είχε προκύψει ένα θέμα. Σύμφωνα με την Amy τα ξόρκια της ήταν αδύναμα και το χειρότερο μικρής διαρκείας, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στον δολοφόνο να καταφέρει τον πυροβολισμό. Αν δεν ήταν εκεί ο Dominic θα είχε καταφέρει πολλά παραπάνω και αυτό είχε τρομοκρατήσει τον Christopher. Δε το χωρούσε το μυαλό του πως η Amy λίγο έλειψε να πεθάνει. Και οι τρεις κατέληξαν στο συμπέρασμα πως κάτι άλλο, ίσως και μαγικό μπορεί να εμπλέκεται.<br /><br />Κόντευαν να περάσουν οι δύο ώρες του επισκεπτηρίου και οι δύο άντρες θα έπρεπε να αφήσουν την Amy να ησυχάσει. Ο Christopher όμως τελευταία στιγμή δεν άντεξε και έκανε τη παρατήρησή του...<br /><br />"Amy πάντως φέρθηκες λίγο επιπόλαια. Καταλαβαίνω την οργή σου όμως το κτύπημα του Dominic αρκούσε. Και πέντε λεπτά να έμενε ζωντανός θα προλάβαινα να μάθω πολλά πράγματα. Ίσως και το ποιος κρύβετε πίσω απ´ όλα αυτά. Ο πυροβολισμός ήταν λίγο άχρηστος και παρακινδυνευμένος."<br /><br />Ο Dominic γεμάτος περιέργεια αμέσως ρώτησε...<br /><br />"Καλά πως θα τα μάθαινες αυτά που ήθελες; Πως θα τον ανάγκαζες να στα αποκαλύψει;"<br /><br />Ο Christopher με λίγο υπεροπτικό ύφος απάντησε...<br /><br />"Δεν είμαι ένας απλός ή χθεσινός μάγος...Άλλωστε ξέρω ένα σωρό ξόρκια για να το κάνω αυτό. Αν θέλω να μάθω κάτι πίστεψέ με δεν υπάρχει τίποτε ικανό να με σταματήσει."<br /><br />"Ψώνιο."...φώναξε γελώντας η Amy και πρόσθεσε..."Το ξέρω πως ήμουν πιο παρορμητική απ' ότι θα έπρεπε, αλλά τώρα έγινε, είναι νεκρός. Όλο και κάτι θα μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε τον εγκέφαλο πίσω από την οργάνωση της Spellbound."<br /><br />Η στιγμή της αναχώρησης ήρθε. Το απόγευμα το πιθανότερο θα την επισκέπτονταν ξανά. Της έδωσαν από ένα φιλί στο μάγουλο και έφυγαν από το νοσοκομείο. Το φιλί ωστόσο ο Dominic ήθελε να το δώσει αλλού, δεν υπήρχε όμως περίπτωση να βρει το θάρρος για να το κάνει.<br /><br />Στη ταράτσα του νοσοκομείου τα μάτια του κατάμαυρου κορακιού έγιναν και πάλι από λευκά μαύρα. Άνοιξε τα φτερά του, έκανε μια βουτιά στο κενό και βγάζοντας μια κραυγή πήρε και πάλι ύψος και χάθηκε μέσα στα σύννεφα. Πριν όμως χαθεί ο Christopher πρόλαβε και το είδε και αυτή τη δεύτερη φορά δε του άρεσε πολύ, τον έβαλε σε σκέψεις που για τώρα τουλάχιστον κράτησε για τον εαυτό του.<br /><br />Οι μέρες των Χριστουγέννων πέρασαν. Ο Christopher και ο Dominic είχαν μια ακόμη εκκρεμότητα που αφορούσε την επίθεση. Έπρεπε να περάσουν από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής για μερικές τελευταίες λεπτομέρειες. Το έκαναν μόλις οι υπηρεσίες άρχισαν να λειτουργούν και πάλι. Η διαδικασία ήταν τελείως τυπική και η εξήγηση για τη μαχαιριά ήταν απλώς η αυτοάμυνα, όπως ακριβώς και για τον μοιραίο πυροβολισμό. Για τα εγκαύματα η "τυχαία" υπερφόρτωση του δικτύου ηλεκτρικού ρεύματος ευθυνόταν. Ωστόσο ο Christopher ήθελε και κάτι άλλο να μάθει, κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό που θα τους έλυνε ως ένα βαθμό τα χέρια. Είχε την ελπίδα πως η αστυνομία θα είχε πια μάθει ποιος ήταν ο εκτελεστής, πίστευε πως θα είχαν ένα όνομα να τους πούνε. Το όνομα αυτό θα ήταν μια αρχή για τις έρευνές τους. Διαψεύστηκε όμως προς μεγάλη του απογοήτευση. Ο αστυνομικός με τον οποίο μίλησαν τους είπε πως πήραν τα αποτυπώματα του δράστη και τα έβαλαν στο σύστημα της αστυνομίας. Όμως δε βγήκε κανένα αποτέλεσμα, δεν έγινε καμία ταυτοποίηση. Λες και ο δράστης δεν υπήρχε. Φυσικά αυτό σήμαινε πως κάποιος είχε διαγράψει τα στοιχεία του νεκρού πια δράστη από τα αρχεία. Κατά βάθος περίμενε πως κάτι τέτοιο θα γινόταν αλλά μέχρι τη τελευταία στιγμή είχε ελπίδες. Τουλάχιστον είχε μια ακόμη σοβαρή ένδειξη πως πίσω απ' όλα βρίσκεται η Spellbound και οι δολοφόνοι της.<br /><br />Έφυγαν από το αστυνομικό τμήμα και πήγαν απευθείας στο νοσοκομείο για να πάρουν την Amy. Τους περίμενε πως και πως. Ήταν πανέτοιμη από νωρίς. Η μέρα της επιστροφής της στο σπίτι είχε έρθει. Έκαναν νόημα σε ένα ταξί και μετά από μερικά λεπτά έφτασαν στο σπίτι του Christopher. Θα έμεναν εκεί όλοι μαζί για κάποιες μέρες. Το σπίτι μπορεί να μην ήταν μεγάλο ο ιδιοκτήτης του όμως σε καμία περίπτωση δε θα άφηνε την αγαπημένη του Amy μόνη της. θα βολεύονταν και οι τρεις τους όπως μπορούσαν.<br /><br />Οι μέρες κύλησαν γρήγορα και πιο ήρεμα. Λίγο η δουλειά στο βιβλιοπωλείο, λίγο η καθημερινή εξάσκηση στα ξόρκια και η παρασκευή φίλτρων τους κράτησαν απασχολημένους. Ο πιο επίμονος απ' όλους ήταν ο Christopher. Κλεινόταν με τις ώρες μέσα στο δωμάτιο. Διάβαζε τα βιβλία του ένα προς ένα μήπως βρει κάτι που θα τους βοηθήσει. Έψαχνε νέα ξόρκια που θα τους προστατέψουν αλλά και που θα κάνουν τις επιθέσεις τους πιο αποτελεσματικές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άφηνε το δωμάτιο πέντε ή και έξι ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Η Amy πέρα από τη δική της προετοιμασία είχε αναλάβει και την εξάσκηση του Dominic. Είχε το μαχαίρι, είχε τώρα και το περίστροφο, χρειαζόταν ωστόσο να γίνει στη σκοποβολή σημαντικά καλύτερος. Η όλη διαδικασία τους έφερε ακόμη πιο κοντά. Η Amy ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη για τον Dominic. Της έσωσε άλλωστε τη ζωή. Τα αισθήματά της γι' αυτόν άρχισαν να φουντώνουν. Το καλύτερο βέβαια ήταν πως και ο Dominic έδειχνε να ανταποκρίνεται και με το παραπάνω όπως φαινόταν από την όλη ενθουσιώδη συμπεριφορά του. O Christopher καταλάβαινε τι γινόταν και προσπαθούσε να τους αφήνει όσο μπορούσε μόνους τους. Την αγαπούσε απίστευτα την Amy, μα η αγάπη του ήταν πάντα αδελφική. Έτσι τώρα η χαρά του δε περιγραφόταν που την έβλεπε ερωτευμένη. Ο Dominic από την άλλη ενώ άφηνε να φανούν τα αισθήματά του για την Amy κάτι τον έκανε να διστάζει να της μιλήσει ξεκάθαρα και να κάνει ένα ουσιαστικό βήμα προς αυτήν δείχνοντάς της και εμπράκτως το τι νιώθει.<br /><br />Ένα βράδυ προς το τέλος του Ιανουαρίου ο Christopher τους άφησε να κλείσουν το βιβλιοπωλείο καθώς προσφέρθηκε να πάει να πάρει φαγητό και για τους τρεις τους. Θα τους συναντούσε λίγο αργότερα στο σπίτι. Ήταν ουσιαστικά ένα ακόμη πρόσχημα για να τους αφήσει μόνους. Έριξαν μια τελευταία ματιά για να σιγουρευτούν πως όλα είναι τακτοποιημένα, έκλεισαν τα φώτα, κλείδωσαν την εξώπορτα και ξεκίνησαν για το σπίτι. Προχωρούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον και η Amy το μόνο που είχε στο νου της ήταν να πιάσει τον Dominic από το χέρι. Σταμάτησαν μπροστά στη διάβαση και περίμεναν τον φωτεινό σηματοδότη να δείξει πράσινο. Ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση η Amy άπλωσε το χέρι της και έπιασε το χέρι του Dominic. Το έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, βάζοντας τα δάκτυλά της ανάμεσα στα δικά του και ο Dominic γύρισε και τη κοίταξε χαμογελώντας αμήχανα. Πήγε να της μιλήσει όμως η Amy δε του άφησε περιθώρια. Τον πλησίασε, χάθηκε μέσα στα μάτια του και τον φίλησε στο στόμα. Απομακρύνθηκε για λίγο και του είπε...<br /><br />"Είδες, δεν ήταν τόσο δύσκολο."<br /><br />Συνέχισε να τον φιλάει, ο σηματοδότης έγινε πράσινος αλλά οι δυο τους έμειναν εκεί για μερικές στιγμές ακόμη με τα χείλη τους ενωμένα. Μόνο ένας θόρυβος, που ακούστηκε από πάνω τους, διέκοψε το πρώτο τους φιλί. Κοίταξαν μαζί προς τη κατεύθυνση του ήχου πιασμένοι ακόμη από το χέρι και είδαν ένα κοράκι να κάθεται πάνω στο φανάρι. Η απόσταση ήταν μικρή και η Amy τρόμαξε βλέποντας τα μάτια του πτηνού να αλλάζουν χρώμα. Ο Dominic τη τράβηξε από το χέρι αφού είχε ξεκινήσει για να διασχίσουν το δρόμο. Φτάνοντας απέναντι είδε πως η Amy ήταν προβληματισμένη και τη ρώτησε...<br /><br />"Τι έχεις; Δε σε βλέπω ενθουσιασμένη."<br /><br />Η Amy του έδωσε ένα ακόμη γρήγορο φιλί, του χαμογέλασε και του απάντησε...<br /><br />"Κάθε άλλο, ανυπομονούσα, απλά δε σου φάνηκε περίεργο το κοράκι; Νομίζω πως πρέπει να το αναφέρουμε στον Christopher."<br /><br />Ο Dominic συμφώνησε και αμέσως προχώρησαν λίγο πιο βιαστικά προς το διαμέρισμα αφού ο φίλος τους θα είχε κιόλας φτάσει και θα τους περίμενε για να στρώσουν το τραπέζι.<br /><br />Μερικά μέτρα πιο πίσω το κοράκι με ένα απότομο τίναγμα των φτερών του σηκώθηκε στον αέρα. Πετούσε για αρκετή ώρα ανάμεσα στα κτήρια μέχρι που άφησε την πόλη και βρέθηκε σε ένα σκοτεινό, πυκνό και σιωπηλό δάσος από πεύκα και έλατα. Συνέχισε για κάποια ακόμη λεπτά κάνοντας απότομους ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα και τότε εμφανίστηκε μπροστά του ένα πέτρινο, διώροφο και γοτθικού τύπου οικοδόμημα, καλά κρυμμένο μέσα στο δάσος. Πέταξε μέχρι ένα ανοιχτό μικρό παράθυρο του δευτέρου ορόφου, μπήκε μέσα και προσγειώθηκε στο ξύλινο πάτωμα. Το δωμάτιο ήταν ελαφρώς φωτισμένο και παραφορτωμένο με κλασικά και βαριά έπιπλα. Ένας άντρας σηκώθηκε από μια πολυθρόνα που βρισκόταν σε μια άκρη του, δίπλα στο αναμμένο μαρμάρινο τζάκι. Πλησίασε το κοράκι και είπε...<br /><br />"Επιτέλους."<br /><br />Χωρίς τη παραμικρή καθυστέρηση τα μάτια του απέκτησαν το χρώμα της φωτιάς. Ψιθύρισε μερικές λέξεις σε μια άγνωστη γλώσσα και στη συνέχεια είπε δυνατά...<br /><br />"Δείξε μου τώρα όλα όσα είδες."<br /><br />Το κοράκι άνοιξε τα φτερά του για μια τελευταία φορά και καθώς τα μάτια του έπαιρναν το χρώμα του αίματος έπεσε μέσα στη πλούσια φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Χωρίς καμία κραυγή, δέχθηκε υπάκουα τον θάνατό του. Άλλωστε αυτός ήταν ο λόγος ύπαρξης και του ίδιου και τόσων άλλων πτηνών του είδους του. Καθώς καιγόταν ο άντρας έπιανε το κεφάλι του αφού πονούσε και αμέτρητες εικόνες γέμιζαν το μυαλό του, η μία μετά την άλλη. Ο Christopher, η Amy, ο Dominic, το βιβλιοπωλείο, το περίστροφο, το πρώτο φιλί, όλα πέρασαν με καταιγιστικό ρυθμό από μέσα του και εντυπώθηκαν με τόσες λεπτομέρειες λες και ο ίδιος ήταν μάρτυρας των γεγονότων. Το κοράκι μέσα σε μερικά λεπτά είχε γίνει στάχτη, η φωτιά στα μάτια του άντρα είχε εξαφανιστεί και αυτά που ήθελε τα είχε μάθει πια όλα. Και ο άντρας σκούπισε με το χέρι του το λιγοστό αίμα που έτρεξε από το αριστερό του μάτι και βγήκε από το δωμάτιο κάθε άλλο παρά χαρούμενος. Αντίθετα ένα ύφος όλο απορία υπήρχε στο πρόσωπό του. Έκλεισε τη πόρτα πίσω του και η φωτιά ως δια μαγείας έσβησε στη στιγμή βυθίζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ πολύ καιρό δεν ήταν σίγουρος για το πιο θα ήταν το επόμενο βήμα του.<br /><br />Η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε και ο άντρας βγήκε από αυτό χωρίς ωστόσο να κλειδώσει τη πόρτα πίσω του. Δεν υπήρχε λόγος για να το κάνει. Σύννεφα πια στον ουρανό δεν υπήρχαν και το φως του φεγγαριού έδινε στο σπίτι μια πιο τρομακτική όψη. Ο άντρας χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή μουρμούρησε μερικές λέξεις καθώς χανόταν μέσα στο δάσος. Και τότε το σπίτι εξαφανίστηκε.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com25tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-43029138318234799512012-05-02T20:19:00.001+03:002012-07-11T23:32:21.679+03:006. Στην Τροχιά Της Σφαίρας<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj9yIk5joqims7xci4qgfPj9t3tasmIf2WZv1uKYIdhcEOFqdwtLKVGQDLdouK1VCQ-zrt3wuyjRH8pKS-FnmoX_GR68G5mmh1prlgBHhh6t2VGX25iyLwkKPZkhZh1LJVjKG5RmknfVB8/s1600/6..bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 313px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj9yIk5joqims7xci4qgfPj9t3tasmIf2WZv1uKYIdhcEOFqdwtLKVGQDLdouK1VCQ-zrt3wuyjRH8pKS-FnmoX_GR68G5mmh1prlgBHhh6t2VGX25iyLwkKPZkhZh1LJVjKG5RmknfVB8/s400/6..bmp" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5737977324969378482" border="0" /></a>Ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων. Η Amy είχε βάλει λίγο στην άκρη το άγχος της για τον κίνδυνο που παραμόνευε και είχε μπει στο πνεύμα των γιορτών. Τουλάχιστον το προσπαθούσε. Άλλωστε από παιδί τις περίμενε με ανυπομονησία και χαρά. Ξύπνησε νωρίς, έβαλε δυνατά την αγαπημένη της μουσική και έψαξε αρκετή ώρα στη ντουλάπα της μέχρι να βρει αυτό που ήθελε να φορέσει. Ήθελε να δείχνει όμορφη. Έμενε μόνη της τα τελευταία δύο χρόνια και δεν είχε κανέναν να της υποδεικνύει το παραμικρό ή να ενοχλεί με τη μουσική της. Η διάθεσή της ήταν αρκετά ανεβασμένη και σ' αυτό συνέβαλε το ενδιαφέρον της για τον Dominic και η σπίθα που φαινόταν να υπάρχει ανάμεσά τους. Η αλήθεια ωστόσο ήταν πως τα συναισθήματά της από τη μια της έδιναν κουράγιο, από την άλλη όμως της αποσπούσαν τη προσοχή αφού η εποχή της περισυλλογής και της δράσης είχε έρθει και το γνώριζε καλά. Ετοιμάστηκε με την ησυχία της, έβαλε στη τσάντα της όλα εκείνα τα αμέτρητα που θεωρούσε απαραίτητα και τελευταία στιγμή θυμήθηκε το περίστροφο. Εκείνη τη μέρα δε θα έμενε στο βιβλιοπωλείο. Είχε κανονίσει να βγει στην αγορά για να πάρει δώρα για τα αγαπημένα της πρόσωπα. Το όπλο όμως το ήθελε μαζί της. Πλησίασε προς το συρτάρι της κουζίνας όπου το είχε φυλάξει όμως εκείνη τη στιγμή και πριν προλάβει να το πάρει κτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και σταμάτησε. Γύρισε προς την πόρτα. Κοίταξε από το ματάκι και είδε έναν νεαρό άγνωστο άντρα να περιμένει πίσω από αυτήν.<br /><br />"Ποιος είναι;"...Φώναξε γεμάτη άγχος.<br /><br />"Είμαι ο νέος γείτονας. Μόλις μετακόμισα ακριβώς από κάτω. Είδα στο ταβάνι του σαλονιού λίγη υγρασία και θα ήθελα να σε ενημερώσω μιας και προφανώς η διαρροή είναι από το δικό σου διαμέρισμα. Μπορείς λίγο να μου ανοίξεις;"<br /><br />Η Amy πήγε να ανοίξει και στο δευτερόλεπτο σκέφτηκε πως πρέπει να είναι προσεκτική οπότε δίστασε και του απάντησε...<br /><br />"Βιάζομαι τώρα. Να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή καλύτερα; Θα το κοιτάξω το θέμα της υγρασίας όπως και να έχει. Μην ανησυχείς."<br /><br />Ο άντρας σχεδόν αμέσως είπε..."Εντάξει, συγγνώμη για την ενόχληση. Τα λέμε."<br /><br />Κοίταξε και πάλι από το ματάκι. Ο άγνωστος δε φαινόταν πουθενά.<br /><br />"Θα έφυγε."...σκέφτηκε.<br /><br />Στάθηκε για πολύ λίγο, συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει το όπλο της και πήγε στη κουζίνα. Τότε και πριν καταφέρει να το πάρει δύο πυροβολισμοί διέλυσαν τη κλειδαριά της εξώπορτας. Ο άγνωστος άντρας που δεν ήταν άλλος από τον Jonathan όρμησε μέσα χωρίς να σταματήσει να πυροβολεί. Η Amy μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Το συρτάρι που περιείχε την προστασία της είχε μείνει μισάνοιχτο με το όπλο όμως να βρίσκεται ακόμη μέσα σ' αυτό. Έκλεισε τα ματιά της σφιχτά, έβαλε τα χέρια της στο κεφάλι της για λίγη μεγαλύτερη συγκέντρωση και είπε αργά και σταθερά...<br /><br />"Φως...περισσότερο φως...Φωτιά να διώξει το σκοτάδι."<br /><br />Ένα έντονο βουητό ακούστηκε, τα φώτα άναψαν, άρχισαν να τρεμοπαίζουν, οι λάμπες πυράκτωσαν και έσπασαν πάνω από τον έκπληκτο Jonathan πετάγοντας παντού σπίθες και όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Και οι σπίθες συνέχιζαν να πετάγονται καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα εξακολουθούσε να συσσωρεύεται όσο η Amy με φλογισμένα μάτια επαναλάμβανε το ξόρκι. Σηκώθηκε, έλεγε τη φράση ξανά και ξανά με θυμό και χωρίς φόβο. Είδε πως ο εκτελεστής κρατούσε το πρόσωπό του. Το ξόρκι είχε κάνει τη δουλειά του, γι' αυτό και οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Τα ελαφρά εγκαύματα όμως δε θα τον σταματούσαν για πολύ.<br /><br />Έπεσε επάνω του με δύναμη φωνάζοντας...<br /><br />"Στον τοίχο είναι η θέση σου."<br /><br />Τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω και σταμάτησε να σπρώχνει όμως ο Jonathan συνέχισε να γλιστράει με δύναμη προς τον τοίχο. Έπεσε πάνω του σπάζοντας τον καθρέφτη που υπήρχε κρεμασμένος στο σημείο εκείνο χωρίς όμως να χάσει από το χέρι του το όπλο. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε κολλημένος στον τοίχο. Σαν ένα αόρατο χέρι να τον κρατούσε ακινητοποιημένο. Η Amy ήξερε πως αυτό απλά θα τις έδινε ένα μικρό προβάδισμα. Όμως δεν ήταν αρκετό για να φτάσει στο συρτάρι με το περίστροφο. Ένας πυροβολισμός έπεσε. Η σφαίρα βρήκε την Amy στον αριστερό ώμο από τη πίσω μεριά. Ο Jonathan αστόχησε απλά γιατί ήταν ζαλισμένος από το κτύπημα στο τοίχο και γιατί τα εγκαύματα τον πονούσαν όλο και περισσότερο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η σφαίρα θα την έβρισκε στο κεφάλι. Πάντα ολοκλήρωνε με επιτυχία τις αποστολές του. Η Amy στηρίχτηκε με δυσκολία στο πάγκο της κουζίνας αλλά ο πόνος ήταν αφόρητος. Με το ζόρι στάθηκε όρθια. Το κτύπημα όμως που σχεδόν αμέσως δέχτηκε στον κρόταφο από τη λαβή του περίστροφου του Jonathan την έριξε τελικά κάτω. Την είχε προφτάσει. Για έναν ανεξήγητο λόγο τα ξόρκια της ήταν ανεπαρκή, αδύναμα και δε θα έπρεπε να είναι καθόλου έτσι.<br /><br />"Μα γιατί με δυσκολεύεις τόσο πολύ; Απλώς καθυστερείς το αναπόφευκτο. Νομίζεις πως μερικά κτυπήματα ή το κάψιμο θα με σταματήσουν;"<br /><br />Στάθηκε από πάνω της και τη σημάδευε, ενώ τη κοίταζε με το ψυχρό του βλέμμα μέσα στα μάτια. Ήταν έτοιμος να ρίξει μια τελευταία σφαίρα, όμως εκείνη τη στιγμή ένα στιλέτο καρφωνόταν με ορμή στον κορμό του λίγο πιο ψηλά από τη μέση και σχεδόν πάνω στη σπονδυλική του στήλη. Το W στη λαβή του πρόδωσε τον κάτοχό του. O Jonathan με ύφος όλο απορία σωριάστηκε στο έδαφος χωρίς να καταφέρει να πει λέξη. Αυτή την εξέλιξη δε τη περίμενε. Δεν υπολόγιζε πως θα υπάρξει κάποιο τρίτο πρόσωπο, δε περίμενε το κτύπημα που δέχθηκε πισώπλατα. Κανένας από τους δύο, θύμα και θύτης, δεν είχε δει τον Dominic να μπαίνει στο διαμέρισμα. Και ξαφνικά οι ρόλοι άλλαξαν. Η Amy παρά τον έντονο πόνο είχε επιτέλους πάρει το περίστροφό της και στεκόταν πάνω από τον εκτελεστή της. Ίσως η οργή της να της έδινε αντοχή και δύναμη. Την ώρα που ο Dominic της φώναζε..."Amy μη το κάνεις."...μια σφαίρα έβρισκε τον Jonathan στον θώρακα. Στον Jonathan που δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα του από τον Dominic μέχρι και που άφησε τη τελευταία του πνοή.<br /><br />Η Amy πέταξε στο πάτωμα το περίστροφο. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του Dominic και ξέσπασε σε κλάματα με λυγμούς. Σε λίγο έφτασε και ο Christopher που πριν από οτιδήποτε άλλο κάλεσε ασθενοφόρο. Το ξόρκι που είχε υποβάλει στον εαυτό του πριν από λίγες μέρες τον έκανε να διαισθανθεί πως κάτι κακό συνέβαινε στην Amy, όμως όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβει τον δολοφόνο και να προστατέψει τη φίλη του. Ήταν θα έλεγε κανείς τρομοκρατημένος εξαιτίας των εικόνων της επίθεσης που γέμισαν το μυαλό του και δεν ήταν άνθρωπος που τρόμαζε εύκολα. Είναι όμως διαφορετικό να βλέπεις τον δικό σου άνθρωπο να κινδυνεύει. Ευτυχώς ο Dominic βρέθηκε εκεί. Είχαν κανονίσει να βρεθούν στην είσοδο της πολυκατοικίας και όταν είδε πως η Amy αργεί πήρε την απόφαση να ανέβει επάνω. Έτσι κι αλλιώς έψαχνε ευκαιρία να την επισκεφθεί έστω και για λίγο στο διαμέρισμά της. Μέσα στο επόμενο δεκαπεντάλεπτο ήρθε και η αστυνομία. Ένας γείτονας ακούγοντας τους πυροβολισμούς και τη φασαρία την ειδοποίησε αφού κλειδώθηκε μέσα στο σπίτι του. Ο Christopher είχε προλάβει και είχε ψάξει προσεχτικά το πτώμα αλλά ταυτότητα δε βρέθηκε επάνω του και το κινητό του, που μπορεί να τους οδηγούσε κάπου, είχε ψηθεί από το ξόρκι. Τελικώς ανέλαβε να δώσει ο ίδιος μερικές εξηγήσεις στους αστυνομικούς που μπήκαν στο διαμέρισμα. Το καλό ήταν πως το όπλο ήταν δηλωμένο και ο έμπειρος και σχολαστικός Christopher είχε φροντίσει η Amy να έχει άδεια οπλοφορίας. Η δικαιολογία ήταν απλή. Η φίλη του δέχθηκε επίθεση μέσα στο σπίτι της και έπρεπε να κάνει κάτι για να αμυνθεί. Ο Dominic συνόδευσε την Amy στο νοσοκομείο. Την έβαλαν κατευθείαν στο χειρουργείο για να της αφαιρέσουν τη σφαίρα που για καλή της τύχη δεν είχε βρει κάποιο βασικό αγγείο. Αργά το απόγευμα όταν η Amy ξύπνησε στο δωμάτιο του νοσοκομείου αντίκρισε τον Christopher και τον Dominic να κάθονται δίπλα της και να περιμένουν υπομονετικά. Γυρνώντας προς τον δεύτερο του είπε...<br /><br />"Σ' ευχαριστώ πολύ. Αν δεν ήσουν εκεί ο δολοφόνος θα είχε βγάλει εις πέρας την αποστολή του."...και πρόσθεσε αυτή τη φορά κοιτάζοντας τον Christopher..."Και σένα όμως σε ευχαριστώ που όπως πάντα με κάλυψες στις αρχές."<br /><br />Οι δύο άντρες της είπαν σχεδόν με μια φωνή πως έκαναν αυτό που έπρεπε. Της κράτησαν για λίγο συντροφιά και μετά την άφησαν να ξεκουραστεί. Θα έβρισκαν κάποια άλλη στιγμή να συζητήσουν το τι ακριβώς έγινε...Και η μέρα έκλεισε δύσκολα για όλους, μα ένας από τους τρεις ήταν πολύ περισσότερο προβληματισμένος από τους υπόλοιπους.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com26tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-18185629307141702222012-04-25T22:43:00.002+03:002012-07-11T23:31:52.547+03:005. Σε Σκοτεινά Μονοπάτια<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgSZFmbqhODtNxrLaJIjwXDrMeBlHZGN1dK5LKhppRPY-zp3p2JQ2abM0zfWgBVdvAeAEvBez-wUrILwFZBr4ioySDj0E-P-avvzo0pfRpcWFGfJbSHqfCbL6HLniZs5ttB3U7bKd8A1tk/s1600/5..bmp" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="400" width="396" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgSZFmbqhODtNxrLaJIjwXDrMeBlHZGN1dK5LKhppRPY-zp3p2JQ2abM0zfWgBVdvAeAEvBez-wUrILwFZBr4ioySDj0E-P-avvzo0pfRpcWFGfJbSHqfCbL6HLniZs5ttB3U7bKd8A1tk/s400/5..bmp" /></a></div>Το αυτοκίνητο με το σκούρο μπλε χρώμα μπήκε στο πάρκινγκ του πολυόροφου κτιρίου. Προχώρησε αρκετά μέσα και σταμάτησε σε ένα σημείο σχεδόν άδειο. Η πόρτα του άνοιξε και ο μαυροντυμένος άντρας βγήκε μέσα από αυτό κρατώντας στα χέρια του έναν φάκελο. Με βήμα βαρύ και σταθερό κατευθύνθηκε προς τον ανελκυστήρα. Περίμενε ανυπόμονα να έρθει ο θάλαμος. Οι πόρτες άνοιξαν. Μπήκε μέσα και με το που έκλεισαν πίσω του έβγαλε ένα μικρό κλειδί από τη τσέπη του παντελονιού του. Το έβαλε σε μια υποδοχή στο τοίχωμα του θαλάμου. Τότε τα φώτα χαμήλωσαν και το ασανσέρ ξεκίνησε να πηγαίνει προς τα κάτω. Το περίεργο ήταν πως στο πλάι με τα κουμπιά μόνο πάνω μπορούσες να πας. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα οι πόρτες άνοιξαν και ο άντρας αντίκρισε έναν μακρύ διάδρομο με πολλές πόρτες δεξιά κι αριστερά. Ήταν μόλις η τρίτη φορά που τον καλούσαν εκεί για να δώσει αναφορά αυτοπροσώπως. Προχώρησε λίγο βιάστηκα προς το δωμάτιο που ήταν στην αντίθετη πλευρά του διαδρόμου. Με τις άκρες των ματιών του έβλεπε τι υπήρχε μέσα στα δωμάτια που προσπερνούσε. Τα περισσότερα ήταν γεμάτα με όλων των ειδών τα όπλα. Περίστροφα, πολυβόλα, μαχαίρια διαφόρων τύπων, σιδερένιοι λοστοί, χειροβομβίδες, εκρηκτικοί μηχανισμοί, μέχρι και σπαθιά. Σε ένα δωμάτιο ήταν ακουμπισμένα στο έδαφος δύο πτώματα, μιας γυναίκας και ενός άντρα. Ήταν μάγοι κι δυο, κάτι που δε χρειαζόταν να το μαντέψει. Σε ένα άλλο τρεις με τέσσερις άντρες συζητούσαν έντονα μα δεν έδωσε σημασία στο τι έλεγαν. Η έγνοια του ήταν στο τι θα συναντούσε πίσω από τη κλειστή πόρτα που πλέον στεκόταν μπροστά της.<br /><br />Χτύπησε μια φορά. Μια βραχνή αντρική φωνή ακούστηκε αμέσως...<br /><br />"Πέρασε."<br /><br />Μπήκε στο σκοτεινό και απίστευτα λιτό δωμάτιο έχοντας έναν κόμπο στο λαιμό του. Κι όμως, αν και εκπαιδευμένος εκτελεστής, ήταν φοβισμένος. Είδε μια καρέκλα κοντά του. Στο βάθος ένας άντρας στεκόταν όρθιος δίπλα σε ένα ξύλινο γραφείο. Το χαμηλό και αναμμένο φωτιστικό που υπήρχε πάνω σ' αυτό τον φώτιζε μέχρι το ύψος του θώρακα περίπου. Παραπάνω το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν πως αυτός ο άντρας ήταν σχετικά νέος και ότι είχε ένα αρκετά μεγάλο μούσι. Και τότε ο άντρας μίλησε με απότομο τόνο στη φωνή του...<br /><br />"Θα περιμένω πολύ ώρα; Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Κάτσε στη καρέκλα."<br /><br />Κάθισε αμέσως χωρίς να βγάλει ούτε ψίθυρο. <br /><br />"Λοιπόν σου ανέθεσαν κάτι και όπως με πληροφόρησαν το έμαθες. Σε ακούω."...σταμάτησε για λίγο..."Πως είπαμε πως σε λένε;"<br /><br />"Jonathan...Jonathan Jameson με λένε. Έμαθα το όνομα που μου ζητήσατε...Christopher Winterblood ονομάζεται ο μάγος και είναι εξαιρετικά ισχυρός."<br /><br />Ο άντρας παραμένοντας πάντα στο ημίφως πέταξε με θυμό στον απέναντι τοίχο το κινητό που κρατούσε στο χέρι του και το έκανε κομμάτια.<br /><br />"Είσαι σίγουρος;"<br /><br />"Ναι κύριε, απόλυτα σίγουρος. Είμαι βέβαιος για την εγκυρότητα της πηγής μου."<br /><br />Η δυσφορία του συνομιλητή του αυξήθηκε. Ξαφνικά άρχισε να φωνάζει...<br /><br />"Μα πως είναι δυνατόν; Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό! Πες μου τι άλλο ξέρεις;"<br /><br />Ο ξαφνιασμένος Jonathan απάντησε με δισταγμό...<br /><br />"Όχι πολλά. Απλά ότι είναι γύρω στα 30 και πως έχει μαζί του και μια κοπέλα, μάγισσα κι αυτή. Περισσότερες λεπτομέρειες, καθώς και φωτογραφίες τους που τράβηξα εγώ ο ίδιος θα βρείτε στο φάκελο που έχω μαζί μου."<br /><br />Επικράτησε σιωπή που δε κράτησε για πολύ...<br /><br />"30;"...φώναξε έκπληκτος..."Μπορείς να φύγεις τώρα, αφού πρώτα μου αφήσεις τον φάκελο...Και Jonathan θέλω να μαθαίνω οποιαδήποτε νέα πληροφορία αμέσως."<br /><br />"Τους έχω από κοντά κύριε. Θα σας ενημερώνω το γρηγορότερο δυνατό."<br /><br />Ο άντρας προσπαθώντας να βρει λίγη από τη ψυχραιμία που μόλις έχασε πρόσθεσε κάτι τελευταίο...<br /><br />"Πόσο καιρό είσαι στην οργάνωσή μας;"<br /><br />"Είμαι εδώ στην Spellbound 7 μήνες τώρα. Σας το υπόσχομαι κύριε δε θα σας απογοητεύσω. Θέλω όσο τίποτε άλλο να συμβάλλω στην εξάλειψη αυτής της απειλής που αποτελεί η μαγεία."<br /><br />"Ωραία. Διακρίνω μεγάλη αποφασιστικότητα και χαίρομαι ιδιαίτερα γι' αυτό. Είσαι ελεύθερος να φύγεις. Μέσα στις επόμενες ώρες θα λάβεις τις νέες σου εντολές. Ήρθε η στιγμή για λίγη δράση ακόμη."<br /><br />Ο Jonathan σηκώθηκε από την άβολη καρέκλα, άφησε τον φάκελο στο γραφείο, χαιρέτησε απλά κουνώντας το κεφάλι του και έφυγε χωρίς άλλη καθυστέρηση. Είχε όμως μια απορία. Γιατί ο αρχηγός της Spellbound ήταν τόσο μυστικοπαθής με τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης; Συνειδητοποίησε πως ούτε το όνομά του δεν ήξερε και αναρωτήθηκε τι το διαφορετικό είχε αυτός ο Christopher. Δε προσπάθησε ωστόσο να αναζητήσει μια εξήγηση. Δεν ήταν ώρα για κάτι τέτοιο. Ανέβηκε στο ισόγειο, μπήκε στο αυτοκίνητό του, άφησε το κινητό του στη θέση του συνοδηγού, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και ξεκίνησε.<br /><br />Είχε περάσει μία ώρα από τη συνάντηση με τον αρχηγό και εξακολουθούσε να οδηγεί. Δεν είχε ακόμη κάποιο προορισμό. Μια βόλτα όμως με το αυτοκίνητο στους δρόμους της Νέας Υόρκης πάντα τον χαλάρωνε και του έδινε αυτοσυγκέντρωση. Τότε το κινητό του τηλέφωνο άρχισε να κτυπά. Απάντησε αμέσως αφού ήξερε ποιος ήταν. Μια άγνωστη φωνή του είπε..."Σε μερικά δευτερόλεπτα θα λάβεις ένα μήνυμα με μια διεύθυνση και μια φωτογραφία. Φρόντισε το θέμα όσο πιο σύντομα μπορείς."...και χωρίς να περιμένει απάντηση έκλεισε τη γραμμή. Συνέχισε να κρατά το τηλέφωνό του περιμένοντας το μήνυμα που τελικά δεν άργησε καθόλου. Το άνοιξε, διάβασε το κείμενο με τη διεύθυνση και είδε τη φωτογραφία.<br /><br />"Κρίμα."...Είπε κοιτάζοντάς την με ένα βλέμμα ψυχρό, κενό από συναισθήματα.<br /><br />Άφησε το κινητό του και πάλι στη θέση του συνοδηγού...Και η οθόνη του εξακολουθούσε να δείχνει τη φωτογραφία του επόμενου στόχου του...τη φωτογραφία της Amy.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com39tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-77780674857225131732012-04-04T22:16:00.001+03:002012-07-11T23:31:37.168+03:004. Της Λήθης Το Πρώτο Βλέμμα<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgj8LBIB3JqWnzgiWIacwaUD1rXBlsfWJ-CiI4l0KS4rGmF7beoDr_luMet0riNtlJnsoEm-XfZ541XYxMW47HmPmoT7JLSyyXMCXuclwP9Tb7oHrKakxtfPwpMJsXrJYBKS39M5xFNsIU/s1600/4..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgj8LBIB3JqWnzgiWIacwaUD1rXBlsfWJ-CiI4l0KS4rGmF7beoDr_luMet0riNtlJnsoEm-XfZ541XYxMW47HmPmoT7JLSyyXMCXuclwP9Tb7oHrKakxtfPwpMJsXrJYBKS39M5xFNsIU/s400/4..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5727621461251829506" border="0" /></a>Ξημέρωσε. Το φως του ήλιου είχε γεμίσει το κεντρικό δωμάτιο του διαμερίσματος καθώς οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες στην άκρη. Ο ιδιοκτήτης του που σχεδόν πάντα του άρεσε να κινείται στο σκοτάδι και γενικότερα δεν ήταν πολύ του φωτός, αυτή τη μέρα το είχε μεγάλη ανάγκη. Ο Dominic, αρκετά σκεπτικός, ήταν βυθισμένος σε μια πολυθρόνα και περίμενε τον Christopher για να ξεκινήσουν για το βιβλιοπωλείο. Ήταν πανέτοιμος. Τα ρούχα που του είχε αφήσει παραδίπλα σε μια καρέκλα του ταίριαζαν γάντι. Νόμιζε πως ο νέος του φίλος ακόμη κοιμόταν. Το αντίθετο όμως. Η πόρτα του απαγορευμένου δωματίου άνοιξε. Ο Christopher που είχε ξεκουραστεί ελάχιστα κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχε ξυπνήσει ακόμη πιο νωρίς, είχε κλειστεί μέσα και μελετούσε τα βιβλία του. Προσπαθούσε να βρει κάποια καταγραφή, κάποια προειδοποίηση, κάτι που να παραπέμπει στο όνειρο και στην άγνωστη γυναίκα. Μάταια όμως αφού τα κενά δεν έλεγαν να γεμίσουν όσο και αν έψαχνε. Τελικά κανένας από τους δύο δεν είχε κοιμηθεί αρκετά εκείνο το βράδυ, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η ένταση ήταν τόσο μεγάλη που δε τους άφησε και πολλά περιθώρια ξεκούρασης. Ήταν πανέτοιμος και αυτός. Βγήκε, κλείδωσε τη πόρτα και γύρισε προς τον φιλοξενούμενό του.<br /><br />"Ξεκουράστηκες καθόλου;"<br /><br />"Αρκετά. Σε ευχαριστώ και για τα ρούχα. Φεύγουμε;"<br /><br />"Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Δεν έχω αντίρρηση, αλλά νιώθεις καλά μετά από το χθεσινό;"<br /><br />"Είμαι καλά. Άλλωστε τι να μείνω εδώ να κάνω μόνος μου;"<br /><br />"Ωραία. Ξεκινάμε λοιπόν."<br /><br />Ο Dominic σηκώθηκε. Το πρόσωπό του ήταν μελαγχολικό. Σίγουρα το να έβγαινε έξω θα του έκανε καλό. Και ύστερα η Amy ανυπομονούσε και να μάθει με λεπτομέρειες το τι έγινε και να γνωρίσει τον νέο προστατευόμενο του αφεντικού της.<br /><br />Βγήκαν από τη πολυκατοικία και κατευθύνθηκαν με τα πόδια προς το βιβλιοπωλείο. Στο δρόμο ο Dominic ρώτησε κάτι που είχε την περιέργεια να μάθει εδώ και ώρα...<br /><br />"Τι είναι εκείνο το δωμάτιο;"<br /><br />Ο Christopher σταμάτησε να περπατά για μερικά δευτερόλεπτα, γύρισε προς τον Dominic, τον κοίταξε μέσα στα μάτια και με αυστηρό ύφος του είπε...<br /><br />"Το δωμάτιο αυτό είναι ο προσωπικός μου χώρος. Για τώρα τουλάχιστον είναι απαγορευμένο για σένα."<br /><br />Ο Dominic κατεβάζοντας το κεφάλι του απάντησε...<br /><br />"Συγνώμη, μάλλον πήρα πολύ θάρρος."<br /><br />"Καμία συγνώμη δε χρειάζεται. Ίσως ήμουν πιο αυστηρός απ' ότι θα έπρεπε. Απλά θέλω να είμαι ξεκάθαρος σ' αυτό το θέμα, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις."<br /><br />Χαμογέλασε και πρόσθεσε...<br /><br />"Λοιπόν ας τα αφήσουμε αυτά για την ώρα. Ετοιμάσου, σε λίγο θα γνωρίσεις την απίθανη Amy!"<br /><br />Μπήκαν στο βιβλιοπωλείο. Ο Dominic εντυπωσιάστηκε με το πόσο ζεστός και τακτοποιημένος ήταν ο ομολογουμένως μικρός χώρος. Ο Christopher αμέσως έβαλε το cd player να παίζει την κινηματογραφική μουσική που τόσο λάτρευε. Οι νότες πλημμύρισαν το βιβλιοπωλείο.<br /><br />"Κάθισε, ψάξε στα ράφια, νιώσε ελεύθερος να κάνεις ότι θέλεις κύριε Levy."...είπε ευδιάθετα..."Όλο και κάποιο βιβλίο θα σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Και πίστεψέ με εδώ θα βρεις πολύ ιδιαίτερα βιβλία."<br /><br />Ο Dominic πήγε προς το πίσω μέρος του μαγαζιού και χάθηκε ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Ο Christopher χαλάρωνε καθισμένος στη πολυθρόνα του γραφείου του ενώ απολάμβανε αγαπημένα ορχηστρικά κομμάτια μεγάλων συνθετών. Τότε το κουδουνάκι της πόρτας κτύπησε. Η Amy μόλις είχε καταφθάσει. Μπήκε μέσα, κοίταξε γύρω της και πλησιάζοντας τον Christopher είπε φωναχτά...<br /><br />"Τι, δεν είναι εδώ;"<br /><br />Ο Christopher χωρίς να καταφέρει να συγκρατήσει το γέλιο του απάντησε...<br /><br />"Καλά, πες και μια καλημέρα πρώτα. Βλέπω πολύ αγωνία έχεις. Πρώτον δε χρειάζεται να φωνάζεις και δεύτερον είναι πίσω και μάλλον σε άκουσε."<br /><br />Εκείνη τη στιγμή ξεπρόβαλε και ο Dominic πίσω από μια βιβλιοθήκη. Ήταν έτοιμος να μιλήσει και να τη πειράξει ελαφρώς αλλά έχασε τα λόγια του μόλις την είδε. Η Amy που ήταν έτσι κι αλλιώς όμορφη και γλυκιά κοπέλα σήμερα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακή. Το φρέσκο της πρόσωπο έλαμπε, ενώ τα κατακόκκινα μαλλιά της κέρδιζαν πάντα τα βλέμματα του περίγυρου.<br /><br />"Είμαι η Amy...και εσύ πρέπει να είσαι ο Dominic."...του είπε δίνοντάς του το χέρι της και έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της...<br /><br />"Ναι το όνομά μου είναι Dominic, λίγο διαφορετικό αλλά αυτό είναι...Χάρηκα πολύ."<br /><br />"Κι εγώ χάρηκα! Το όνομά σου είναι πολύ ωραίο. Οι γονείς σου είχαν έμπνευση...Έχω να τακτοποιήσω κάποια νέα βιβλία που ήρθαν χθες, θες να με βοηθήσεις;"<br /><br />"Αλίμονο. Φυσικά και θέλω. Μετά από τη χθεσινή μέρα το να έχω κάτι να κάνω είναι ότι καλύτερο για μένα."<br /><br />Έβαλαν τα βιβλία στη θέση τους, συμμάζεψαν και μερικά άλλα ράφια και όλη την ώρα κουβέντιαζαν και γελούσαν. Φυσικά ο Dominic μοιράστηκε μαζί της και τις λεπτομέρειες της τραγικής νύχτας που έζησε. Δε της έκρυψε μάλιστα πως τρόμαξε και λίγο με το μέγεθος των δυνάμεων του Christopher και κυρίως με το γεγονός ότι η οργή του κόντεψε να ξεπεράσει κάθε όριο. Αργότερα η μέρα έγινε πολύ μονότονη αλλά μόνο για τον Christopher. Η Amy καθάριζε τριγύρω, ασχολούνταν με το κινητό της, ξεφύλλιζε διάφορα βιβλία ή καλύτερα έκανε πως τα ξεφύλλιζε και σε τακτά χρονικά διαστήματα κοίταζε τον Dominic που είχε καθίσει στο γραφείο απέναντι από τον Christopher και διάβαζε ένα βιβλίο που του κέρδισε το ενδιαφέρον. Και όλο αυτό ήταν λογικό μιας και ο Dominic ήταν περίπου συνομήλικός της, αρκετά ψηλός, καστανόξανθος, με γαλάζια μάτια και με έντονες γωνίες στο πρόσωπό του που τον έκαναν ακόμη πιο γοητευτικό. Ο ευγενικός τρόπος που μιλούσε αλλά και το συνεσταλμένο του ύφος την εντυπωσίασαν από τη πρώτη στιγμή.<br /><br />Και ο Christopher τους παρατηρούσε καθώς αντάλλασσαν βλέμματα και αργότερα, προς το μεσημέρι, μιας και είχε πολύ ώρα να έρθει κάποιος πελάτης σκέφτηκε πως πρέπει να μιλήσουν...<br /><br />"Ξέρω πως ενοχλώ, αλλά πρέπει να πάρουμε κάποιες αποφάσεις."<br /><br />Με γρήγορες κινήσεις πήγε προς τα πίσω και όταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια του ένα περίστροφο και ένα στιλέτο.<br /><br />"Amy αν θέλεις κλείδωσε για λίγο την πόρτα και έλα μετά να συνεννοηθούμε."<br /><br />Μαζεύτηκαν και οι τρεις γύρω από το γραφείο. Ο Christopher είχε κιόλας αφήσει πάνω του το όπλο και το στιλέτο.<br /><br />"Όπως καταλαβαίνετε πρέπει να προστατέψουμε τους εαυτούς μας και μιας και δε μπορούμε να είμαστε συνέχεια μαζί πρέπει να έχουμε και κάτι για να αμυνθούμε σε περίπτωση που θα βρεθούμε σε κίνδυνο. Αποφάσισα να δώσω το περίστροφο σε σένα Amy και το στιλέτο στον Dominic."...Έδωσε το όπλο στην Amy λέγοντάς της..."Έχεις τα ξόρκια σου, τώρα έχεις κι αυτό. Μη διστάσεις να το χρησιμοποιήσεις αν υπάρξει ανάγκη. Τα μαθήματα που σου έκανα παλιότερα νομίζω πως είναι αρκετά."<br /><br />Γύρισε προς τον Dominic και του έδωσε το στιλέτο....<br /><br />"Δεν είσαι μάγος και ίσως θα έπρεπε να σου δώσω και σένα περίστροφο. Σίγουρα θα σου ήταν πιο χρήσιμο και πιο αποτελεσματικό. Όμως μόλις ήρθες κοντά μας και γι' αυτό είναι ακόμη νωρίς για κάτι τέτοιο. Το στιλέτο αυτό για τώρα είναι αρκετό. Αργότερα και μόλις θεωρήσω πως είσαι έτοιμος θα σου δώσω αυτό που πρέπει. Μάλιστα έχω κάπου κρυμμένο και ένα περίστροφο ξένο, που απέκτησα από τη πρόσφατη επίθεση που δέχθηκα...Θα δούμε...Συγχώρεσέ με αλλά πάντα στη ζωή μου ήμουν επιφυλακτικός."<br /><br />Ο Dominic περιεργάστηκε σχολαστικά το στιλέτο και χαμηλόφωνα είπε..."Σε ευχαριστώ και σε καταλαβαίνω απόλυτα. Τώρα με γνωρίσατε. Το στιλέτο είναι υπέρ αρκετό. Να ρωτήσω κάτι;"<br /><br />Ο Christopher κούνησε καταφατικά το κεφάλι του...<br /><br />"Το W που είναι σκαλισμένο στη λαβή τι σημαίνει;"<br /><br />"Το W είναι το αρχικό γράμμα του επιθέτου μου, βλέπεις με λένε Winterblood. Το στιλέτο που κρατάς είναι στην οικογένειά μου εδώ και τρεις γενιές. Έχω κι εγώ ένα που έχει σκαλισμένο ολόκληρο το επίθετό μου στη λεπίδα του. Αυτά για τώρα. Πάμε για φαγητό, θα σας κάνω το τραπέζι. Εκτός αν θέλετε να πάτε κάπου τα δυο σας, μόνοι σας."<br /><br />Γέλασε, δε τους έδωσε ευκαιρία να αντιδράσουν και αφού κλείδωσε το βιβλιοπωλείο του, το αγαπημένο του Oblivion, πήγαν σε ένα εστιατόριο λίγο πιο κάτω. Έφαγαν υπέροχα, γνωρίστηκαν λίγο καλύτερα και όλα έδειχναν πως μια δυνατή τριάδα γεννιόταν. Και ύστερα ο Christopher θυμήθηκε το ξόρκι που είχε κάνει στον εαυτό του και συνειδητοποίησε πως οι ψίθυροι ως δια μαγείας είχαν εξαφανιστεί. Ψίθυροι για τους οποίους δεν είπε κουβέντα ούτε καν στην Amy.<br /><br />Και η ώρα πέρασε εξαιρετικά ευχάριστα. Δυστυχώς αυτή ήταν η μία και μοναδική ανέμελη στιγμή που θα μοιράζονταν ποτέ οι τρεις τους...Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com26tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-42536600385105372102012-03-14T18:15:00.001+02:002012-07-11T23:31:24.647+03:003. Dominic<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjGUXsXO4KgdCMdgLgbmKq4U96pXG06HeeF0mjSLXRvVV2lffjFEunTy0t6fDUMKo_dLNoZjDNv4iJ_uu3XpYRTKGHYGMkYFEibFnzX8kAYbRy58YsERFNAf1sHZOFL2uNHPefIXMfMFp4/s1600/3..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 276px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjGUXsXO4KgdCMdgLgbmKq4U96pXG06HeeF0mjSLXRvVV2lffjFEunTy0t6fDUMKo_dLNoZjDNv4iJ_uu3XpYRTKGHYGMkYFEibFnzX8kAYbRy58YsERFNAf1sHZOFL2uNHPefIXMfMFp4/s400/3..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5719783501546305970" border="0" /></a>Τρία εικοσιτετράωρα είχαν περάσει από το βράδυ της επίθεσης στο βιβλιοπωλείο. Η Amy τις μέρες που μεσολάβησαν παρατήρησε μερικά ανησυχητικά σημάδια στον Christopher. Τον έβλεπε να χάνεται, να αφαιρείται, να πιάνει το μέτωπό του, να κάνει μορφασμούς πόνου. Όσες φορές όμως και αν τον ρώτησε ο ίδιος της έλεγε πως όλα ήταν καλά και ότι απλά έχει έναν επίμονο πονοκέφαλο. Μιας και δεν ήταν άσχετη όμως είχε καταλάβει σχεδόν αμέσως πως για όλα αυτά ευθυνόταν το ξόρκι.<br /><br />Η μέρα έφτανε στο τέλος της και όπου να ναι ο Christopher και η Amy θα έφευγαν από το βιβλιοπωλείο. Κάποια στιγμή η Amy είδε τον εργοδότη της να πιάνει το ράφι της βιβλιοθήκης που βρισκόταν δίπλα του και να στηρίζεται σ' αυτό.<br /><br />"Τι έπαθες πάλι;"...του είπε.<br /><br />"Τίποτε, αυτός ο πονοκέφαλος που σου έλεγα. Ήρθε η ώρα να φύγεις. Θα μείνω εγώ να κλείσω. Δε θα καθυστερήσω. Σε πέντε λεπτά θα κλειδώσω και θα αναχωρήσω και εγώ."<br /><br />"Σίγουρα; Είσαι καλά έτσι; Δε θες να κλείσουμε μαζί;"<br /><br />"Όχι, φύγε. Ξέρω πως έχεις κανονίσει να πας κινηματογράφο σε λίγο."<br /><br />Η Amy του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, του είπε να μην αργήσει και κατευθύνθηκε προς τον κινηματογράφο λίγο πιο κάτω όπου θα συναντούσε μια φίλη της. Ένα άγχος ωστόσο το είχε για τον Christopher. Δεν ήταν σίγουρη αν έκανε καλά που τον άφηνε μόνο του αφού είχε προσέξει πως τα συμπτώματα μέσα στη τελευταία μέρα είχαν γίνει πιο έντονα.<br /><br />"Ώρα να φεύγω και εγώ."...σκέφτηκε. Έκλεισε όλα τα φώτα, φόρεσε το αγαπημένο του μαύρο δερμάτινο σακάκι που δύσκολα αποχωριζόταν και κλείδωσε τη πόρτα του βιβλιοπωλείου βγαίνοντας από αυτό. Αμέσως διαπίστωσε πως έβρεχε. Ομπρέλα δεν είχε. Ούτε τώρα μαζί του, ούτε ποτέ. Τις αντιπαθούσε τις ομπρέλες. Δε πρόλαβε να κάνει αρκετά βήματα όταν ένιωσε ένα μικρό κτύπημα στον θώρακα. Σα να τον τρυπάει κάτι μόνο που τίποτε δε συνέβαινε στον ίδιο. Τα κτυπήματα συνεχίστηκαν, διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τότε χάθηκε...Σταμάτησε να βλέπει καθαρά γύρω του. Ψίθυροι γέμισαν το μυαλό του, σκέψεις ξένες. Δε καταλάβαινε τι έλεγαν αλλά ήταν ξεκάθαρο πως υπήρχαν. Και οι ψίθυροι έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα κραυγές χωρίς νόημα όσο ο Christopher προχωρούσε μέσα στη δυνατή βροχή, μούσκεμα τελείως ενώ επαναλάμβανε μέσα του..."Πρέπει να φτάσω εγκαίρως." Οι λιγοστοί περαστικοί τον απέφευγαν. Δεν ήταν το πρόσωπό του ή κάτι άλλο πολύ εμφανές, παρά μόνο τα μάτια του. Το γνωστό πύρινο χρώμα ήταν και πάλι εκεί και τρομοκρατούσε όποιον το παρατηρούσε.<br /><br />Χωρίς να ξέρει ακριβώς που πηγαίνει, με μια περίεργη δύναμη να τον οδηγεί έφτασε σε μια μισοεγκαταλελειμμένη οικοδομή. Μπήκε στον κατασκότεινο διάδρομο. Τον διέσχισε σέρνοντας τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού στον τοίχο και εικόνες φρίκης γέμισαν το κεφάλι του. Ανέβηκε στο δεύτερο όροφο. Προχώρησε λίγο και έσπρωξε τη τρίτη πόρτα στα αριστερά του. Τελικά έφτασε αργά...πολύ αργά...Πίσω από τη παλιά ξύλινη πόρτα είδε τα πτώματα δύο ανδρών που δεν ήταν μεγαλύτεροι από τον ίδιο και που του ήταν άγνωστοι. Τα πάντα μαρτυρούσαν πως και οι δύο ήταν μάγοι. Τριγύρω υπήρχαν πολλά αναμμένα κεριά που το φως τους δεν άφηνε τίποτε κρυφό. Στο πάτωμα ήταν πεσμένο ένα μικρό σημειωματάριο που όπως φαινόταν από τη σελίδα στην οποία ήταν ανοιχτό περιείχε ξόρκια και γύρω τους είχαν σχεδιάσει με κιμωλία έναν κύκλο προστασίας μόνο που δεν είχαν προλάβει να τον ολοκληρώσουν. Πρέπει να πήγαν εκεί για να κάνουν κάποια τελετή. Διάλεξαν μάλλον το εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα για να έχουν την ησυχία τους και να μη τους καταλάβει ο οποιοσδήποτε άσχετος. Οι δολοφόνοι, που σίγουρα ήταν παραπάνω από ένας, τους παρακολουθούσαν προφανώς, τους έπιασαν τελείως απροετοίμαστους και τους έσφαξαν πριν προλάβουν να αντιδράσουν, πριν καταφέρουν να ξεστομίσουν το παραμικρό ξόρκι για να αμυνθούν ή να σχεδιάσουν τον προστατευτικό κύκλο. Και όλα αυτά έγιναν μόλις πριν από λίγο. Το αίμα από τον λαιμό τους έτρεχε ακόμη.<br /><br />Ήταν πολύ προσεκτικός. Δεν ήθελε να αφήσει πίσω του ίχνη, αποτυπώματα, το οτιδήποτε που θα οδηγούσε την αστυνομία στον ίδιο. Ευτυχώς φορούσε γάντια. Ξαφνικά αισθάνθηκε έναν δυνατό πόνο στη κοιλιακή χώρα και στο λεπτό κατέβηκε στο ισόγειο, βγήκε από την οικοδομή και άρχισε να τρέχει. Δε πρόσεξε πως κάποιος τον παρακολουθούσε μέσα από ένα σκουρόχρωμο αυτοκίνητο που βρισκόταν σταθμευμένο στην απέναντι μεριά του δρόμου. Έτρεχε μέσα στη βροχή για δύο με τρία λεπτά. Έφτασε κοντά σε ένα μικρό, στενό και ελάχιστα φωτισμένο δρομάκι. Άκουσε φωνές και θορύβους συμπλοκής. Πλησίασε και είδε δύο άντρες να κτυπούν με τις γροθιές τους έναν νεαρό άντρα όχι πολύ πάνω από τα είκοσι. Όταν ο ένας από αυτούς τον κράτησε ακινητοποιημένο και ο άλλος έβγαλε ένα μαχαίρι ήταν η στιγμή που ο Christopher έπρεπε να παρέμβει. Άλλωστε τι έκανε εκεί; Για πιο λόγο βρισκόταν σε εκείνο το σημείο μέσα στη νύχτα; Σίγουρα όχι για να μείνει με σταυρωμένα χέρια. Προχώρησε γρήγορα προς το μέρος τους και είπε...<br /><br />"Στη θέση σας θα έκρυβα το μαχαίρι και θα έφευγα."<br /><br />"Καλύτερα να φύγεις εσύ αν δε θες να έρθει η σειρά σου μόλις ξεμπερδέψουμε μ' αυτό το σκουπίδι."...του είπε ο ένας από τους δύο.<br /><br />Το πρόσωπο του Christopher σκοτείνιασε, τα μάτια του πλέον πετούσαν σπίθες και την ώρα που έπεφτε η πρώτη μαχαιριά στη κοιλιά του νέου άπλωσε το δεξί του χέρι προς το μέρος τους και είπε..."Αγαπητέ έδωσες πολύ λάθος απάντηση..."<br /><br />Άρχισε να λέει χαμηλόφωνα μια φράση. Κάθε φορά που την επαναλάμβανε δυνάμωνε την ένταση της φωνής του. Την έκανε πιο αυστηρή και πιο απειλητική.<br /><br />"Σε κάθε ανάσα σας ο αέρας να γίνεται νερό."<br /><br />Το μαχαίρι έπεσε από τα χέρια του. Και οι δύο κρατούσαν το λαιμό τους. Δε μπορούσαν να πάρουν αέρα. Νερό άρχισε να βγαίνει από το στόμα τους, τη μύτη τους. Σωριάστηκαν στο έδαφος. Έβηχαν ασταμάτητα, τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα, ξερνούσαν νερό. Πνίγονταν. Ο Christopher έλεγε το ξόρκι ξανά και ξανά. Πλέον κρατούσε και το μενταγιόν του. Τι κι αν του φώναζε ο νεαρός. Δε μπορούσε να σταματήσει. Τελικά διέκοψε το ξόρκι με δυσκολία. Οι δύο άντρες ήταν πλέον αναίσθητοι στο έδαφος, όχι όμως και νεκροί. Ο νέος ήταν πεσμένος και αυτός στο έδαφος και λίγο αιμορραγούσε. Ευτυχώς το τραύμα δεν ήταν καθόλου βαθύ, όπως φάνηκε μετά από μια πρώτη γρήγορη ματιά.<br /><br />"Είσαι τυχερός μικρέ. Απ ' ότι βλέπω δε χρειάζεται να σε πάω στο νοσοκομείο. Το τραύμα σου είναι εντελώς επιπόλαιο. Μπορώ να στο φροντίσω εγώ. Δε βλέπω να έπαθες και κάτι πολύ σοβαρό από τα κτυπήματα."<br /><br />Άπλωσε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί και τον ρώτησε..."Πως σε λένε μικρέ;"<br /><br />"Dominic...Dominic Levy."...του απάντησε και πρόσθεσε..."Σε ευχαριστώ πολύ, αν δεν ήσουν εδώ, τώρα δε θα ήμουν ζωντανός."<br /><br />Ο Christopher του συστήθηκε και αφού διαπίστωσε πως οι δύο άντρες είχαν εξασθενημένο σφυγμό ξεκίνησε μαζί με τον Dominic για το σπίτι του πριν τους δει κάνεις και έρθει η αστυνομία. Έπρεπε να φροντίσει το τραύμα του και μετά θα έβλεπαν τι θα έκαναν.<br /><br />Μπήκαν στο διαμέρισμα. Του είπε να νιώθει σα στο σπίτι του, καθάρισαν το επιφανειακό κόψιμο, το κάλυψαν με μια μικρή γάζα και άρχισαν τη κουβέντα.<br /><br />"Ήσουν μαζί με τους δύο άτυχους νέους στην ακατοίκητη πολυκατοικία έτσι;"<br /><br />"Ναι, πήγα από περιέργεια μαζί τους. Κάναμε εδώ και λίγους μήνες παρέα και ήθελα να δω πώς πραγματοποιούν ξόρκια."...του είπε βουρκωμένος..."Τους έσφαξαν σα να ήταν ζώα, χωρίς να πουν λέξη. Εγώ ξέφυγα, ήταν όμως γρήγοροι και με σταμάτησαν στο στενό."<br /><br />"Δηλαδή εσύ Dominic δεν είσαι μάγος..."<br /><br />"Όχι, που τέτοια τύχη!"<br /><br />Ο Christopher σοβάρεψε λίγο παραπάνω και πρόσθεσε..."Δεν είναι καθόλου τύχη να είσαι μάγος..."...μετά από μια μικρή παύση συνέχισε..."Λοιπόν που θέλεις να σε πάω; Που μένεις;"<br /><br />"Πλέον δεν έχω που να μείνω. Είμαι μόνος στη πόλη. Συγκατοικούσα με τον Jake, όμως τώρα είναι νεκρός και δε θέλω να ξαναγυρίσω εκεί. Θα πάω να πάρω μερικά πράγματά μου και θα δω τι θα κάνω. Οπότε εδώ σε αποχαιρετώ. Σε ευχαριστώ και πάλι πολύ."<br /><br />"Δεν έχεις να πας πουθενά. Θα μείνεις εδώ για λίγο καιρό, μέχρι να συνέλθεις τουλάχιστον. Δε μπορώ να σε αφήσω να τριγυρνάς από δω κι από κει. Είσαι και κτυπημένος."<br /><br />Ο Dominic πήγε να φέρει αντίρρηση όμως ο Christopher δε τον άφησε να μιλήσει λέγοντας..."Δε δέχομαι κουβέντα. Άλλωστε λίγη βοήθεια στο βιβλιοπωλείο μου θα μου ήταν χρήσιμη. Λοιπόν θα σου φέρω μερικά σκεπάσματα και στεγνά ρούχα και θα σε αφήσω να κοιμηθείς τώρα. Τα λέμε το πρωί."<br /><br />Ο Dominic δεν είχε κάτι άλλο να πει. Μόνο τον ευχαρίστησε για μια ακόμη φορά. Ο Christopher ένιωθε πως ήταν υποχρέωσή του να τον πάρει υπό τη προστασία του. Τόσο καιρό γνώριζε για τους φόνους και δεν έκανε κάτι. Τώρα όμως ήταν πανέτοιμος να αναλάβει δράση. Βγήκε από το δωμάτιο. Όλη αυτή την ώρα δεν είχε ελέγξει το κινητό του που βρισκόταν στη τσέπη του σακακιού. Το έβγαλε και διαπίστωσε πως είχε 7 αναπάντητες κλήσεις, όλες από την Amy.<br /><br />"Ωχ, τι έχω να ακούσω."<br /><br />Τη πήρε αμέσως τηλέφωνο παρά το προχωρημένο της ώρας, της είπε περιληπτικά το τι έγινε και τη καληνύχτισε με την υπόσχεση πως θα τα μάθει όλα την επόμενη μέρα στο βιβλιοπωλείο. Έμεινε αρκετή ώρα μπροστά στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω και σκουπίζοντας μηχανικά με μια πετσέτα τα μουσκεμένα του μαλλιά...ξανά και ξανά.<br /><br />Και η νύχτα ήταν μεγάλη και χωρίς ύπνο...Κόντεψε να σκοτώσει δύο ανθρώπους, δολοφόνους μεν αλλά δεν ήθελε να πλησιάσει στο επίπεδό τους σε καμία περίπτωση, όχι τώρα, όχι ξανά...και δυστυχώς το έφτασε σχεδόν.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com35tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-82502380500004497132012-02-22T21:46:00.001+02:002012-07-11T23:31:11.591+03:002. Τα Τριαντάφυλλα Του Χειμώνα<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjMQoT4Xck-4DD0hAy-MJb5smuW1Gr8j9LTdDba8-tWEEyS57bBHnL2jVHSZtEX8A3OLmrOzmkgBMsqDlfONcPDy1B_ddT9oNpVuJQwhFiFkFQYvJMD0dH3fKoEErcYq4ydS1aiItp-wMU/s1600/2..png"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 310px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjMQoT4Xck-4DD0hAy-MJb5smuW1Gr8j9LTdDba8-tWEEyS57bBHnL2jVHSZtEX8A3OLmrOzmkgBMsqDlfONcPDy1B_ddT9oNpVuJQwhFiFkFQYvJMD0dH3fKoEErcYq4ydS1aiItp-wMU/s400/2..png" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5712009468745289586" border="0" /></a>Ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Ήταν πεσμένος στο έδαφος. Σηκώθηκε με δυσκολία, αφού αισθανόταν τρομερά καταπονημένος. Δεν αναγνώριζε το δάσος που βρισκόταν αν και η πυκνή ομίχλη δε τον άφηνε να δει και πολλά από αυτό. Ένιωθε το πρόσωπό του, τα μαλλιά του, όλο του το σώμα να είναι βρεγμένα. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν κατακόκκινα από ολόφρεσκο αίμα. Έπιασε το κεφάλι του, το μέτωπό του. Παντού αίμα. Κοίταξε και προς τα κάτω. Με τρόμο διαπίστωσε πως στον ένα του μηρό ήταν καρφωμένο ένα στιλέτο. Μα πόνος δεν υπήρχε. Το τράβηξε αργά και προσεκτικά και είδε έκπληκτος πως ήταν το δικό του στιλέτο. Τότε ένας δυνατός και ξαφνικός αέρας άρχισε να διώχνει την ομίχλη γύρω του. Ανατρίχιασε με το θέαμα που αποκάλυψε μπροστά του το φως του φεγγαριού. Πτώματα...δεκάδες πτώματα. Πλησίασε σ' αυτούς που ήταν πιο κοντά του και απλά διαπίστωσε πως του ήταν άγνωστοι. Εκείνη τη στιγμή ένα χέρι τον ακούμπησε στον αριστερό ώμο. Γύρισε τρομαγμένος να δει ποιος είναι. Είδε μια γυναίκα μέσης ηλικίας που του φάνηκε οικεία. Το πρόσωπό της ήταν πεντακάθαρο και σε αντίθεση με τον ίδιο ή τα πτώματα δεν είχε ίχνος αίματος επάνω της. Αμέσως τη ρώτησε...<br /><br />"Ποια είσαι;...Τι συνέβη εδώ και τι θέλεις;...."<br /><br />Η γυναίκα τον κοίταξε με αγωνία βαθιά μέσα στα μάτια του και του είπε....<br /><br />"Ετοιμάσου...Η ώρα έχει σχεδόν φτάσει..."<br /><br />Όλα μαύρισαν...Πετάχτηκε από το κρεβάτι του μέσα στο άγχος..."Τι όνειρο ήταν αυτό;"...αναρωτήθηκε. Καθώς σκεφτόταν το τι θα μπορούσε να σημαίνει προσπάθησε να συνεχίσει τον ύπνο του.<br /><br />Άκουσε το ξυπνητήρι δίπλα στο κομοδίνο να κτυπά και άνοιξε τα μάτια του. Είδε την ώρα. Ήταν ακόμη πολύ πρωί, 6 και 30. Αρχικά αναρωτήθηκε γιατί κτύπησε τόσο νωρίς, πολύ γρήγορα όμως θυμήθηκε πως είχε πει να κάνει κάποιες δουλειές πριν πάει στο βιβλιοπωλείο. Άπλωσε το χέρι του και το έκλεισε. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά τη νύχτα. Όσο και να πίστευε το αντίθετο, όσο και να πίστευε στον εαυτό του η χθεσινοβραδινή επίθεση τον είχε επηρεάσει πολύ. Και ύστερα ήρθε και το όνειρο να τον ανησυχήσει ακόμη περισσότερο.<br /><br />Σηκώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και ας βαριόταν. Το μαύρο φανελάκι που φορούσε δεν έκρυβε σχεδόν καθόλου το τεράστιο tribal τατουάζ που ξεκινούσε από την αριστερή του ωμοπλάτη, ερχόταν λίγο προς τα εμπρός και κατέληγε στον αντίστοιχο καρπό του. Στο λαιμό του φορούσε ένα παλιό μενταγιόν που δε το αποχωριζόταν ποτέ. Ο Christopher ήταν ένας πολύ ευπαρουσίαστος άντρας. 30 χρονών, με μαύρα μάτια και έντονο βλέμμα, μαύρα κοντά μαλλιά, μόνιμα αξύριστος, αδύνατος και αρκετά ψηλός. Φρόντιζε τον εαυτό του χωρίς να είναι υπερβολικός. Άλλωστε ήταν του μέτρου σε όλα στη ζωή του. Πέρα όμως από όλα ήταν ένας πολύ δυνατός μάγος και όχι ο πρώτος στην οικογένεια. Τη μαγεία την είχε μέσα του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.<br /><br />Το σπίτι δεν ήταν πολύ μεγάλο. Είχε τρεις βασικούς χώρους. Στο ένα δωμάτιο όμως είχε πρόσβαση ο ίδιος και ελάχιστοι άλλοι. Η πόρτα του ήταν πάντα κλειδωμένη. Τα έπιπλα και η γενικότερη διακόσμηση του διαμερίσματος θα περίμενε κανείς να είναι μοντέρνα, αντίθετα όμως όλα ήταν αρκετά κλασικά. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν ήταν οι διάφορες αποχρώσεις του καφέ. CDs και βιβλία γέμιζαν τραπέζια, βιβλιοθήκες και ράφια κάνοντας τον χώρο να δείχνει ακόμη μικρότερος. Παντού υπήρχαν τοποθετημένες κορνίζες με οικογενειακές φωτογραφίες αλλά και φίλων. Ο Christopher ζούσε μόνος του εδώ και χρόνια. Τους γονείς του τους είχε χάσει πριν πολύ καιρό. Έφυγαν και οι δύο μαζί, αναπάντεχα και τραγικά. Ήταν μοναχοπαίδι.<br /><br />Σκέφτηκε το όνειρο και ξεκλείδωσε τη συρταρωτή πόρτα του απαγορευμένου δωματίου. Μπήκε στον λιγοστά φωτισμένο χώρο. Παντού γύρω υπήρχαν ράφια με μικρά βαζάκια, γεμάτα με βότανα αλλά και φίλτρα. Όλα φτιαγμένα από τον ίδιο. Στην άκρη υπήρχε μια βιβλιοθήκη που περιείχε πολλά ταλαιπωρημένα βιβλία. Τα περισσότερα ήταν πολύ παλιά. Στο κέντρο είχε βάλει ένα μικρό τραπέζι και πάνω του είχε τοποθετημένο ένα χοντρό βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε Winterblood. Το βιβλίο αυτό ανήκε στην οικογένειά του εδώ και πολλές γενιές και ήταν γεμάτο από εκατοντάδες ξόρκια. Όποιος το είχε κάθε φορά πρόσθετε και τις δικές του μαγικές λέξεις.<br /><br />Άναψε τρία κεριά, συμβουλεύτηκε ένα βιβλίο για να μη κάνει το παραμικρό λάθος και πήρε από τα ράφια τα βαζάκια που χρειαζόταν. Έριξε μέσα σε ένα ξύλινο χαμηλό βάζο τις ποσότητες που έπρεπε από το κάθε βότανο, τα χτύπησε, τα έλιωσε, πρόσθεσε λίγο καυτό νερό και στο τέλος τρία αποξηραμένα πέταλα από τριαντάφυλλο. Τα ανακάτεψε όλα μαζί για δύο λεπτά, με ένα σουρωτήρι απομάκρυνε τα στερεά μέρη και το υγρό που έμεινε το έβαλε σε ένα ποτήρι. Άνοιξε το οικογενειακό βιβλίο και έψαξε για λίγο το κατάλληλο ξόρκι. Κρατώντας με το αριστερό του χέρι το μενταγιόν του διάβασε αργά και καθαρά..."Όταν στο κακό βρεθείς κοντά άσε το νου σου ελεύθερο και θα σε οδηγήσει σ' αυτό." Επανέλαβε τη φράση άλλες δύο φορές και στη συνέχεια πάντα κρατώντας το μενταγιόν σήκωσε το ποτήρι και ήπιε το φίλτρο που έφτιαξε. Μόλις είχε κάνει στον εαυτό του ένα ξόρκι ετοιμότητας, εντοπισμού και ενδυνάμωσης. Τα μάτια του πήραν το χρώμα της φωτιάς και λίγο αίμα έτρεξε από τη μύτη του. Τα περισσότερα ξόρκια έχουν και το τίμημά τους.<br /><br />Καθάρισε τον χώρο και κλείδωσε τη πόρτα βγαίνοντας από το δωμάτιο. Ντύθηκε βιαστικά μιας και η ώρα είχε πάει 8. Φόρεσε τελευταία στιγμή το αγαπημένο του μαύρο δερμάτινο σακάκι, έβαλε στη θήκη το στιλέτο του, πήρε μαζί του μερικά μπουκαλάκια με φίλτρα και ξεκίνησε με τα πόδια για το βιβλιοπωλείο στην οδό Libertine με το περίεργο όνομα, το δικό του βιβλιοπωλείο. Το είχε ονομάσει Oblivion και όπως όλα τα πράγματα στη ζωή του έτσι και αυτό είχε τη σημασία του.<br /><br />Έφτασε στο βιβλιοπωλείο. Αμέσως είδε μια κοπέλα να τον περιμένει έξω από αυτό. Ήταν η Amy Blackrose. Γλυκιά, κομψή, με μακριά σπαστά κόκκινα μαλλιά που ήταν και το φυσικό της χρώμα, με καφέ μάτια, 22 ετών και με το μαγικό στοιχείο έντονο μέσα της. Η Amy ήταν αδελφική φίλη του Christopher και κόρη μιας πολύ καλής και οικογενειακής φίλης του. Ήταν όμως και υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο. Κρατούσε στα χέρια της μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Φυσικά και είχαν βαθύ κόκκινο χρώμα. Πλησιάζοντας ο Christopher είδε πως η Amy τον αγριοκοίταζε.<br /><br />"Άργησες."...του είπε με ύφος αλλά χαμογελώντας ταυτόχρονα.<br /><br />"Είχα κάτι έκτακτο να κάνω αυτό το πρωινό. Μόλις ξεκλειδώσω και μπούμε μέσα θα καταλάβεις." της απάντησε πολύ σοβαρός και χωρίς να ανταποδώσει το χαμόγελο.<br /><br />Προχώρησαν μέσα στο κατάστημα και αμέσως η Amy πρόσεξε τα σπασμένα ράφια.<br /><br />"Τι έγινε εδώ μέσα;...Μη μου πεις!!!...Σου επιτέθηκαν! Και σου είπα να μη μένεις μέχρι αργά στο βιβλιοπωλείο. Μετά από τις δολοφονίες των τελευταίων μηνών πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί."...του είπε ανεβάζοντας το τόνο της φωνής της.<br /><br />"Κάποιοι σκοτώνουν μάγους τους τρεις τελευταίους μήνες και εγώ πίστεψα πολύ στον εαυτό μου, περισσότερο απ' ότι θα έπρεπε μάλλον. Με βρήκε απροετοίμαστο και απλά ήμουν τυχερός που δε πέτυχε το στόχο του. Χάσαμε τόσους φίλους, κάτι πρέπει να κάνουμε."<br /><br />Η Amy παίρνοντας μια έκφραση όλο καχυποψία ρώτησε..."Και τι έκανες το πρωί;"<br /><br />"Έκανα ένα παλιό ξόρκι που θα με κρατήσει σε εγρήγορση σε περίπτωση απειλής."<br /><br />"Καλό μου ακούγεται."...συμφώνησε η Amy και συνέχισε..."Τα κενά πώς πάνε;"<br /><br />"Τα κενά καλώς ή κακώς παραμένουν...κενά...Πιάσε όμως τώρα δουλειά. Βάλε τα τριαντάφυλλα σε ένα βάζο, ετοίμασέ μου έναν καφέ και κανόνισε να έρθει κάποιος να αντικαταστήσει τα ράφια."<br /><br />"Αρχίσαμε πάλι τις διαταγές βλέπω."...του είπε η Amy αφήνοντας να σχηματιστεί στο πρόσωπό της ένα μικρό χαμόγελο.<br /><br />Η μέρα κύλησε με πολύ κουβέντα γύρω από το φλέγον θέμα. Η αστυνομία και κατ' επέκταση η κοινή γνώμη ήξερε για κάποιους φόνους χωρίς να γνωρίζει πως όλα τα θύματα συνδέονταν μεταξύ τους αφού ανήκαν στη κοινότητα των μάγων της Νέας Υόρκης. Η Amy και ο Christopher τους ήξεραν τους περισσότερους καλά. Έκαναν παρέα μαζί τους και τώρα που η απειλή κτύπησε τη πόρτα τους κατέληξαν στο ότι πρέπει να μην αφήνει ο ένας τον άλλον πολλές ώρες μόνο του και γενικά να αποφεύγουν την περιττή έκθεση καθώς και τη χρήση μαγικών. Το χαμηλό προφίλ άλλωστε πάντα βοηθούσε. Ο Christopher όμως αποφάσισε και κάτι ακόμη που σκοπίμως δε το μοιράστηκε με την Amy. Ούτε φυσικά μοιράστηκε μαζί της το όνειρο που είδε.<br /><br />Και το βλέμμα του έμεινε κολλημένο σε εκείνα τα τριαντάφυλλα της Amy ενώ η σκέψη του ταξίδευε, έτρεχε στη προσπάθειά του να βρει απαντήσεις για τα κενά, το όνειρο και τα δεκάδες ερωτήματα που γέμιζαν τη ζωή του.<br /><br />Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά...Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com34tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-69807623266358093102012-02-11T21:17:00.001+02:002012-07-11T23:30:58.781+03:001. Νυχτερινός Επισκέπτης<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjbkkH1YTX-04hFBrN6b-7sN1RD21tQybFtpt3PKpjyG25BfrA9I5XoTpmuiS06sLXEUV5fTSWhGxHIxrtaLmNF8nqTBxVepbQqCXzZmWQ3V7sjkT22ejnIkE0ZMEVkE6kXTMwiZlMyPEA/s1600/1..JPG"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjbkkH1YTX-04hFBrN6b-7sN1RD21tQybFtpt3PKpjyG25BfrA9I5XoTpmuiS06sLXEUV5fTSWhGxHIxrtaLmNF8nqTBxVepbQqCXzZmWQ3V7sjkT22ejnIkE0ZMEVkE6kXTMwiZlMyPEA/s400/1..JPG" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5707947362647166386" border="0" /></a>Η ώρα είχε περάσει αρκετά. Το σκοτάδι είχε κάνει την εμφάνισή του από νωρίς. Ήταν χειμώνας. Δεκέμβριος του 2011, λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων. Το κρύο ήταν τσουχτερό και οι δρόμοι της Νέας Υόρκης σχεδόν έρημοι. Ο Christopher Winterblood, ιδιοκτήτης ενός μικρού βιβλιοπωλείου, άφησε για λίγο το βιβλίο που διάβαζε και πήγε προς τη πόρτα του καταστήματός του. Γύρισε από την άλλη πλευρά τη μικρή ταμπέλα που είχε κρεμασμένη πάνω σ' αυτή για να δείξει πως έκλεισε για τη μέρα. Δε κλείδωσε όμως. Όχι γιατί ξέχασε, απλά γιατί δεν υπήρχε λόγος. Ο Christopher δεν ήταν ιδιοκτήτης ενός απλού βιβλιοπωλείου. Τα βιβλία που φιλοξενούσε απευθύνονταν σε ειδικό κοινό και αυτό γιατί είχαν στη πλειοψηφία τους θέματα μεταφυσικά, ψυχολογίας, παραψυχολογίας και φυσικά μυθοπλασίας. Για τους πιο ιδιαίτερους πελάτες υπήρχαν και ακόμη πιο περίεργα βιβλία, αν βέβαια είχαν την ικανότητα να τα αναγνωρίσουν.<br /><br />Επέστρεψε στο βιβλίο του. Το διάβαζε με πολύ ενδιαφέρον. Είχε ως θέμα το ταξίδι της ψυχής προς την αθανασία. Τον συγγραφέα του βιβλίου τον συναντούσε για πρώτη φορά. Το υπέγραφε μόνο με το μικρό του όνομα...Μάρκος. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως ο Μάρκος ήταν συγγραφέας πολλά πολλά χρόνια και πως αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο που υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα. Το έβαλε σύντομα στην άκρη. Θα το συνέχιζε την επόμενη μέρα με τη πρώτη ευκαιρία αφού έβλεπε πως με τον ήρωά του είχε πολλά κοινά.<br /><br />Κατευθύνθηκε προς το cd player. Ήθελε να δυναμώσει τη μουσική. Στο βιβλιοπωλείο του ακουγόταν μονίμως κινηματογραφική μουσική και τώρα που είχε έρθει η ώρα του συμμαζέματος ήθελε να την απολαύσει πολύ πιο δυνατά.<br /><br />Κόντευαν μεσάνυχτα. Ήταν στο πίσω μέρος του καταστήματος και έβαζε μερικά τελευταία βιβλία στα ράφια τους. Είχε έρθει η στιγμή της επιστροφής στο σπίτι. Μπορεί η μουσική να γέμιζε τον χώρο όμως αμέσως αντιλήφθηκε τον ήχο του μικρού κουδουνιού που κρεμόταν πάνω από τη πόρτα. Κάποιος είχε μπει στο κατάστημα. Φώναξε..."Έχω κλείσει για απόψε", μα απάντηση δε πήρε. Η σιωπή δε του άρεσε αλλά κράτησε τη ψυχραιμία του. Άλλωστε λίγες ήταν εκείνες οι φορές που την είχε χάσει στη ζωή του. Έκανε μερικά βήματα και πριν προλάβει να βγει πίσω από τη μεγάλη βιβλιοθήκη που τον έκρυβε δέχθηκε δύο πυροβολισμούς, που όμως δε βρήκαν στόχο. Χωρίς να προλάβει να δει ποιος τον πυροβόλησε επέστρεψε στην αρχική του θέση, έκλεισε τα μάτια του και σχεδόν ψιθυριστά είπε..."Σκοτάδι πάρε τη θέση του φωτός και κρύψε με μέσα σου". Στη στιγμή τα φώτα έκλεισαν, οι φλόγες των λίγων κεριών που είχε αναμμένα στο πλαϊνό παράθυρο έσβησαν και στο βιβλιοπωλείο επικράτησε συσκότιση. Ο Christopher άνοιξε τα μάτια του. Οι κόρες των ματιών του είχαν αποκτήσει ένα έντονα πύρινο χρώμα, λες και είχαν πιάσει φωτιά. Αμέσως απλώνοντας τα χέρια του συμπλήρωσε λέγοντας..."Απομάκρυνση"...Ο άγνωστος πετάχτηκε στον αέρα, σα να τον έσπρωξε μια αόρατη δύναμη και πέφτοντας στην απέναντι βιβλιοθήκη έχασε το όπλο του, χτυπώντας ταυτόχρονα το κεφάλι του. Σηκώθηκε ζαλισμένος και έψαξε να το βρει αλλά το σκοτάδι δε τον βοηθούσε ιδιαίτερα. Μέσα στην αγωνία που είχε αρχίσει να τον κατακλύζει διαπίστωσε πως ο Christopher ήταν πλέον δίπλα του, αφού γι' αυτόν η έλλειψη του φωτός δεν ήταν τόσο πρόβλημα. Του επιτέθηκε αυτή τη φορά με τις γροθιές του, ξέροντας όμως ότι δε μπορεί να του κάνει κακό. Αυτό χωρίς το όπλο του ήταν αδύνατο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως απέτυχε και το καλύτερο που του έμενε να κάνει είναι να ξεφύγει ζωντανός. Ο Christopher απέφυγε τα χτυπήματα και με γρήγορες και σχεδόν ταχυδακτυλουργικές κινήσεις έβγαλε από μια θήκη κρυμμένη στη μέση του ένα στιλέτο και με τη κοφτερή του λεπίδα κατάφερε ένα αρκετά βαθύ κόψιμο στον βραχίονα του άγνωστου άντρα. Αυτός παραπάτησε και έριξε κάτω μια μεγάλη στοίβα από βιβλία. Τότε είδε πως η εξώπορτα δεν απείχε και πολύ. Γύρω στα τρία μέτρα μόλις. Δεν έδωσε σημασία στο αίμα που άρχισε να τρέχει από χέρι του ούτε ασχολήθηκε με το όπλο του αφού σκέφτηκε πως όπλα υπάρχουν πολλά. Όρμησε χωρίς δεύτερη σκέψη στην εξώπορτα, βγήκε από το βιβλιοπωλείο, διέσχισε γρήγορα το δρόμο και χάθηκε μέσα στη νύχτα.<br /><br />Ο Christopher σκέφτηκε να τον κυνηγήσει και για αρκετά μέτρα το έκανε, αλλά γρήγορα το μετάνιωσε. Ίσως να ήταν λάθος του όμως. Η αυτοπεποίθησή του ήταν πολύ υψηλή εδώ και χρόνια και το να γυρίσει στο μαγαζί του θεώρησε πως ήταν το σωστό και ας μην είχε καταφέρει να δει καν το πως έμοιαζε ο άγνωστος. Είπε αυτή τη φορά φωναχτά...."Από το σκοτάδι στο φως". Το βιβλιοπωλείο φωτίστηκε στο δευτερόλεπτο και έκανε έναν μορφασμό δυσφορίας αντικρίζοντας τα δεκάδες πεσμένα στο πάτωμα βιβλία, τα σπασμένα ράφια και τη γενικότερη ακαταστασία που προκλήθηκε από τη συμπλοκή. Και τότε το πρόσωπό του αγρίεψε. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει πως είχε έρθει και η δική του σειρά. Σήκωσε το περίτεχνα φτιαγμένο στιλέτο του. Η αιχμηρή λεπίδα του ήταν σκαλισμένη και με καλλιγραφικά γράμματα από τη μια της πλευρά έγραφε Winter και από την άλλη Blood. Ήταν οικογενειακό κειμήλιο και του το είχε δώσει πριν πολύ καιρό ο πατέρας του. Φυσικά και υπήρχε ακόμη το αίμα του δολοφόνου επάνω του. Άνοιξε λίγο το στόμα του και με την άκρη της γλώσσας του ακούμπησε τη λεπίδα του στιλέτου. Έκλεισε τα μάτια του για άλλη μια φορά, σκέφτηκε..."Θνητός λοιπόν είσαι..." και στη συνέχεια έφτυσε το λιγοστό αίμα που μόλις είχε γευτεί. Το πύρινο χρώμα επανήλθε για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα στα μάτια του και λέγοντας..."Ότι μετακινήθηκε στη θέση του να πάει", τα βιβλία επέστρεψαν εκεί που ήταν πριν την επίθεση. Κάτι σα να γύρισε ο χρόνος πίσω. Βέβαια τα κατεστραμμένα ράφια δε μπορούσαν να φτιαχτούν με αυτό το τρόπο. Θα έπρεπε να μεριμνήσει γι ' αυτά την επόμενη μέρα. Η μουσική συνέχισε να παίζει όλη αυτή την ώρα.<br /><br />Έμεινε ακίνητος μπροστά στο παράθυρο και χάζευε τα λίγα πια αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στην οδό Libertine ενώ το ρολόι στο τοίχο έδειχνε δώδεκα και μισή. Άκουσε ένα τελευταίο ορχηστρικό κομμάτι από το πολυαγαπημένο του soundtrack του Interview With The Vampire, κλείδωσε το κατάστημά του και ξεκίνησε προβληματισμένος και σκεπτικός για το σπίτι του. Η αυριανή μέρα θα ήταν γεμάτη από αποφάσεις που ίσως έπρεπε να έχει πάρει εδώ και μήνες.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com26tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-76292195498650716232012-02-01T20:45:00.000+02:002012-02-01T20:45:48.944+02:00Έρχεται...<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiOxH28S_EgI7LymAonbdNXLSps6YmFt2lBhwdySOhXCNsprw9ed6yu5uE2-_UeHFvSMVFDKMiBmKSf1omAVRUbZ-0N19B8FAEcV07p8qbmtcZ98ye9UNF0BltAetxm6BJR8QasvDn1vIs/s1600/Book_of_a_Wizard_by_st3to.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiOxH28S_EgI7LymAonbdNXLSps6YmFt2lBhwdySOhXCNsprw9ed6yu5uE2-_UeHFvSMVFDKMiBmKSf1omAVRUbZ-0N19B8FAEcV07p8qbmtcZ98ye9UNF0BltAetxm6BJR8QasvDn1vIs/s400/Book_of_a_Wizard_by_st3to.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5704240119760469298" border="0" /></a><span style="font-weight:bold;">...και το όνομά του είναι Christopher Winterblood.</span>Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com10tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-65349290201898109442012-01-04T19:47:00.000+02:002012-01-04T19:47:45.170+02:0014. Για Πάντα<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj8sIVl1WT3IhpcM3h7Qs8fxF6GE-F7UzQOuY_0yKcaX8VR7SkFuqNMz5336T2NkXeJg0MFYR32LkcwYtv_JWrgYJralIAH9EXv2PwFZIFQHcXSvS__JeqYMabuAoSaEbVwO7qsnEGiKoo/s1600/14..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 293px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj8sIVl1WT3IhpcM3h7Qs8fxF6GE-F7UzQOuY_0yKcaX8VR7SkFuqNMz5336T2NkXeJg0MFYR32LkcwYtv_JWrgYJralIAH9EXv2PwFZIFQHcXSvS__JeqYMabuAoSaEbVwO7qsnEGiKoo/s400/14..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5693833494864403442" border="0" /></a>Ο Μάρκος είχε στην αγκαλιά του την Έλενα. Τη κρατούσε όσο πιο κοντά του μπορούσε εκεί πίσω από τον τάφο των γονιών του. Οι ακτίνες του ήλιου γέμιζαν τον χώρο για αρκετή ώρα ακόμη, κάτι που τους κρατούσε ακινητοποιημένους, αναγκασμένους να μένουν όσο πιο μαζεμένοι μπορούσαν με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν επιτέλους η πύρινη σφαίρα του ήλιου ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και οι ακτίνες του σταμάτησαν να μπαίνουν απευθείας μέσα στο δωμάτιο σκέφτηκε πως ήταν η στιγμή να κάνει κάτι. Έδωσε ένα φιλί στην Έλενα, της είπε να μείνει εκεί προφυλαγμένη και σηκώθηκε. Το φως που υπήρχε άφθονο δε μπορούσε να τον σκοτώσει πλέον αλλά αργά και σταθερά άρχισε να του καίει το δέρμα. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί. Με γρήγορες αλλά επώδυνες κινήσεις πλησίασε στη πόρτα και σπρώχνοντας τα δύο της μέρη την έκλεισε. Σκοτείνιασε αμέσως προς ανακούφιση και των δύο. Τα εγκαύματα μέσα σε δευτερόλεπτα επουλώθηκαν. Η Έλενα σηκώθηκε και ήρθε δίπλα του. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε ξανά και για μερικά λεπτά έμειναν αγκαλιασμένοι, ακίνητοι, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Αυτή η ηρεμία τους είχε λείψει τόσο πολύ. Λίγο αργότερα η Έλενα έσπασε τη σιωπή λέγοντας...<br /><br />"Λυπάμαι πολύ Μάρκο. Δε μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να νιώθεις με την κατάληξη αυτή. Μόλις συνειδητοποίησα πως ο βρικόλακας της επίθεσης ήταν ο Γκάμπριελ, ο δημιουργός σου, ήξερα πως το σχέδιό μας έπρεπε να το εγκαταλείψουμε. Είχαμε πει να τον αιφνιδιάσω με την εμφάνισή μου και να του καρφώσω στη καρδιά το αιχμηρό ξύλο που μου έχεις αφήσει εκεί στην άκρη. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έκανα, θα το προσπαθούσα τουλάχιστον, όχι όμως στη περίπτωση του Γκάμπριελ. Ήξερα πως δε θα το ήθελες. Δε νομίζω να μπορώ να τον συγχωρήσω που πήρε τόσο άδικα τη ζωή ίσως της πιο αγαπημένης μου φίλης, της Σάρα. Αλλά πραγματικά τον λυπάμαι. Δε του άξιζε τέτοια τύχη. Όχι μετά από όλα αυτά που μου είχες πει γι' αυτόν, για το πόσο σου στάθηκε, ποσό φίλος σου ήτανε. Κρίμα...."<br /><br />Ο Μάρκος δε μιλούσε. Ήταν ακόμη σαστισμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη.<br /><br />"Δεν έπρεπε να δώσει τέλος στη ζωή του. Μπορούσαμε να φύγουμε όλοι μαζί από εδώ"...είπε μετά από λίγο...<br /><br />Η Έλενα τον κοίταξε γλυκά μέσα στα μάτια του έχοντας το χέρι της στο πρόσωπό του και του είπε..."Ξέρεις ότι κάτι τέτοιο δε μπορούσε να γίνει. Όχι μετά από τόσο αίμα, μετά από αυτά που έκανε για δεκαπέντε χρόνια. Αν ήταν όντως ο άνθρωπος που μου είπες το καταλαβαίνω απόλυτα γιατί έκανε αυτή την επιλογή. Πρέπει όμως να δούμε τι θα κάνουμε, ο χρόνος περνάει."<br /><br />"Ναι έχεις δίκιο. Πριν όμως, πες μου...πως είσαι εσύ; Πως αισθάνεσαι ως βρικόλακας;"<br /><br />Του χαμογέλασε..."Περίεργα. Μάλλον θα το συνηθίσω."<br /><br />Ο Μάρκος σήκωσε τη Σάρα και την έβαλε σε μια κρύπτη στον αριστερό τοίχο του μικρού μαυσωλείου. Οι γονείς της δε θα μάθαιναν ποτέ τι συνέβη στη κόρη τους. Η Έλενα ήθελε πολύ να τους βρει και να τους πει κάτι...το οτιδήποτε...Αυτό όμως θα έμπλεκε πολύ τα πράγματα και καταλάβαινε πως δε γινόταν να το κάνει.<br /><br />Οι ώρες κύλησαν βασανιστικά. Ο τάφος άρχισε να μοιάζει με φυλακή. Ανυπομονούσαν να φύγουν και να αφήσουν πίσω τους τα τελευταία γεγονότα.<br /><br />Νύχτωσε. Περίμεναν λίγο ακόμη μέχρι το σκοτάδι έξω να γίνει αρκετά πυκνό. Η στιγμή είχε επιτέλους έρθει. Τα δάκρυα, ο πόνος, η αγωνία, η μοναξιά ανήκαν πια στο παρελθόν. Άνοιξαν τη πόρτα...πιάστηκαν χέρι χέρι...προχώρησαν μέσα στο σκοτάδι και χάθηκαν μέσα σ' αυτό...Βρικόλακες και οι δύο...αγαπημένοι...για πάντα.<br /><br /><div style="text-align: center;"><span style="font-weight: bold;">Τέλος</span></div>Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com18tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-58095126410559600262011-12-18T20:54:00.000+02:002011-12-18T20:54:52.157+02:0013. Ένα Αντίο Πριν Το Τέλος<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVyq98NPm5eeIRIPGtGxF3LQ7ss3c0JHSysWM9nVYJUOggsxbQkhOlNyGqp2uvI0GYJBZOI5E5YdR8FT8Dqc028TcOxGwusKwnDWRS1UU3xV_c0E0wEP3jNd1eMAQWca3AiIfsOnSDfQg/s1600/13..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVyq98NPm5eeIRIPGtGxF3LQ7ss3c0JHSysWM9nVYJUOggsxbQkhOlNyGqp2uvI0GYJBZOI5E5YdR8FT8Dqc028TcOxGwusKwnDWRS1UU3xV_c0E0wEP3jNd1eMAQWca3AiIfsOnSDfQg/s400/13..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5687534589244493266" border="0" /></a><span style="font-weight:bold;">Λονδίνο...σήμερα...</span><br /><br />Δύο μέρες είχαν κιόλας περάσει από τον τραγικό θάνατο της Έλενας στο εγκαταλελειμμένο σπίτι και ο Γκάμπριελ ακόμη δεν είχε εμφανιστεί. Ο Μάρκος δεν ήταν πια στο σπίτι του αλλά κρυμμένος στον σκοτεινό και σα μικρό ναό οικογενειακό τάφο που βρισκόταν στο κέντρο του τεράστιου νεκροταφείου του Λονδίνου. Καθόταν εκεί και απλά περίμενε τον παλιό του φίλο. Οι τύψεις των τόσων χρόνων δεν ήταν τίποτε μπροστά σε αυτές που ένιωθε τώρα. Πίστευε πως και οι δύο ήταν νεκροί και μετάνιωνε 15 χρόνια για τη δειλία του, για το ότι δε γύρισε, ότι δε προσπάθησε να βοηθήσει αφού είχε καταλάβει πως οι φίλοι του σταμάτησαν να τον ακολουθούν. Και τελικά ο Γκάμπριελ είχε επιζήσει. Τα είχε καταφέρει να βγει ζωντανός από την κόλαση και ας τα έβαλε μόνος του με τόσους άντρες της αστυνομίας. Αν και ο ίδιος ήταν εκεί το πιθανότερο και η Ελίζα να ζούσε, να γλύτωνε. Καθόταν σε μια γωνία αλλά όχι ολομόναχος. Ότι αγαπούσε, ότι νοιαζόταν κείτονταν στο πάτωμα δίπλα του. Είχε αφήσει το σώμα της Σάρα στην άκρη και κοντά του είχε ακουμπήσει το σώμα της συντρόφου του, της Έλενας. Δεν είχε σκοπό να πολεμήσει, να αντισταθεί. Ήταν αποφασισμένος να αφήσει τη τύχη του, τη ζωή του στα χέρια του δημιουργού του. Ήταν προετοιμασμένος για την επίθεση από κάποιον βρικόλακα. Είχε κάνει τα σχέδιά του, εξαιτίας του στημένου ατυχήματος στο θέατρο. Σε καμία όμως περίπτωση δε περίμενε αυτός ο βρικόλακας να είναι ο Γκάμπριελ. Τώρα τίποτε πλέον από όλα αυτά δεν είχε σημασία.<br /><br />Το σκοτάδι έπεσε πυκνό εδώ και πολύ ώρα. Η ομίχλη έκανε την ατμόσφαιρα του νεκροταφείου ακόμη πιο ανατριχιαστική. Τη σιωπή διέλυσαν τα βαριά βήματα ενός άντρα πάνω στο γρασίδι. Βήματα που κατευθύνονταν προς τον τάφο. Ο Γκάμπριελ είχε αποφασίσει να κάνει αυτή τη τελευταία επίσκεψη που χρωστούσε στον άλλοτε προστατευόμενό του. Φυσικά και ήξερε που κρυβόταν ο Μάρκος. Χρόνια τώρα το να τον βρίσκει ήταν η μοναδική του έγνοια. Έφτασε μπροστά στην είσοδο του μικρού μαυσωλείου. Άπλωσε το δεξί του χέρι και ακούμπησε τα δάκτυλά του ακριβώς στο σημείο που ενώνονταν τα δύο μέρη της βαριάς μεταλλικής πόρτας. Και εκεί στάθηκε για λίγο, για μερικά δύσκολα δευτερόλεπτα. Η ώρα της τελικής εκδίκησης είχε φτάσει, στο πρόσωπό του όμως υπήρχε μια περίεργη μελαγχολία. Θα περίμενε κάνεις να δει ζωγραφισμένα σ' αυτό θυμό μαζί με χαρά και ικανοποίηση που ο στόχος χρόνων ήταν έτοιμος να επιτευχθεί με απόλυτη επιτυχία. Κάτι τέτοιο όμως δεν υπήρχε. Άνοιξε τα μάτια του και έσπρωξε ελάχιστα τη πόρτα προς τα μέσα. Τα δύο φύλλα της πόρτας μετακινήθηκαν αργά και σταθερά. Ο Γκάμπριελ αμέσως είδε τον Μάρκο να κάθεται γεμάτος θλίψη στην άκρη του σχετικά μεγάλου δωματίου. Δεκάδες κεριά ήταν αναμμένα τριγύρω. Ταυτόχρονα είδε πως τα σώματα των δύο γυναικών ήταν εκεί και πρόσεξε πως ήταν φροντισμένα. Δεν έβλεπες πουθενά αίμα αλλά και τα σημάδια που μαρτυρούσαν το τι πέρασαν ήταν σχεδόν εξαφανισμένα. Ο Μάρκος είχε φροντίσει με τόση ευλάβεια την αγάπη του και τη φίλη της. Μέχρι και καθαρά φορέματα τις είχε φορέσει. Αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει γι' αυτές στο μακρύ ταξίδι που είχαν μπροστά τους.<br /><br />Ο Μάρκος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Γκάμπριελ με ανακούφιση...<br /><br />"Επιτέλους ήρθες...Σε περίμενα δυο μέρες τώρα."<br /><br />Ο Γκάμπριελ δεν απάντησε. Στη στιγμή βρέθηκε δίπλα στον Μάρκο, τον άρπαξε από τον ώμο και τον πέταξε στο πλάι. Ο Μάρκος έκανε να σηκωθεί αλλά δεν έδειξε σημάδια άμυνας, πόσο μάλλον ότι ετοιμάζεται για επίθεση. Ο Γκάμπριελ που πλέον ξεχείλιζε από οργή τον έπιασε από τον λαιμό, τον ανύψωσε και λες και ήταν το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο τον πέταξε στον εκ διαμέτρου απέναντι τοίχο περνώντας τον πάνω από το κεφάλι του. Πριν καν σωριαστεί στο έδαφος ήταν εκεί και τον περίμενε. Έχοντας ήδη αποκαλύψει τους κυνόδοντές του τον δάγκωσε με μανία στον λαιμό και τότε ξαφνικά σταμάτησε...<br /><br />"Γιατί δεν αντιστέκεσαι; Εμπρός πολέμησέ με. Δε θέλω να είναι τόσο εύκολο."<br /><br />Ο Μάρκος που πλέον αιμορραγούσε, όσο φυσικά το επέτρεπε αυτό η φύση του βρικόλακα, με βαριά και σταθερή φωνή του είπε...<br /><br />"Αυτό δε πρόκειται να γίνει...Κάνε το να τελειώνουμε. Είμαι έτοιμος να δεχθώ τη τιμωρία μου."<br /><br />Ο Γκάμπριελ τραβήχτηκε πίσω...<br /><br />"Μη το κάνεις αυτό. Νομίζεις πως μετά από 15 χρόνια θα το παίξεις μετανιωμένος και θα σε λυπηθώ;"<br /><br />"Το αν μετάνιωσα που δε γύρισα εκείνο το βράδυ το ξέρω μόνο εγώ. Έπρεπε να επιστρέψω μόλις κατάλαβα ότι δε με ακολουθούσατε. Δείλιασα, αυτή είναι η αλήθεια. Φοβήθηκα, φέρθηκα λες και ήμουν ένας απλός θνητός. 15 χρόνια κλείστηκα στον εαυτό μου, απομονώθηκα. Η σκέψη μου έμεινε κολλημένη στο ότι ο αδερφός μου και η αγαπημένη του χάθηκαν και είχα μερίδιο σ' αυτό. Το τελευταίο καιρό αποφάσισα λίγο να ανοιχτώ, να ξεφύγω από τη μοναξιά. Η Έλενα βοήθησε πολύ στην αλλαγή αυτή."<br /><br />"Σταμάτα!"...του φώναξε ο Γκάμπριελ.<br /><br />"Την αλήθεια σου λέει"...είπε μια γυναικεία φωνή. Αμέσως και οι δύο γύρισαν να κοιτάξουν προς το μέρος της. Ήταν η Έλενα, πιο όμορφη από ποτέ μέσα στο λευκό και λιτό φόρεμα που της έβαλε ο σύντροφός της. Ο Μάρκος βέβαια το ήξερε αυτό. Περίμενε δύο μέρες για να τη δει να σηκώνεται.<br /><br />Ο Γκάμπριελ, έκπληκτος, το μόνο που κατάφερε να πει ήταν...<br /><br />"Πως είναι δυνατόν να ζεις;"<br /><br />"Δεν είναι δύσκολο να σκεφτείς το πως. Νόμιζες ότι μετά από την επίθεση στο θέατρο θα καθόμασταν με σταυρωμένα χέρια; Σε περιμέναμε και κατά τη διάρκεια της αναμονής ο Μάρκος σχεδόν κάθε μέρα μου έδινε λίγο από το αίμα του. Όταν μου πήρες τη ζωή, είχα το αίμα του μέσα μου. Απλά δρομολόγησες τη μεταμόρφωσή μου. Μια μεταμόρφωση που την ήθελα αφού την απόφαση να ζήσω με τον Μάρκο την είχα πάρει εδώ και καιρό."<br /><br />"Και τώρα τι περιμένεις από μένα;...τόσα χρόνια ζω για την εκδίκηση. Θέλω να χάσει ότι έχασα και εγώ."...είπε άγρια ο Γκάμπριελ. Ενώ το πρόσωπό του άρχισε παραδόξως να ηρεμεί, η Έλενα έπαιρνε και πάλι τον λόγο...<br /><br />"Ο Μάρκος τιμωρούσε τον εαυτό του όλα αυτά τα χρόνια με το να γίνει απλώς ένας παρατηρητής της ζωής. Πέρα από τα βιβλία του δεν είχε ζωή. Ξέρω ότι θα έκανε τα πάντα για να διορθώσει το λάθος του. Εδώ που τα λέμε την Ελίζα δε τη σκότωσε ο Μάρκος. Οι άνθρωποι σας το έκαναν, όπως το έκαναν και σε μένα. Βλέπεις ο αδερφός μου ήταν βρικόλακας και εκείνη τη νύχτα τον είδα να γίνεται στάχτη μπροστά μου. Ξέρω τα πάντα για το βράδυ της σφαγής και για τη σχέση σας γενικότερα από την αρχή. Μόλις μου είπε ο Μάρκος ότι είναι βρικόλακας μοιράστηκε μαζί μου και την αιτία της μοναξιάς του. Ξέρεις όμως κάτι;...δεν άφησε τον θυμό του για την ανθρωπότητα να τον μεταμορφώσει για δεύτερη φορά στη ζωή του, αυτή τη φορά σε πραγματικό τέρας, όπως δηλαδή ακριβώς σαν είδαν οι περισσότεροι θνητοί."<br /><br />Τότε ο Μάρκος τη διέκοψε...<br /><br />"Έλενα φτάνει...Οι άνθρωποι έκαναν ότι θεώρησαν σωστό και εγώ δε προσπάθησα καν να αγωνιστώ για τον άνθρωπο που θεωρούσα αδερφό μου."...και γυρνώντας προς τον Γκάμπριελ, ένιωσε τις αντοχές του να τον εγκαταλείπουν, έπεσε στα γόνατα και συνέχισε..."Μακάρι να έβρισκες τη δύναμη να με συγχωρέσεις. Εγώ στη θέση σου δε ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Μόνο μη πειράξεις ξανά την Έλενα, σε παρακαλώ. Εγώ είμαι έτοιμος για το τέλος."<br /><br />Η Έλενα, βρικόλακας πια, μέσα σε μια στιγμή βρέθηκε στο πλευρό του Μάρκου. Τα μάτια και των δύο ήταν καρφωμένα στον Γκάμπριελ που είχε πλέον βουρκώσει και ήταν έτοιμος για τη τελευταία πράξη.<br /><br />Κοίταξε γύρω του. Τα κεριά είχαν σχεδόν λιώσει. Η ώρα είχε περάσει, κόντευε να ξημερώσει. Τους κοίταξε και τους δύο και άρχισε με αργά και σταθερά βήματα να τους πλησιάζει...<br /><br />"Τόσα χρόνια σε παρακολουθούσα. Παρατηρούσα τη κάθε σου κίνηση, διάβαζα τα βιβλία σου, εκνευριζόμουν με την επιτυχία τους και περίμενα...Περίμενα, περίμενα και ξαφνικά έκανες τη λάθος κίνηση. Γνώρισες την Έλενα. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Το μίσος φούντωσε μέσα μου. Η εκδίκησή μου επιτέλους θα έφτανε στο τέλος."...ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλό του καθώς μιλούσε..."Ήσουν φίλος μου...σου έσωσα τη ζωή...σου έδωσα νέα ζωή...σε κατεύθυνα για να μη χάσεις την ανθρωπιά σου...και τελικά την έχασα εγώ..."<br /><br />Ο Μάρκος έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και του είπε..."Δεν είναι αργά για να τη ξαναβρείς."<br /><br />"Είναι πάρα πολύ αργά"<br /><br />Γύρισε και κοίταξε το σώμα της Σάρα. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Πήγε δίπλα της. Η Έλενα προσπάθησε να τον σταματήσει χωρίς όμως τελικά να χρειαστεί.<br /><br />"Δε πρόκειται να τη πειράξω. Και να θέλω δε μπορώ να της κάνω και άλλο κακό."<br /><br />Η Έλενα πλέον κρατούσε το χέρι του Μάρκου. Δεν ήξερε τι θα κάνει ο Γκάμπριελ αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει ανυπεράσπιστο τον αγαπημένο της ή τον εαυτό της, ακόμη και αν ο Μάρκος είχε παραιτηθεί. Συνέχισαν να τον ακούνε...<br /><br />"Μου λείπει...η αγκαλιά της, τα φιλιά της, η μυρωδιά της, τα χάδια της...Η Ελίζα ήταν ο άνθρωπός μου. Νόμιζα πως θα κρατούσε για πάντα. Και ήρθε εκείνη η νύχτα και τα έχασα όλα. Την Ελίζα, την πίστη μου στην ανθρωπότητα, τα συναισθήματά μου, εσένα. Έψαχνα να βρω κάποιον να του ρίξω το φταίξιμο, κάποιον να του φορτώσω την ευθύνη για τη κατάρρευση του κόσμου μου. Και βρήκα εσένα και κατόπιν τους θνητούς."<br /><br />Ο Μάρκος έντονα συγκινημένος έβαλε το χέρι του στον ώμο του δημιουργού του. Ήξερε πως δε θα του έκανε κακό πια.<br /><br />"Και σε μένα λείπει η Ελίζα, όπως μου έλειπες και εσύ αφού νόμιζα πως σε είχα χάσει. Τώρα όμως είσαι εδώ. Μπορούμε να τα αφήσουμε όλα πίσω μας. Να μείνουμε εδώ μιας και ξημέρωσε και μόλις βραδιάσει να φύγουμε και οι τρεις μας. Να κάνουνε μια νέα αρχή, να είμαστε περίπου όπως παλιά. Συχγώρεσέ με φίλε μου. Λυπάμαι πολύ για ότι έγινε..."<br /><br />"Νομίζω πως σε έχω συγχωρέσει εδώ και μερικά χρόνια. Μόνο που τη δίψα για αίμα δε μπορούσα να τη κάνω στην άκρη. Ζούσα μόνο για την εκδίκηση και δε μπορούσα να δω τίποτε πέρα από αυτό. Τί αρχή μπορεί να υπάρξει για μένα; Αν κοιτάξω πίσω μου βλέπω αίμα και δεκάδες πτώματα ανθρώπων που δε μου έκαναν τίποτε, απλά είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο μου. Επέτρεψα στον εαυτό μου να γίνει ένα τέρας. Έλενα είσαι τυχερή που τον βρήκες. Είστε και οι δύο τυχεροί. Νομίζω πως σας ζηλεύω. Τελικά άξιζε η αναμονή, νιώθω πραγματικά ήρεμος. Μου έλειπε αυτό."<br /><br />Στάθηκε στο κέντρο του τάφου. Την απόφασή του την είχε πάρει. Απομακρύνθηκε λίγο ακόμη, σκούπισε τα μάτια του από τα δάκρυα που έτρεχαν και γύρισε προς το ζευγάρι...<br /><br />"Η Ελίζα με περιμένει...Καλύτερα να κρυφτείτε κάπου...Αντίο..."<br /><br />Αμέσως τράβηξε και με τα δυο του χέρια τα φύλλα της πόρτας και αυτά άνοιξαν απότομα. Ο ήλιος που είχε αρχίσει να ανεβαίνει στον ουρανό στεκόταν απέναντι, δυνατός, φονικός. Ο Μάρκος φώναξε..."Γκάμπριελ μη το κάνεις σε παρακαλώ"...την ίδια στιγμή που άρπαζε την Έλενα για να την πάει πίσω από τον μαρμάρινο τάφο των γονιών του. Οι ακτίνες του ήλιου είχαν κιόλας πλημμυρίσει τον χώρο με φως και διαπέρασαν το σώμα του Γκάμπριελ. Άρχισε να καίγεται, πρώτα στα χέρια και στη συνέχεια παντού. Δε φώναξε από τον πόνο, είχε κλείσει τα μάτια του, είχε την εικόνα της Ελίζας στο μυαλό του και ήταν σαν ο πόνος να μη τον ενδιέφερε, να μη τον άγγιζε, ίσως να μη τον ένιωθε καθόλου. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχε μείνει μόνο η στάχτη. Και μετά...σιωπή...Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com22tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-56414002912508940192011-11-27T22:34:00.001+02:002011-12-18T20:21:31.349+02:0012. Η Αρχή Του Τέλους<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjXHtrjXDY8gX3bHry45EyKVjJYIcAWtTPd67yKeS2CWkZxzCoXWYUoBb3Aq_3c0hyphenhyphenmEx24s2q00ZaY1vmk89ZjQPKzRIrLXpPn42CjGFiLnXJfE_-mBvjRe3O2h0RLZI2tp-sGAx8MHxo/s1600/12..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjXHtrjXDY8gX3bHry45EyKVjJYIcAWtTPd67yKeS2CWkZxzCoXWYUoBb3Aq_3c0hyphenhyphenmEx24s2q00ZaY1vmk89ZjQPKzRIrLXpPn42CjGFiLnXJfE_-mBvjRe3O2h0RLZI2tp-sGAx8MHxo/s400/12..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5679027288386875970" border="0" /></a><span style="font-weight:bold;">Λονδίνο 1931</span><br /><br />Ο Μάρκος πριν από ένα χρόνο έπιασε δουλειά σε ένα τυπογραφείο. Ήταν ακόμη άνθρωπος και αγνοούσε την ύπαρξη των βρικολάκων, κάτι που ίσχυε για το σύνολο σχεδόν της ανθρωπότητας. Την αγαπούσε τη δουλειά του και ένιωθε πολύ τυχερός που τη βρήκε μιας και το να βρίσκεται ανάμεσα σε τόσα βιβλία ήταν ότι καλύτερο γι' αυτόν. Άλλωστε από τότε ασχολούνταν και ο ίδιος με το γράψιμο. Όποτε έβρισκε ευκαιρία έβγαζε το σημειωματάριό του και έγραφε κείμενα με ιστορίες αγάπης, φαντασίας, αγωνίας. Βέβαια ακόμη δεν είχε τολμήσει να τα δείξει σε κανέναν. Τα κρατούσε για τον εαυτό του. Στο τυπογραφείο εργάζονταν πολλά άτομα αφού ήταν από τα μεγαλύτερα του Λονδίνου. Ανάμεσα στους εργαζόμενους ήταν και ένας πολύ ευγενικός νέος άντρας, ο Γκάμπριελ. Οι δύο άντρες είχαν αρχίσει να κάνουν παρέα γρήγορα καθώς και οι ηλικίες τους και οι χαρακτήρες τους ταίριαζαν. Ο Μάρκος ήταν στα 35 και ο Γκάμπριελ στα 31. Έκαναν μεγάλες βόλτες δίπλα στον Τάμεση, παρακολουθούσαν κονσέρτα κλασικής μουσικής που λάτρευαν και οι δύο, πήγαιναν κινηματογράφο και χάνονταν μέσα στις εικόνες του και με τις ώρες διάβαζαν πρώτοι απ' όλους τα βιβλία που τύπωναν στο τυπογραφείο. Όλες δραστηριότητες που τις έκαναν είτε μέσα σ' αυτό είτε τη νύχτα. Ο Γκάμπριελ έμενε μέσα στο τυπογραφείο. Το είχε για σπίτι του. Ο ιδιοκτήτης τον αγαπούσε σα γιο του. Γνώριζε την αλήθεια αλλά αυτό δεν επηρέαζε τα συναισθήματά του. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος ήξερε πως ο Γκάμπριελ έπασχε από μια σπάνια ασθένεια που προκαλούσε φωτοευαισθησία. Αυτή ήταν η επίσημη και ψεύτικη δικαιολογία με την οποία απέφευγε το φονικό φως της μέρας τα τελευταία χρόνια όπου ζούσε εκεί. Τα μοιράζονταν όλα μεταξύ τους οι δύο φίλοι. Σχεδόν όλα δηλαδή. Ο Μάρκος δεν ήξερε ότι ο Γκάμπριελ ήταν βρικόλακας και πως γεννήθηκε πριν από 200 χρόνια. Ήταν ένας διαφορετικός βρικόλακας με αρχές και ήθος, που είχε βγάλει το αίμα από τη ζωή του εδώ και δεκαετίες. Ήταν πιο άνθρωπος από τους περισσότερους θνητούς.<br /><br />Μόλις είχε μπει ο Δεκέμβριος όταν ο Μάρκος αρρώστησε. Ανέβασε πολύ υψηλό πυρετό που δεν έλεγε να πέσει. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Η λοίμωξη ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Ο Μάρκος θα έχανε τη ζωή του αν ο Γκάμπριελ δεν έπαιρνε την απόφαση να προχωρήσει σε αποκαλύψεις και να του σώσει τη ζωή. Ένα βράδυ και ενώ ο Μάρκος ψηνόταν στον πυρετό αλλά είχε ακόμη τις αισθήσεις του ο Γκάμπριελ του είπε πως είναι βρικόλακας και πως ο μόνος τρόπος για να γίνει καλά και να μη πεθάνει είναι να μετατρέψει και τον ίδιο σε βρικόλακα. Ο Μάρκος είχε τεράστια όρεξη για ζωή, είχε τόσα πολλά στο μυαλό του που δε πρόλαβε ακόμη να πραγματοποιήσει και γι' αυτό μόλις πέρασε το πρώτο σοκ της αποκάλυψης δέχτηκε. Είπε το ναι, διστακτικά μεν αλλά το είπε. Το άγνωστο τον φόβιζε. Τον θάνατο όμως τον φοβόταν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο βράδυ όταν έμειναν μόνοι στο δωμάτιο του νοσοκομείου ο Γκάμπριελ δάγκωσε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε το λαιμό του Μάρκου και δεν ήπιε πολύ από το αίμα του. Ήταν αρκετό για τη διαδικασία της μεταμόρφωσης το γεγονός ότι απλώς το γεύτηκε. Αμέσως δάγκωσε τον καρπό του και την ώρα που ο Μάρκος βυθιζόταν στον ίσως τελευταίο του ύπνο άφησε μερικές σταγόνες από το αίμα του να πέσουν στο στόμα του. Στο λεπτό άνοιξε τα μάτια του και μέσα σε λίγες ώρες ο πυρετός έπεσε τελείως. Οι γιατροί ανακουφισμένοι μίλησαν για θαύμα. Το επόμενο βράδυ ο Μάρκος ξαναγεννήθηκε. Άφησε μια και καλή τη θνητή ζωή πίσω του και γεννήθηκε για δεύτερη φορά ως αθάνατος. Ένιωσε όλες τις αισθήσεις του να οξύνονται, τη σωματική του δύναμη να αυξάνεται σε υπεράνθρωπα επίπεδα και το πρόσωπό του να αποκτά μια πρωτόγνωρη λάμψη. Έκανε πολλές μέρες να συνηθίσει τις αλλαγές, να μάθει να "ζει" περιορισμένος μόνο στο σκοτάδι της νύχτας. Το πιο δύσκολο όμως ήταν η δίψα για ανθρώπινο αίμα. Η παρουσία του Γκάμπριελ βοήθησε πάρα πολύ σ' αυτό το πρόβλημα. Του συμπαραστάθηκε σα πραγματικός φίλος και συνέβαλε στο να τη ξεπεράσει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν έλειψαν βέβαια και τα "ατυχήματα" που είχαν ως αποτέλεσμα κάποιες φορές να τον κλειδώσει στο υπόγειο του τυπογραφείου μέχρι να μειωθεί το αίσθημα της πείνας, ώστε να τον προστατέψει και να μη κάνει κάτι που σίγουρα μετά θα μετάνιωνε. Αυτό που κυρίως όμως τον βοήθησε να την καταπνίξει ήταν η καλλιέργειά του και το ότι ήθελε να είναι σωστός απέναντι στους συνανθρώπους του. Η φιλία των δύο αντρών δυνάμωσε κι άλλο και τα επόμενα χρόνια έμειναν αχώριστοι.<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">Λονδίνο 1996</span><br /><br />Ο Μάρκος, ο Γκάμπριελ και η Ελίζα ζούσαν μαζί σε μια μικρή μονοκατοικία της τελευταίας. Η Ελίζα ήταν βρικόλακας εδώ και τρία χρόνια και σύντροφος του Γκάμπριελ. Οι τρεις τους κρατούσαν ένα ιδιαίτερα χαμηλό και σεμνό προφίλ. Τις τελευταίες μέρες τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων είχαν σχεδόν αποκλειστικά τα νέα από μια σειρά φρικιαστικών και σε μερικές περιπτώσεις μαζικών φόνων που είχαν σοκάρει τη κοινή γνώμη. Η ανησυχία τους ήταν πολύ μεγάλη μιας και κατάλαβαν πως όλο αυτό ήταν έργο βρικολάκων. Μέσα σε λίγες μέρες οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Όλα μαθεύτηκαν και για να ηρεμήσουν τα πνεύματα οι βρικόλακες βγήκαν από τις κρυψώνες τους. Όταν άρχισε η καταγραφή των βρικολάκων ο Γκάμπριελ ήθελε να παραμείνει στην αφάνεια. Δε του άρεσε ο όλος εκβιασμός από μέρους των θνητών. Ο Μάρκος όμως τελικά τον έπεισε να αποκαλυφθούν. Η αφάνεια τον είχε κουράσει όλα αυτά τα χρόνια. Τις επόμενες μέρες ένιωσαν ελεύθεροι. Δυστυχώς αυτό κράτησε για λίγο. Τραγικά λίγο.<br /><br />Η 14η Μαΐου, που θα έμενε στην ιστορία ως η μέρα της σφαγής, έφτασε. Ο Μάρκος ήταν από ώρα έτοιμος και περίμενε το ερωτευμένο ζευγάρι για να ξεκινήσουν για τη παράσταση κλασικού χορού που τόσο περίμενε. Μια παράσταση που δε θα έβλεπε ποτέ. Λίγο πριν αφήσουν το σπίτι, ενώ φυσικά είχε κιόλας νυχτώσει, ο Γκάμπριελ διαισθάνθηκε κάτι. Γύρισε προς τους άλλους δύο λέγοντας πως κάτι περίεργο συμβαίνει και ότι νιώθει τη παρουσία αρκετών ατόμων έξω από το σπίτι. Ατόμων που μέσα τους είχαν πολύ θυμό. Μια μόνο λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αυτό που θα περνούσαν στα επόμενα λεπτά...Κόλαση. Τα τζάμια από τα παράθυρα θρυμματίστηκαν καθώς άντρες της αστυνομίας πέταξαν βόμβες μολότοφ την ίδια στιγμή που την εξώπορτα γάζωναν δεκάδες σφαίρες. Τα πρόσωπά τους αγρίεψαν, οι κυνόδοντες πετάχτηκαν έξω. Οι τρεις βρικόλακες μετακινήθηκαν προς τα πίσω και πλησίασαν ο ένας τον άλλον. Η φωτιά που ξέσπασε δε τους επέτρεψε να προλάβουν να διαφύγουν από τα παράθυρα. Παγιδεύτηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Οι άντρες της αστυνομίας εισέβαλαν μέσα συνεχίζοντας να πυροβολούν. Με ταχύτατους ελιγμούς απέφυγαν τις σφαίρες. Χωρίστηκαν. Ο Μάρκος έπιασε έναν αστυνομικό και τον έβαλε μπροστά του για ασπίδα ενώ στη συνέχεια τον πέταξε με δύναμη πάνω σε τρεις άλλους άνδρες εξουδετερώνοντάς τους. Ο Γκάμπριελ δάγκωσε έναν αστυνομικό ακριβώς στην καρωτίδα, κατόπιν τον αποκεφάλισε χωρίς καμία δυσκολία, κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα και αμέσως όρμησε στον επόμενο. Βύθισε το δεξί του χέρι στο στήθος του σπάζοντας τον θώρακα και του τράβηξε έξω τη καρδιά που κτυπούσε ακόμη. Η σκέψη του ήταν να φτάσει δίπλα στην αγαπημένη του που βρισκόταν πίσω από τον πάγκο της κουζίνας χωρίς να μπορεί να ξεφύγει. Κανένας δεν ήταν δυνατόν να τον σταματήσει. Ο Μάρκος και ο Γκάμπριελ μέσα στη παραζάλη της βίας και φρίκης στην οποία τους οδήγησε το αίμα που είχαν δεκαετίες να δοκιμάσουν δε μπορούσαν να συγκρατηθούν. Έχασαν κάθε έλεγχο. Νεκροί αστυνομικοί έπεφταν συνεχώς στο πάτωμα. Διαμελισμένα πτώματα γέμισαν το χώρο. Ήταν και οι δύο λουσμένοι στο αίμα. Ο Γκάμπριελ άπλωσε το χέρι του στη τρομοκρατημένη Ελίζα και της είπε πως ήρθε η ώρα να φύγουνε. Η Ελίζα αν και βρικόλακας ήταν ανήμπορη να αντιδράσει. Τη κλειστοφοβία που είχε ως θνητή την είχε και μετά τη μεταμόρφωσή της από τον Γκάμπριελ. Η ιδέα ότι τους έχουν παγιδεύσει στο σπίτι την έκανε να παγώσει. Οι αστυνομικοί ήταν ή νεκροί ή στη καλύτερη περίπτωση πολύ τραυματισμένοι για να τους σταματήσουν. Ο Μάρκος είχε από τους γονείς του ένα κρυφό σπίτι λίγο έξω από τη πόλη, που μόνο αυτός γνώριζε που βρισκόταν και είχαν πει μετά το γεγονός της δημοσιοποίησης πως αν συμβεί το παραμικρό θα βρούνε εκεί καταφύγιο.<br /><br />Βγήκαν από το σπίτι περνώντας βιαστικά ανάμεσα από τους αστυνομικούς που μόλις είχαν σκοτώσει μιας και το σπίτι πλέον είχε παραδοθεί για τα καλά στις φλόγες και σε λίγο θα κατέρρεε. Τρία νέα περιπολικά κατέφθασαν εκείνη τη στιγμή. Κάποιος από το πρώτο κύμα της επίθεσης βλέποντας το χάος που προκάλεσαν οι δύο βρικόλακες είχε προλάβει να καλέσει ενισχύσεις. Ο Μάρκος που βγήκε πρώτος γύρισε προς τους φίλους του και τους είπε να τρέξουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Να τον ακολουθήσουν. Οι πυροβολισμοί άρχισαν και πάλι να πέφτουν βροχή και ξαφνικά σταμάτησαν. Ο Μάρκος έτρεχε και έτρεχε και νόμιζε πως η Ελίζα και ο Γκάμπριελ τον ακολουθούσαν. Έκανε όμως λάθος. Μερικές σφαίρες βρήκαν την Ελίζα και την έριξαν κάτω. Ο Γκάμπριελ γύρισε να τη βοηθήσει. Εξαγριώθηκε ακόμη περισσότερο και κομμάτιασε στη κυριολεξία μερικούς αστυνομικούς μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Οι δύο σφαίρες που τον πέτυχαν δεν ήταν δυνατόν να τον σταματήσουν. Λόγω ηλικίας είχε πολύ μεγαλύτερες αντοχές από τους άλλους δύο. Είχε πλησιάσει αρκετά τη σύντροφό του όταν ένας από τους εναπομείναντες άντρες της αστυνομίας κάρφωσε ένα αιχμηρό κομμάτι ξύλου στο στήθος της, στο ύψος της καρδιάς. Ψιθύρισε με δυσκολία το όνομα του αγαπημένου της και άφησε τη τελευταία της πνοή εκεί στο δρόμο, μπροστά από το σπίτι στο οποίο έζησε όλη της τη ζωή κοιτάζοντάς τον. Η ζωή του αστυνόμου κράτησε μερικές μόνο ακόμη στιγμές καθώς ο Γκάμπριελ του ξερίζωσε και τα δύο χέρια. Σήκωσε την Ελίζα από το έδαφος, έβγαλε μια δυνατή κραυγή όλο πόνο αλλά δάκρυα δεν έτρεξαν από τα μάτια του. Μόνο μίσος έβλεπες μέσα τους. Ξαφνικά ένοιωσε τόσο κουρασμένος. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως πλήθος οργισμένων πολιτών ερχόταν προς το μέρος του. Η πρώτη μολότοφ έσκασε στο πρόσωπό του. Τυλιγμένος στις φλόγες και έχοντάς την στην αγκαλιά του χάθηκε στο σκοτάδι. Δεν ήθελε να πολεμήσει άλλο. Αυτή τη μάχη την είχε χάσει. Είχε μετατρέψει τη μονάκριβη Ελίζα του σε βρικόλακα για να είναι μαζί για πάντα και τώρα αυτό το όνειρο πέθανε, έγινε εφιάλτης. Μία ήταν η σκέψη που είχε πλέον στο μυαλό του...<br /><br />"Μόνο τον εαυτό του κοίταξε να σώσει...Μας εγκατέλειψε...Μας άφησε να πεθάνουμε."<br /><br />Λίγη ώρα αργότερα και μερικά χιλιόμετρα μακριά ο Μάρκος αιματοβαμμένος έμπαινε στο άδειο εδώ και χρόνια σπίτι των γονιών του. Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησε πως οι δυο του φίλοι δε τον ακολουθούσαν. Μα δε γύρισε. Φοβήθηκε, φέρθηκε εγωιστικά. Κατάλαβε πως τους είχαν προλάβει. Πίστευε πως δε ζούσε κανένας από τους δύο. Προδομένος από την ανθρωπότητα στην οποία πίστευε, με απίστευτες τύψεις για τη στάση του και αποκαμωμένος από τη κούραση μπήκε κάτω από το έδαφος, σχεδόν μέσα στο χώμα. Το μετάνιωσε μα ήταν αργά. Έπρεπε να έχει γυρίσει, να τους βοηθήσει. Ίσως τώρα να ήταν ζωντανοί.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com20tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-38146142694175464512011-11-10T22:14:00.002+02:002011-12-18T20:21:42.109+02:0011. Άγγελος Θανάτου<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEimxS-mlvRFfWrVLGRVv5H6BPIuEALc4F6lLsEweAoCwS5zkvcTremzCLaEURTCqOjAcO9ESX2oqvNgCPW79vm3yE-0rQhejYy_vQjXNnAQUQmeZY7_qO9oYv4pg9MFY_NjwkJEhEnBUtE/s1600/11..bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 387px; height: 400px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEimxS-mlvRFfWrVLGRVv5H6BPIuEALc4F6lLsEweAoCwS5zkvcTremzCLaEURTCqOjAcO9ESX2oqvNgCPW79vm3yE-0rQhejYy_vQjXNnAQUQmeZY7_qO9oYv4pg9MFY_NjwkJEhEnBUtE/s400/11..bmp" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5673455852504586946" border="0" /></a>Ανέβηκε τη σκάλα γρήγορα αφού δεν ήθελε να αφήνει την Έλενα αρκετή ώρα μόνη της. Είχε λείψει μόνο για δεκαπέντε λεπτά καθώς το εστιατόριο από το οποίο πήρε φαγητό για την αγαπημένη του ήταν πολύ κοντά. Πλησιάζοντας στον όροφο που ήταν το διαμέρισμά του διαισθάνθηκε μια ξένη παρουσία. Κάτι ανάλογο είχε νιώσει και στο θέατρο τη βραδιά του κονσέρτου. Αμέσως άφησε κάτω τις σακούλες με το γεύμα και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκε μπροστά στην εξώπορτα. Ήταν ανοιχτή. Ενστικτωδώς οι κυνόδοντές του πετάχτηκαν προς τα έξω. Έσπρωξε την πόρτα απότομα, άνοιξε το φως και είδε πως παντού υπήρχαν κηλίδες αίματος. Φώναξε την Έλενα αλλά απάντηση δεν ήρθε καμία. Έκανε να τρέξει προς τη κρεβατοκάμαρα όταν το βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα σημείωμα πάνω στο τραπέζι. Το πήρε στα χέρια του, το ξεδίπλωσε βιαστικά και διάβασε με αγωνία και περιέργεια το περιεχόμενό του...<br /><br /><blockquote>"Η Έλενα δε θα μπορέσει να δειπνήσει μαζί σου απόψε. Μη μου στεναχωριέσαι όμως γιατί σου άφησα μια αντικαταστάτρια. Θα μας βρεις στο εγκαταλελειμμένο σπίτι δύο τετράγωνα πιο κάτω από το στέκι σας. Μην αργείς. Ο χρόνος κυλάει και φαντάζομαι θέλεις να τη προλάβεις ζωντανή.<br /><br />Ο δημιουργός σου,<br />Γκάμπριελ"</blockquote><br /><br />Πάγωσε για κανένα λεπτό, μόνο έκπληξη και θυμό έβλεπες στο πρόσωπό του και συνέχισε να κοιτά το σημείωμα.<br /><br />"Είναι ζωντανός; Πώς είναι δυνατόν; Γιατί θέλει να κάνει κακό στην Έλενα και γιατί ήταν εξαφανισμένος όλα αυτά τα χρόνια;"<br /><br />Αυτά τα ερωτήματα γεννήθηκαν κατευθείαν στο μυαλό του και ταυτόχρονα σκέφτηκε την αντικαταστάτρια που του έγραφε. Άφησε το σημείωμα και με αστραπιαίες κινήσεις που ανθρώπινο μάτι θα δυσκολευόταν να ακολουθήσει πήγε στη κρεβατοκάμαρα. Το δωμάτιο ήταν μισοφωτισμένο όμως ο Μάρκος χωρίς καμία απολύτως δυσκολία είδε το σώμα μιας κοπέλας να είναι ξαπλωμένο μπρούμυτα στο μεγάλο κρεβάτι και προς στιγμήν σκέφτηκε μήπως είναι η Έλενα, μήπως στο σημείωμα του έλεγε ψέματα. Πλησίασε και διαπίστωσε πως όντως δεν ήταν η Έλενα. Γύρισε το σώμα της άτυχης κοπέλας και κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής. Παντού έβλεπε αίμα και κάτω από αυτό το δέρμα της ήταν κατάχλομο. Της είχε αφαιρέσει μέχρι και τη τελευταία σταγόνα αίματος και όπως του έδειχνε η εμπειρία του το είχε κάνει εκεί στο δωμάτιο. Το πρόσωπό της δε φαινόταν αφού τα μακριά μαλλιά της το κάλυπταν. Με το χέρι του τα τράβηξε στην άκρη και έντρομος είδε πως η κοπέλα ήταν η Σάρα, η κολλητή της Έλενας από τα παλιά που το τελευταίο καιρό είχε ξαναβρεθεί μαζί της. Μάλιστα την είχε γνωρίσει και ο ίδιος μιας και η Σάρα γνώριζε την αλήθεια για τον ίδιο, όπως γνώριζε και παλιότερα για τον Άντονι, τον αδερφό της Έλενας. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τη Σάρα τη συμπαθούσε τόσο πολύ. Ήταν γλυκός άνθρωπος και πραγματική φίλη. Τέτοια τύχη δε της άξιζε σε καμία περίπτωση. Της έκλεισε τα μάτια που ήταν ακόμη ανοιχτά και τη σκέπασε με ένα καθαρό σεντόνι. Έσβησε όλα τα φώτα, κλείδωσε πόρτες και παράθυρα, άφησε για αργότερα το τι θα έκανε με το σώμα της Σάρα αφού το κακό είχε γίνει πλέον και σκέφτηκε πόσο καλά σχεδιασμένα πρέπει να τα έχει όλα ο Γκάμπριελ. Σίγουρα τους παρακολουθούσε στενά και υπομονετικά καθώς έλειψε μόλις για ένα τέταρτο της ώρας. Έκλεισε δυνατά τη πόρτα πίσω του και ξεκίνησε χωρίς δεύτερη σκέψη για το εγκαταλελειμμένο σπίτι.<br /><br />Έφτασε στο σπίτι, ένα παλιό αρχοντικό και εισέβαλε με μεγάλη ταχύτητα διαλύοντας τη παλιά ξύλινη πόρτα. Ο εσωτερικός χώρος ήταν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Χαραμάδες παντού, από τις οποίες έμπαινε το φως του φεγγαριού, σκισμένες κουρτίνες, λιγοστά σπασμένα έπιπλα, ρίζες δέντρων να διαπερνούν το πάτωμα. Σε μια σκοτεινή γωνία στεκόταν ο Γκάμπριελ ο οποίος κρατούσε την Έλενα από τον έναν της καρπό σφιχτά, χωρίς να της αφήνει περιθώρια να τρέξει κοντά στον Μάρκο.<br /><br />Ο Γκάμπριελ έκανε ένα βήμα προς τα μπρος που ήταν όμως αρκετό για το φως του φεγγαριού να αποκαλύψει την ουλή του προσώπου του. Ο Μάρκος την πρόσεξε και δε του ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβει πως την απέκτησε. Τότε ακούστηκε η βραχνή φωνή του Γκάμπριελ...<br /><br />"Δε σε βλέπω Μάρκο και πολύ χαρούμενο που με βλέπεις μετά από τόσα χρόνια."<br /><br />"Μου φαίνεται απίστευτο το γεγονός ότι είσαι ζωντανός. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήμουν χαρούμενος που σε βλέπω. Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Τι σου κάναμε; Τι σου έφταιξε η Σάρα;"<br /><br />Πριν προλάβει να απαντήσει, η Έλενα κλαίγοντας τον πρόλαβε λέγοντας...<br /><br />"Μάρκο...κτύπησε το κουδούνι με το που έφυγες σχεδόν και είδα τη Σάρα από το ματάκι. Δε πρόλαβα να ανοίξω και έσπρωξε τη πόρτα με δύναμη ρίχνοντας τη Σάρα επάνω μου. Χωρίς να πει λέξη μας έσυρε στη κρεβατοκάμαρα όπου τη σκότωσε μπροστά στα μάτια μου με τα δόντια του."<br /><br />Τα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν στο πρόσωπό της...<br /><br />"Σου έγραψε το σημείωμα και με πήρε και ήρθαμε εδώ."<br /><br />Και αμέσως συνέχισε ο Γκάμπριελ...<br />"Τι συγκινητικό. Ξέρεις να τα λες όμως ωραία."<br /><br />Εκείνη τη στιγμή και πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση του δάγκωσε τον λαιμό της Έλενας στρίβοντας απότομα τον αυχένα της. Ο Μάρκος βγάζοντας μια απεγνωσμένη κραυγή βρέθηκε δίπλα τους και προσπάθησε να τον σταματήσει όμως ο Γκάμπριελ με το χέρι του τον πέταξε στον απέναντι τοίχο. Ήταν μεγαλύτερος από τον Μάρκο στην ηλικία κατά περίπου 170 χρόνια και γι' αυτό και ήταν πολύ πιο δυνατός αλλά και ταχύτερος. Άφησε το άψυχο σώμα της Έλενας να σωριαστεί στο έδαφος και άρπαξε τον Μάρκο με τα δυο του χέρια. Τον σήκωσε από το έδαφος, τον κόλλησε στον τοίχο, τον κράτησε ακινητοποιημένο, πλησίασε στο αυτί του και του είπε...<br /><br />"Με ρώτησες το γιατί...Κάνε μια προσπάθεια...Δεν είναι δύσκολο να το σκεφτείς...Με πρόδωσες, με άφησες, έχασα ότι αγαπούσα περισσότερο και όλα αυτά ενώ σου έδωσα ζωή. Με έκανες αυτό που είμαι σήμερα. Να είμαι ένας άγγελος του Θανάτου, να θέλω μόνο εκδίκηση, να σκέφτομαι μόνο το αίμα."<br /><br />"Ε τότε γιατί δε με σκοτώνεις;"...του είπε έχοντας τα μάτια του κολλημένα επάνω στην Έλενα..."Τι περιμένεις;"<br /><br />"Όχι ακόμη. Τόσα χρόνια περίμενα. Θέλω να νιώσεις πρώτα τον πόνο, την οργή, την απώλεια...Φύγε, όμως να με περιμένεις γιατί θα έρθω για σένα όπου και αν κρυφτείς για να πάρω πίσω τη ζωή που σου χάρισα."<br /><br />Τον άφησε κάτω και χάθηκε ξανά στη σκοτεινή του γωνία. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο ο Μάρκος πήγε δίπλα στην Έλενα, τη πήρε και την έσφιξε στην αγκαλιά του για μερικές στιγμές και τον ρώτησε...<br /><br />"Να πάρω το σώμα της μαζί μου; Δε θέλω να την αφήσω έτσι εδώ."<br /><br />"Πάρ' το και φύγε."<br /><br />Τη σήκωσε προσεκτικά και με τα δυο του χέρια, του είπε πως του υπόσχεται ότι θα τον περιμένει και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Αυτή ήταν μια υπόσχεση που δεν είχε σκοπό να αθετήσει σε καμία περίπτωση. Αν και μπερδεμένος αφού δε περίμενε ο βρικόλακας του "ατυχήματος" να είναι ο Γκάμπριελ, πραγματικά ανυπομονούσε να έρθει η ώρα της συνάντησης. Ήθελε το τέλος να έρθει το συντομότερο δυνατό.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com16tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-45828010433589227352011-11-03T21:57:00.001+02:002011-12-18T20:21:52.319+02:0010. Γκάμπριελ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjaQSzt0wqBYvXvEQ66IJUxmzChLSh8fTpJ8iZSsPjUW1pwq2xUF0PJfYCE-pDy8OvOMsOMJdrtF7IUkVlNgjkzDktThJ2o6gQXkb4crZ2o9poyy05PtYoJFuSn515lWR-QtfoMtWeJDUQ/s1600/10..bmp"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 387px; height: 400px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjaQSzt0wqBYvXvEQ66IJUxmzChLSh8fTpJ8iZSsPjUW1pwq2xUF0PJfYCE-pDy8OvOMsOMJdrtF7IUkVlNgjkzDktThJ2o6gQXkb4crZ2o9poyy05PtYoJFuSn515lWR-QtfoMtWeJDUQ/s400/10..bmp" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5670859793610185346" border="0" /></a>Σκοτάδι. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Σηκώθηκε από τη παλιά, φθαρμένη, δερμάτινη πολυθρόνα του και έβαλε στο cd player ένα cd κλασικής μουσικής τόσο δυνατά που η σιωπή διαλύθηκε μονομιάς. Τράβηξε στην άκρη την κουρτίνα. Η νύχτα είχε έρθει κιόλας. Τα φώτα του Λονδίνου γέμισαν το δωμάτιο απότομα. Αποκάλυψαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Κοντά και ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια, έντονα ζυγωματικά, ένα πρόσωπο άγριο, γεμάτο γωνίες και με μια αρκετά ευδιάκριτη ουλή στην αριστερή πλευρά που δε θα έπρεπε να είναι εκεί. Εντυπωσιακός και τρομακτικός ταυτόχρονα. Γύρω στα 30 θα έλεγε κανείς αν προσπαθούσε να μαντέψει την ηλικία του. Βέβαια θα έπεφτε έξω κατά πολλές πολλές δεκαετίες μιας και ως θνητός γεννήθηκε το 1732. Κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα ποτήρι γεμάτο, όχι όμως με κρασί όπως θα νόμιζε κάποιος που θα το έβλεπε από μακριά. Ένας σχετικός και γνώστης του θέματος θα καταλάβαινε αμέσως πως το ποτήρι περιείχε κατακόκκινο, ολόφρεσκο αίμα.<br /><br />Άφησε το ποτήρι σε ένα τραπέζι και κατευθύνθηκε προς το διπλανό δωμάτιο. Έσπρωξε τη πόρτα και άναψε το φως μπαίνοντας. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο. Είχε λιγοστά μικροέπιπλα και ένα μεγάλο ξύλινο κρεβάτι στο κέντρο του. Πάνω του ήταν ξαπλωμένη μια κοπέλα, όχι πολύ μικρή στην ηλικία. Είχε τα μάτια της ανοιχτά αλλά φαινόταν να βρίσκεται σε έναν δικό της κόσμο. Ο λαιμός της και τα γυμνά της χέρια ήταν γεμάτο από πληγές που αιχμηροί κυνόδοντες προξένησαν. Τη κρατούσε εκεί χωρίς δεσμά αλλά με τη δύναμη της αυθυποβολής. Δε μπορούσε να μιλήσει, να φωνάξει, να ξεφύγει από το μαρτύριο και ας είχε μόνο αυτό στο μυαλό της. Τη χρησιμοποιούσε ως δότη, ως πηγή αίματος και δεν ήταν η πρώτη. Ήταν κάτι που έκανε για πολλά χρόνια. Άλλες φορές το θύμα πέθαινε, άλλες πάλι όταν η διάθεσή του ήταν καλή τους άφηνε να φύγουν χωρίς φυσικά να θυμούνται τίποτε. Η νέα κοπέλα ήταν όμως ειδική περίπτωση. Βύθισε τα δόντια του στο λαιμό της. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της, χωρίς όμως να καταφέρει να βγάλει τον παραμικρό ήχο, πόσο μάλλον να κινηθεί, να προβάλει κάποια αντίσταση. Σκούπισε με το χέρι του το αίμα που έτρεξε στο πηγούνι του και της είπε...<br /><br />"Μπορεί να έχω αγγελικό όνομα αλλά είμαι σίγουρος πως σκέφτεσαι ότι είμαι το ακριβώς αντίθετο. Μάλλον έχεις δίκιο. Για την ακρίβεια έχεις απόλυτο δίκιο. Ξέρεις όμως το φταίξιμο είναι όλο δικό σας."<br /><br />Βγήκε από το δωμάτιο σχεδόν αμέσως. Έτσι κι αλλιώς δυνατότητα για απάντηση από μέρους της δεν υπήρχε. Σκέφτηκε πως θέλει λίγο αέρα και το μπαλκόνι ήταν ο κατάλληλος χώρος. Για κανένα δεκάλεπτο χάζευε τους θνητούς από ψηλά. Γι' αυτούς είχε μόνο μίσος. Όχι όμως μόνο γι' αυτούς.<br /><br />Επέστρεψε στο δωμάτιο και άδειασε το ποτήρι που είχε αφήσει λίγο πριν. Είχε τραφεί μόλις τώρα όμως η δίψα δεν έφευγε ποτέ. Δεν είχε καταφέρει να βρει την ηρεμία που θα τον βοηθούσε να την ελέγξει. Τη γαλήνη και την ισορροπία που είχε εξασφαλίσει με τόσο κόπο την είχε χάσει μια και καλή μερικά χρόνια πριν. Πήρε το ποτήρι στο χέρι του και το πέταξε στον απέναντι τοίχο με τόση δύναμη που έσπασε σε αμέτρητα κομμάτια. Ο τοίχος αυτός ήταν καλυμμένος με δεκάδες ταλαιπωρημένες και μεγάλες φωτογραφίες. Σε αρκετές ήταν η κοπέλα που κρατούσε φυλακισμένη στο διπλανό δωμάτιο. Σε πολλές περισσότερες ήταν η Έλενα. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους όμως έδειχναν τον Μάρκο είτε μόνο του είτε μαζί με την Έλενα, σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητάς τους. Στο εστιατόριο του Άλεξ, στο θέατρο, στο δρόμο ή και έξω από τα σπίτια τους. Μάλιστα αυτές με τον Μάρκο δεν ήταν όλες πρόσφατες αλλά κάποιες τραβήχτηκαν εδώ και χρόνια. Ανάμεσα στις φωτογραφίες υπήρχαν αρκετές διάσπαρτες χειρόγραφες σημειώσεις με διευθύνσεις αλλά και οργισμένα σχόλια. Το σημείωμα με την ημερομηνία διεξαγωγής του κονσέρτου κινηματογραφικής μουσικής ξεχώριζε στο κέντρο όλων αυτών.<br /><br />Πλησίασε σε μια από τις φωτογραφίες του Μάρκου. Το πρόσωπό του αγρίεψε κι άλλο. Έσυρε τα νύχια του με οργή πάνω της σκίζοντάς την. Αποκάλυψε τους κυνόδοντές του λες και ήταν έτοιμος να επιτεθεί και είπε...<br /><br />"Μάρκο...δειλέ...προδότη. Το τέλος σου φτάνει. Το ατύχημα στο θέατρο ήταν μόνο η αρχή. Μια από αυτές τις μέρες η αγάπη θα πεθάνει."Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com22tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-77947303367128486892011-10-21T23:14:00.001+03:002011-12-18T20:22:01.788+02:009. Σκιά<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZ5i_PyZkB3uJyl8A6kZ48d9P-V9TryurfO51HRWGWuaYdkCTuZwlWU8CiYTeoVhAhsUG5By5FREoHEgRt2b7vdJZwXYA6URnALLf4jgMgko36_gObkqZRhIFYnec2wj8Kf7nJA1fYbEQ/s1600/9..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZ5i_PyZkB3uJyl8A6kZ48d9P-V9TryurfO51HRWGWuaYdkCTuZwlWU8CiYTeoVhAhsUG5By5FREoHEgRt2b7vdJZwXYA6URnALLf4jgMgko36_gObkqZRhIFYnec2wj8Kf7nJA1fYbEQ/s400/9..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5666038421279515938" border="0" /></a>Η Έλενα έμεινε στο νοσοκομείο για δύο μέρες μετά από το ατύχημά της. Οι γιατροί ήθελαν να είναι σίγουροι για την κατάστασή της πριν της δώσουν εξιτήριο. Έτσι της έκαναν όλες εκείνες τις απαραίτητες διερευνητικές εξετάσεις. Αξονικές τομογραφίες, μαγνητικές, αιματολογικές. Καμία δεν έδειξε το παραμικρό. Την άφησαν να φύγει και ακόμη είχαν μείνει με την απορία του τι είχε τελικά συμβεί και πως ήταν δυνατόν να έχει γλιτώσει μετά από το θανατηφόρο χτύπημα στο κρανίο που προκλήθηκε πέφτοντας από τη σκάλα και που ο νοσοκόμος του ασθενοφόρου είχε δει με τα μάτια του. Το αίμα του Μάρκου είχε επουλώσει ακόμη και το πιο μικρό τραύμα σε ελάχιστο χρόνο, μαζί φυσικά και το τραύμα στο κεφάλι που ήταν και το βασικό.<br /><br />Ήταν μεσημέρι όταν η Έλενα μπήκε στο σπίτι του Μάρκου. Την περίμενε με ανυπομονησία και ευχόταν να μπορούσε να την παραλάβει ο ίδιος από το νοσοκομείο, κάτι που όμως ήταν αδύνατο να γίνει υπό το φως του ήλιου. Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Τουλάχιστον έτσι έδειχναν να είναι. Ο Μάρκος φρόντιζε και πρόσεχε την Έλενα με τόση αγάπη και τρυφερότητα. Της μαγείρευε, της έβαζε την αγαπημένη του μουσική μήπως και τη μυήσει σ' αυτήν, έβλεπαν μαζί ταινίες όλων των ειδών. Η Έλενα συχνά έπαιζε μουσική με το βιολί της και ο Μάρκος ολοκλήρωνε σιγά σιγά τη συγγραφή του νέου του βιβλίου. Είχε περάσει κιόλας μία εβδομάδα και κανένας από τους δύο δεν είχε βγει από το σπίτι μιας και ο Μάρκος είχε μεριμνήσει τίποτε να μη λείπει. Μιλούσαν για τα πάντα, εκτός από το ατύχημα. Και αυτό γιατί και τους δύο τους απασχολούσε κάτι. Ο Μάρκος δεν ήθελε να τρομάξει την Έλενα και η Έλενα με τη σειρά της δεν ήθελε να τον ανησυχήσει αφού δεν ήταν και πολύ σίγουρη για τον λόγο που την έκανε να νιώθει άβολα.<br /><br />Ήταν απόγευμα όταν ο Μάρκος αποφάσισε να μιλήσει πρώτος, να κάνει την αρχή...<br /><br />"Έλενα νομίζω πως τώρα που έχουμε ηρεμήσει και οι δύο πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για το ατύχημα. Με απασχολεί κάτι και βλέπω πως σε απασχολεί και εσένα κάτι."<br />"Έχεις δίκιο. Νομίζω πως η ώρα γι' αυτή τη κουβέντα ήρθε, αρκετά την αναβάλαμε."<br /><br />Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον με ύφος σοβαρό και την ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Ο Μάρκος την κοίταξε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και είπε...<br /><br />"Εκείνο το βράδυ λίγο πριν ξεκινήσει το κονσέρτο και ενώ ήδη καθόμουν στη θέση μου διαισθάνθηκα κάτι περίεργο. Μία παρεμβολή, μία παρουσία. Έψαξα λίγο γύρω μου αλλά δεν είδα κάτι που να με αναγκάσει να σηκωθώ και να το ελέγξω. Να ήξερες πόσο το μετανιώνω τώρα. Έπρεπε να μη το αφήσω να περάσει έτσι. Ο ενθουσιασμός μου όμως για τη μουσική που ξεκινούσε εκείνη την ώρα με έκανε να μη δώσω την απαραίτητη προσοχή, να ξεχαστώ."<br />"Δεν έκανες κάτι λάθος. Πως να πάει το μυαλό σου στο κακό, αν υπήρχε βέβαια."...του απάντησε αμέσως η Έλενα και συνέχισε...<br />"Να σου πω όμως και εγώ κάτι που βλέπω ή καλύτερα ακούω τρεις μέρες τώρα, που δε το καταλαβαίνω και έχει αρχίσει να με τρομοκρατεί. Έχει τρεις νύχτες που στον ύπνο μου ακούω μία ανδρική φωνή να μου λέει...'Απλώς παραπάτησες...Δε με είδες ποτέ.'..."<br /><br />Ο Μάρκος αμέσως πετάχτηκε από τη πολυθρόνα του. Τα είχε καταλάβει όλα. Γύρισε αναστατωμένος προς την Έλενα και της είπε σχεδόν φωναχτά...<br />"Μάλλον δεν είμαι όσο τελευταίος νόμιζα."<br />"Τι εννοείς;"<br />"Μόλις συνειδητοποίησα τι έχει συμβεί...Σε σαγήνευσαν...Σου είπαν τι να πεις και τι να θυμάσαι. Το ότι σου έδωσα το αίμα μου για να σε σώσω εξουδετέρωσε ως έναν βαθμό την αυθυποβολή και γι' αυτό μπορείς και ακούς τη φράση αυτή. Αυτό πρέπει ακριβώς να σου είπε αυτός που το έκανε. Κοίταξε μέσα στα μάτια σου και στο είπε ή καλύτερα στο επέβαλε. Το μόνο που δε καταλαβαίνω είναι ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό και κυρίως το γιατί να θέλει να σου κάνει κακό και μέσα από εσένα να κάνει κακό και σ' εμένα."<br /><br />Η Έλενα πλησίασε τον Μάρκο και σαφέστατα αγχωμένη χώθηκε στην αγκαλιά του. Ο Μάρκος σε μια προσπάθεια να της μειώσει την αγωνία της έδωσε ένα μικρό φιλί και της είπε...<br />"Όλα δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με έναν βρικόλακα. Πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας. Πρέπει να κάνουμε κάτι γι' αυτή τη σκιά που μας ακολουθεί και νομίζω πως έχω βρει και τι ακριβώς..."Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com12tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-62109429992119857782011-10-09T19:56:00.001+03:002011-12-18T20:22:12.843+02:008. Αίμα<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhRYvYz4J0cEbLk6vwM0r_3XqhExbUkOQ9Jvu5TMuxP0Y39jkaAemXSJzrfp53qb1VMSc8OzIWBSjjXmtKjInzlJ8IGq6lScWGlzhVK3VOadxFskecb5hWwbXDJ5OEPjztlnvBOOfFz5xU/s1600/8..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 261px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhRYvYz4J0cEbLk6vwM0r_3XqhExbUkOQ9Jvu5TMuxP0Y39jkaAemXSJzrfp53qb1VMSc8OzIWBSjjXmtKjInzlJ8IGq6lScWGlzhVK3VOadxFskecb5hWwbXDJ5OEPjztlnvBOOfFz5xU/s400/8..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5661520647070579650" border="0" /></a>Η μέρα ήταν έτοιμη να δώσει τη θέση της στη νύχτα και ο Μάρκος εδώ και ώρα ετοιμαζόταν για τη μεγάλη βραδιά της Έλενας. Ήταν κιόλας ντυμένος στα μαύρα. Το μαύρο το λάτρευε σαν χρώμα και πλέον δεν αντικατόπτριζε τη διάθεσή του. Η Έλενα είχε φύγει από το σπίτι του από νωρίς το απόγευμα αφού στο πρόγραμμά της είχε μία τελική πρόβα. Είχε φορέσει για το κονσέρτο ένα υπέροχο και πολύ κομψό κατακόκκινο φόρεμα και δεν είπε λέξη στον Μάρκο για το όνειρο της προηγούμενης νύχτας. Ο Μάρκος κατάλαβε πως κάτι την απασχολεί αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία αφού το απέδωσε στο άγχος εν όψη του κονσέρτου. Στο μυαλό του είχε μείνει ολοζώντανη η εικόνα της Έλενας να του στέλνει ένα φιλί κλείνοντας την πόρτα του διαμερίσματος. Ήταν πανέμορφη!<br /><br />Άνοιξε τη πόρτα του ταξί και αντίκρισε το έντονα φωταγωγημένο θέατρο. Οι κάτοικοι του Λονδίνου είχαν αρχίσει να καταφθάνουν μαζικά. Ένα κονσέρτο της φημισμένης φιλαρμονικής της πόλης τους ήταν πάντοτε μεγάλο καλλιτεχνικό αλλά και κοσμικό γεγονός. Ο Μάρκος μπήκε στο θέατρο γεμάτος ενθουσιασμό και για το ότι θα θαύμαζε την αγαπημένη του και για το περιεχόμενου του κονσέρτου, αφού εδώ πολλά χρόνια η κινηματογραφική μουσική τον γέμιζε με τόσα ξεχασμένα συναισθήματα. Αυτός ήταν ο λόγος που την άκουγε με τόση ευχαρίστηση. Πριν βρει τη θέση του ανάμεσα στους υπόλοιπους θεατές κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια για να συναντήσει την Έλενα. Της είπε πως ανυπομονεί να τη θαυμάσει και της ευχήθηκε καλή επιτυχία με ένα φιλί. Ο Μάρκος κάθισε στη θέση του, λίγα μόλις μέτρα από την ορχήστρα και η ανυπομονησία του αυξήθηκε όταν είδε πως τα μέλη της φιλαρμονικής είχαν αρχίσει να κάθονται στα καθίσματά τους. Μεταξύ τους και η Έλενα με το βιολί της. Αμέσως της χαμογέλασε και της έκλεισε όλο νόημα το μάτι. Λίγο πριν το κονσέρτο ξεκινήσει ο Μάρκος ένιωσε κάτι πολύ περίεργο. Ένα βλέμμα να είναι επάνω του, μία παρουσία, μία παρεμβολή στο μυαλό του και στη σκέψη του. Γύρισε και κοίταξε πίσω του αλλά δεν είδε τίποτε το ύποπτο. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία αφού οι πρώτες νότες μόλις είχαν ακουστεί. Το κονσέρτο είχε μόλις αρχίσει. Επί δύο ώρες η φιλαρμονική του Λονδίνου παρουσίαζε διάσημα ή και λιγότερο γνωστά κινηματογραφικά μουσικά θέματα μεγάλων συνθετών όπως των Hans Zimmer, Danny Elfman, Patrick Doyle, James Newton Howard, Jerry Goldsmith, Zbigniew Preisner και αρκετών άλλων ενθουσιάζοντας το κοινό. Σε κάποια κομμάτια μία οθόνη παραδίπλα έδειχνε σκηνές της αντίστοιχης ταινίας και σε κάποια άλλα χορευτές πάνω στη σκηνή πίσω από την ορχήστρα χόρευαν στο ρυθμό τους. Ο Μάρκος απολάμβανε με απίστευτη χαρά και συγκίνηση τη μουσική, ενώ δε μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την Έλενα. Όταν μάλιστα ήρθε και η στιγμή του σόλο της αγαπημένης του θα μπορούσε να πει κανείς πως η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.<br /><br />Το κονσέρτο ολοκληρώθηκε. Οι θεατές δεν έλεγαν να σταματήσουν να χειροκροτούν. Ο Μάρκος άφησε βιαστικός τη θέση του, βγήκε από το θέατρο, αγόρασε 12 κόκκινα τριαντάφυλλα και επέστρεψε πίσω. Πήγε για δεύτερη φορά στα παρασκήνια, βρήκε την Έλενα χωρίς καμία δυσκολία παρά την ύπαρξη πολλών ατόμων, της πρόσφερε τα τριαντάφυλλα, τη φίλησε, την αγκάλιασε και της είπε πως ήταν μαγευτική κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Την άφησε λίγο να τα πει και να μοιραστεί τη χαρά της με τους συναδέλφους της και κατέβηκε στην είσοδο του θεάτρου να τη περιμένει. Σχεδόν το σύνολο των θεατών είχε πλέον φύγει και ακολουθούσαν τώρα και τα μέλη της ορχήστρας. Δε πρέπει να είχαν περάσει 15 λεπτά όταν άκουσε μέσα να επικρατεί αναστάτωση και ταυτόχρονα διάβασε τη σκέψη μιας κοπέλας που πέρασε από δίπλα του...<br />"Τι τραγικό αυτό που συνέβη στην Έλενα...ελπίζω μόνο το ασθενοφόρο να φτάσει εγκαίρως"<br />Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Με αστραπιαίες κινήσεις μπήκε στο θέατρο και είδε σε ένα σημείο μαζεμένο αρκετό κόσμο. Χώθηκε ανάμεσά τους και τότε πάγωσε. Η Έλενα ήταν ξαπλωμένη στο τέλος της μεγάλης μαρμάρινης κεντρικής σκάλας του θεάτρου, γύρω υπήρχε ήδη μια μικρή λίμνη αίματος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μετά βίας ξεχώριζαν από το αίμα και τα τριαντάφυλλα ήταν σκορπισμένα παντού. Έσκυψε από πάνω της με βουρκωμένα μάτια. Η καρδιά της κτυπούσε ακόμη. Κοίταξε τριγύρω...<br />"Έχει πολύ κόσμο...μόλις βρω ευκαιρία...ελπίζω να προλάβω."...σκέφτηκε.<br />Το ασθενοφόρο ευτυχώς έφτασε γρήγορα και ο Μάρκος μπήκε μαζί με την Έλενα στη καμπίνα του αφού είπε στο πλήρωμά του πως είναι ο σύντροφός της. Ξεκίνησαν για το νοσοκομείο, δεν ήταν μόνοι τους αλλά αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα. Κοίταξε στα μάτια τον νοσοκόμο που τους συνόδευε και του είπε...<br />"Κράτα τα μάτια σου κλειστά για πέντε λεπτά."<br />Αποκάλυψε τους κυνόδοντές του, δάγκωσε τον αριστερό του καρπό και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο έβαλε το χέρι του στο στόμα της Έλενας που είχε αμυδρά τις αισθήσεις της.<br />"Πρέπει να πιεις έστω και λίγο."...της είπε χαμηλόφωνα.<br />Αφού σιγουρεύτηκε πως έπεσαν μερικές σταγόνες κάθισε δίπλα μέχρι που έφτασαν στο νοσοκομείο.<br /><br />Την έβαλαν σε φορείο και τη πήγαν κατευθείαν στο χειρουργείο. Ο Μάρκος γεμάτος αγωνία περίμενε στην αίθουσα αναμονής και δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά όταν ήρθε ο γιατρός και του είπε...<br />"Πρόκειται περί θαύματος. Έχασε τόσο πολύ αίμα, ήταν τόσο δυνατή η πτώση όπως μας πληροφόρησαν, ωστόσο τα τραύματά της είναι απειροελάχιστα. Αν δε μας έλεγαν τι έγινε δε θα πίστευα πως αυτή η κοπέλα έπεσε από εκείνη τη σκάλα. Αλλά και πάλι δε μπορώ να εξηγήσω τον τόσο χαμηλό αιματοκρίτη. Σε λίγο πιστεύω θα συνέλθει πλήρως με το αίμα που της χορηγούμε και θα μπορέσετε να τη δείτε."<br />Ο Μάρκος τον ευχαρίστησε και αναστέναξε με ανακούφιση.<br /><br />Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα κατά πολύ. Η Έλενα άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της και είδε δίπλα της τον Μάρκο.<br />"Γεια σου καρδιά μου, πώς είσαι; Πώς νιώθεις;"<br />"Καλά είμαι. Λίγο περίεργα αλλά καλά."<br />"Πώς έγινε;"<br />"Απλώς παραπάτησα στο πρώτο σκαλοπάτι και δε μπόρεσα να κρατήσω την ισορροπία μου."<br />Ο Μάρκος έσκυψε, της έδωσε ένα φιλί και της ψιθύρισε...<br />"Δεν θα άντεχα να σε χάσω. Συγχώρεσέ με αλλά έπρεπε να το κάνω."<br />"Τι έκανες;"<br />"Έπρεπε να σου δώσω μερικές σταγόνες από το θεραπευτικό για σένα αίμα μου αλλιώς δε θα ήσουν τώρα εδώ."<br />Του ανταπέδωσε το φιλί και του είπε...<br />"Σε ευχαριστώ...τώρα σ' αγαπώ ακόμη περισσότερο."Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com14tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-10664942287070476142011-09-28T21:49:00.001+03:002011-12-18T20:22:21.054+02:007. Στάχτη<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiejktbJorJtAQFl_q5OAfc9Z9GKI8cOEJ6Zybyp2ThwM-pD8WiuZ89N_9tu0n2iE9gTMxh4coCchLXDg3-0-G3Nb9o9BgThBnQVCLXBsFB-HtKdhNEm0H6QIRshqcXLzWBziTKQ_xEhnI/s1600/7..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiejktbJorJtAQFl_q5OAfc9Z9GKI8cOEJ6Zybyp2ThwM-pD8WiuZ89N_9tu0n2iE9gTMxh4coCchLXDg3-0-G3Nb9o9BgThBnQVCLXBsFB-HtKdhNEm0H6QIRshqcXLzWBziTKQ_xEhnI/s400/7..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5657141945010697458" border="0" /></a>Τρίτη απόγευμα και η Έλενα βρισκόταν στο σπίτι της καλύτερης φίλης της όπου εδώ και ώρα απολάμβαναν το τσαγάκι τους ενώ κουβέντιαζαν περί ανέμων και υδάτων. Η Έλενα σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το φως είχε αρχίσει να χάνεται. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 8 και 5. Το ημερολόγιο παρά δίπλα 14 Μαΐου του 1996...Είπε στη φίλη της ότι πρέπει να φύγει γιατί είχε υποσχεθεί στον αδερφό της, τον Άντονι πως θα πάνε βόλτα. Βγήκε στο δρόμο και ξεκίνησε για το σπίτι της που απείχε μόλις μερικά τετράγωνα. Στο δρόμο καθώς περπατούσε και σκεφτόταν πως να περάσουν τη βραδιά τους η ίδια και ο πολυαγαπημένος της βρικόλακας αδερφός της δεν έδωσε καθόλου σημασία στην περίεργη ησυχία που επικρατούσε. Έφτασε στο σπίτι, αποφάσισαν να πάνε για φαγητό ή να δούνε καμιά ταινία ή και τα δύο όμως τα σχέδιά τους μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ανατράπηκαν ριζικά. Είχαν φτάσει σχεδόν στην εξώπορτα της μονοκατοικίας όπου έμεναν από τα παιδικά τους χρόνια όταν ξαφνικά κάποιος έσπασε την πόρτα. Ήταν άντρες του στρατού. Ένα χέρι τράβηξε την Έλενα απότομα προς τα έξω και ταυτόχρονα ένας άλλος πυροβόλησε τον Άντονι πέντε φορές. Κάποιες σφαίρες βρήκαν στόχο μιας και ο Άντονι ήταν τελείως απροετοίμαστος και έτσι δε πρόλαβε να αντιδράσει και να αμυνθεί. Οι σφαίρες μπορεί να μην ήταν δυνατό να τον σκοτώσουν αλλά ήταν αρκετές για να τον ακινητοποιήσουν. Η Έλενα προσπαθούσε με όλες της τις δυνάμεις να ξεφύγει από τους άντρες του στρατού και να πάει κοντά στον αδερφό της αλλά τα χέρια που τη κρατούσαν δεν της έδιναν το περιθώριο να το κάνει. Φώναζε για βοήθεια, τους παρακαλούσε να σταματήσουν αλλά μάταια. Ο Άντονι αιμόφυρτος σύρθηκε προς την εξώπορτα. Το βλέμμα του συναντήθηκε με αυτό της Έλενας. Της έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα σα να της έλεγε αντίο και τότε ήταν που ξεκίνησε η φωτιά. Οι στρατιώτες έβαλαν φωτιά στο σπίτι και λίγο πριν αυτό τυλιχτεί στις φλόγες το εγκατέλειψαν αφού προηγουμένως πυροβόλησαν τρεις φορές ακόμη τον Άντονι για να είναι σίγουροι πως δε θα ξεφύγει. Η Έλενα πια ούτε να φωνάξει μπορούσε, ούτε να αντιδράσει πια. Τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα καθώς έβλεπε τον Άντονι να γίνεται στάχτη μπροστά της.<br /><br />Άνοιξε τα μάτια της και είδε πως βρισκόταν στο σπίτι της φίλη της. Η Σάρα το προηγούμενο βράδυ μόλις τα τηλεοπτικά κανάλια άρχισαν να μεταδίδουν τα νέα από την επιχείρηση εξόντωσης των τεράτων, όπως την χαρακτήριζαν, έτρεξε και μάζεψε την Έλενα στο σπίτι της αφού ήταν από τα ελάχιστα εκείνα άτομα που γνώριζαν την αλήθεια για τον Άντονι. Η Έλενα μετά βίας σηκώθηκε από το κρεβάτι με μάτια κατακόκκινα και χωρίς να έχει κανένα συναίσθημα μέσα της παρά μόνο οργή. Δε μπορούσε να πιστέψει το τι είχε γίνει. Πρώτα έφυγε η μητέρα της, μετά ήρθε η μεταμόρφωση και τώρα χάθηκε και ο Άντονι. Μπορεί να μην είχε μισήσει τους βρικόλακες, μόλις όμως μίσησε το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας. Μπήκε στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, μετά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και πριν προλάβει να πάρει το βλέμμα της από το είδωλό της πρόσεξε δύο μικρές πληγές στον λαιμό της, δύο μικρές τρύπες, τα απομεινάρια ενός δαγκώματος.<br /><br />Πετάχτηκε τρομαγμένη από το κρεβάτι της, μέσα στο άγχος. Ο Μάρκος δεν ήταν δίπλα της. Μάλλον της έφτιαχνε πρωινό στη κουζίνα. Σκέφτηκε πως ήταν όνειρο αλλά η ανακούφιση δεν ήρθε. Και πως να έρθει όταν ξαναέζησε μέσα από το όνειρο όλη εκείνη την πέρα για πέρα αληθινή και εφιαλτική νύχτα της σφαγής. Και πως να εξηγήσει το τελευταίο φανταστικό κομμάτι του ονείρου με τα σημάδια στο λαιμό της. Τι να σήμαιναν άραγε; Μία τόσο σημαντική μέρα και ενώ ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη με τον Μάρκο γιατί θυμήθηκε και είδε κάτι τόσο θλιβερό; Η μεγάλη μέρα του κονσέρτου είχε μόλις ξημερώσει και δυστυχώς δε ξεκίνησε καθόλου καλά.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com14tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-24712838973102465012011-09-18T22:31:00.001+03:002011-12-18T20:22:32.451+02:006. Μεταμόρφωση<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAAQ52TchKx029p8MOgsS84wR2eClWOOjJixC4m7OW2XDWx7SIgt5jf_xYrwV7B6NuM68dz5pvr6YzxWjLR8gspB80q4_ZBJ9FeEl2-TjWVf9-aEWwITa0voIT4EV5cZe2zY5Z5LJ4Mvc/s1600/6..jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 270px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgAAQ52TchKx029p8MOgsS84wR2eClWOOjJixC4m7OW2XDWx7SIgt5jf_xYrwV7B6NuM68dz5pvr6YzxWjLR8gspB80q4_ZBJ9FeEl2-TjWVf9-aEWwITa0voIT4EV5cZe2zY5Z5LJ4Mvc/s400/6..jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5653042466362749250" border="0" /></a>Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα, όμορφα, γλυκά, τρυφερά. Ο Μάρκος όλη την ημέρα έγραφε το νέο του βιβλίο και το βράδυ συναντούσε την Έλενα. Της είχε πει πως την ημέρα συγκεντρώνεται πιο εύκολα και γι' αυτό θα προτιμούσε να βλέπονται όταν βραδιάζει. Αυτό εν μέρη ήταν και η αλήθεια αν εξαιρέσει κανείς βέβαια το γεγονός πως αυτό ήταν κυρίως δικαιολογία μιας και ο Μάρκος δε μπορεί να βγει την ημέρα στο φως του ήλιου. Η Έλενα από τη μεριά της είχε εντατικές πρόβες με την ορχήστρα στην οποία είχε ενταχθεί με το που επέστρεψε στο Λονδίνο και έτσι ήταν και η ίδια απασχολημένη αρκετές ώρες κάθε μέρα. Τα βράδια τους τα περνούσαν με ατελείωτες βόλτες και συζητήσεις αλλά και κινηματογράφο και φυσικά επισκέψεις στο στέκι τους, το αγαπημένο τους εστιατόριο όπου ο Άλεξ τους υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Άλλωστε και τους δύο τους συμπαθούσε ιδιαίτερα. Ο Μάρκος στιγμή δε μπήκε στον πειρασμό να διαβάσει τη σκέψη της Έλενας και ας ήταν γι' αυτόν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Προτιμούσε να την ανακαλύψει σιγά σιγά. Να την αφήσει ελεύθερη να του αποκαλύψει με τη δική της θέληση οτιδήποτε θέλει όταν το επιθυμήσει. Ωστόσο δεν ήταν η Έλενα μόνο που δε μιλούσε για το παρελθόν αλλά και ο Μάρκος το απέφευγε όσο μπορούσε. Οι κουβέντες τους ήταν γύρω από τα ενδιαφέροντά τους και για το πως πέρασαν τη μέρα, όταν φυσικά δεν αφορούσαν τα συναισθήματά τους.<br /><br />Είχε περάσει σχεδόν ένας ολόκληρος μήνας από εκείνη τη πρώτη συνάντηση στο εστιατόριο και στη διάρκειά του το πρώτο φιλί είχε δοθεί, το ακολούθησαν και άλλα πολλά, κάποιες νύχτες τις πέρασαν μαζί στο σπίτι της Έλενας, το σ' αγαπώ είχε ειπωθεί και από τις δύο πλευρές και δεν ήταν βιαστικό αλλά πέρα για πέρα αληθινό. Τις τελευταίες μέρες οι πρόβες της Έλενας είχαν ελαττωθεί πολύ. Η μέρα του αφιερωμένου κονσέρτου σε μεγάλους κινηματογραφικούς συνθέτες πλησίαζε και ήταν όλοι στην ορχήστρα πανέτοιμοι, γι' αυτό μόνο λίγες ακόμη πρόβες είχαν προγραμματιστεί πριν τη μεγάλη βραδιά ώστε το αποτέλεσμα να είναι απλά τέλειο. Ο ελεύθερος χρόνος της Έλενας ξαφνικά αυξήθηκε. Άρχισε να ζητά από τον Μάρκο να περνούν πιο πολλές ώρες μαζί, να βρεθούνε και μέσα στη διάρκεια της μέρας τώρα που το πρόγραμμά της χαλάρωσε, να δει τον χώρο όπου ζει μιας και αυτό δεν είχε γίνει ακόμη. Οι ερωτήσεις αυξάνονταν και ο Μάρκος ένιωθε όλο και περισσότερο πως της χρωστούσε κάτι πολύ παραπάνω από τα αισθήματά του...την αλήθεια για το τι είναι. Τις χρωστούσε να της πει το ποιον ακριβώς είχε ερωτευτεί. Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση να της αποκαλύψει την πραγματικότητα. Και το περίεργο ήταν πως δεν είχε άγχος. Δε τον ένοιαζε το πως θα αντιδρούσε η Έλενα γιατί κάτι του έλεγε μέσα του πως όλα θα πάνε καλά και γιατί ήταν σίγουρος για τη δύναμη των συναισθημάτων τους.<br /><br />Ήταν Παρασκευή. Ο ήλιος είχε κρυφτεί και ο Μάρκος ελεύθερος από τα δεσμά του φωτός συνάντησε την Έλενα. Είχαν πει να βρεθούν στο εστιατόριο του Άλεξ. Κάθισαν σε ένα απομονωμένο τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού μιας και ο Μάρκος δεν ήθελε να έχουν απρόσκλητους ακροατές. Μετά το καθιερωμένο φιλί μπήκε αμέσως στο θέμα καθώς ανυπομονούσε να του φύγει το δυσβάσταχτο βάρος της αλήθειας.<br /><br />"Λοιπόν Έλενα νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάρεις απαντήσεις στις ερωτήσεις σου και μαζί να πάρεις τις αποφάσεις σου."<br />"Πολύ βαρύ μου ακούστηκε. Ποιες αποφάσεις;"<br />"Έλενα είναι πολύ σημαντικό για μένα αυτό που θα πω...θέλω να στο πω...στο χρωστάω."<br />"Συγγνώμη, δε θα ξαναδιακόψω."<br />"Ο λόγος που σε συναντώ μόνο το βράδυ δεν είναι απλώς το ότι γράφω το βιβλίο μου. Είναι γιατί δεν αντέχω το φως του ήλιου...Βλέπεις εδώ και 80 χρόνια είμαι βρικόλακας..."<br />"Αυτό ήταν; Είναι όντως σημαντικό, καταλαβαίνω την αγωνία σου να μου το πεις και σε ευχαριστώ που μου το εμπιστεύτηκες. Πέρασε ομολογώ κάποια στιγμή από το μυαλό μου ότι μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο...Βλέπεις δεν είμαι άσχετη αφού και ο αδερφός μου ήταν βρικόλακας, έστω και για πολύ λιγότερο από 80 χρόνια."<br /><br />Ο Μάρκος έμεινε άφωνος. Κάτι τέτοιο πραγματικά δε το περίμενε. Ήταν προσκολλημένος εδώ και15 χρόνια στην ιδέα ότι είναι ο τελευταίος του είδους του. Δεν είπε λέξη και άφησε την Έλενα να πει ή καλύτερα να θυμηθεί αυτά που ήθελε.<br /><br />"Ήταν Σάββατο, 26 Ιουνίου του 1993. Όπως κάθε Σάββατο όλη εκείνη τη περίοδο μαζί με το αδερφό μου, τον Άντονι, είχαμε πάει κινηματογράφο. Τη ταινία που είδαμε δε τη ξέχασα ποτέ εξαιτίας του τι ακολούθησε. Είχαμε δει το Sleepless In Seattle και περιττό να σου πω πως όποτε διαβάζω ή ακούω γι' αυτή τη ταινία ξαναζώ τα πάντα. Βγήκαμε από τον κινηματογράφο και συναντήσαμε τη μητέρα μου που είχε βγει βόλτα με τις φίλες της. Πατέρας στην οικογένεια δεν υπήρχε, μας εγκατέλειψε όταν ήμουν μωρό. Προσωπικά δε τον θυμάμαι καθόλου, μόνο ο Άντονι είχε αναμνήσεις μαζί του. Είπαμε να κόψουμε δρόμο και περάσαμε από ένα μικρό, σχετικά σκοτεινό και έρημο δρομάκι κοντά στο σπίτι μας. Τότε ήταν που έγινε. Ένιωσα κάποιον να με σπρώχνει απότομα και δυνατά από πίσω. Έπεσα και χτύπησα στο κεφάλι. Ζαλισμένη καθώς ήμουν άκουσα τη μητέρα μου να ουρλιάζει για λίγα δευτερόλεπτα και μετά μια βραχνή φωνή να λέει..."Καλή η διασκέδαση αλλά ήρθε η ώρα να γίνω και λίγο δημιουργικός." Είδα έναν μεγαλόσωμο και μαυροντυμένο άντρα να κρατάει τον αδερφό μου ακινητοποιημένο με το ένα του μόλις χέρι ενώ είχε τα δόντια του βυθισμένα στον λαιμό του. Άρχισα να φωνάζω για βοήθεια. Προσπάθησα να τον σταματήσω. Με απώθησε με απίστευτη ευκολία και αφού δάγκωσε τον ένα του καρπό έβαλε τον αδερφό μου να γευτεί το αίμα του. Αμέσως μετά είπε ότι είχε καιρό να διασκεδάσει τόσο καλά και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι με υπεράνθρωπη ταχύτητα. Πλησίασα τον αδερφό μου και είδα πως πέρα από τις πληγές στο λαιμό ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και στο δευτερόλεπτο συνειδητοποίησα πως η μητέρα μου ήταν ξαπλωμένη στο δρόμο. Ο Άντονι τη πήρε στην αγκαλιά του και με κοίταξε με τα βουρκωμένα του μάτια. Μόλις κατάλαβα πως η μητέρα μας 'έφυγε' έχασα τις αισθήσεις μου. Ήταν 44 χρονών όταν τη χάσαμε τόσο τραγικά και αναπάντεχα. Ο αδερφός μου αργότερα όταν συνήλθα στο νοσοκομείο μου ανέφερε πως κάλεσε την αστυνομία και το ασθενοφόρο και πως είπε ότι μας επιτέθηκε μάλλον ένα άγριο ζώο. Δεν απείχε και πολύ δυστυχώς από τη πραγματικότητα. Ήμουν 15 και ο Άντονι 22 χρονών τότε. Στη κηδεία ήμασταν σχεδόν μόνοι μας. Μέσα στις επόμενες μέρες άρχισε η μεταμόρφωση. Αρχικά δεν άντεχε το φως και σύντομα ξεκίνησε και η δίψα. Στο τέλος ήρθε η ταχύτητα και η υπεράνθρωπη δύναμη. Περάσαμε πολύ δύσκολα τον πρώτο καιρό. Ευτυχώς υπήρχαν μερικά χρήματα στην άκρη. Το ότι συνεχίσαμε να ζούμε μαζί σαν οικογένεια τον κράτησε πιστεύω ανθρώπινο και τον οδήγησε στην απόφαση να απαρνηθεί το αίμα. Ίσως και για να μη μου κάνει κακό. Ένιωθα τόσο θυμό γι' αυτόν που τα προκάλεσε όλα αυτά, αλλά ταυτόχρονα πως μπορούσα να μισήσω τους βρικόλακες συνολικά όταν και ο αδερφός μου ήταν ένας από αυτούς. Σταδιακά γνώρισα και άλλους σα τον αγαπημένο μου αδερφό. Έμαθα πως υπάρχουν αμέτρητοι ανάμεσά μας εδώ και εκατοντάδες χρόνια και τους δέχθηκα σα τμήμα της κοινωνίας μας αφού είχα διαπιστώσει πως η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι απειλή για τους κοινούς θνητούς...Δε μιλάς καθόλου όμως Μάρκο..."<br /><br />Ο Μάρκος εξακολουθούσε να είναι άφωνος και λίγο αργότερα με αρκετό κόπο είπε...<br />"Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ το τι έχεις περάσει. Δηλαδή δε σε ενοχλεί το τι είμαι;"<br />"Έχω καταλάβει πιστεύω τι άνθρωπος είσαι εδώ και ένα μήνα περίπου. Οπότε όπως δε με ενοχλούσε με τον αδερφό μου, δε με ενοχλεί και μαζί σου."<br /><br />Η ώρα πέρασε, ο ήλιος ξεπρόβαλε και οι δυο τους ήταν μαζί στο σπίτι του Μάρκου, μάλλον πιο ευτυχισμένοι από ποτέ.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com20tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-28090265487940214492011-09-01T15:50:00.001+03:002011-12-18T20:22:41.210+02:005. Κάτω Από Το Φως Του Φεγγαριού<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnJzyybDLSY_seBu8GgNMMPmZ0BLBWMNwIuuj4TCr-kr9tEePoFT1DGzGPQXVlqoOUqBzLziDKJjvTZApnhcIBdxX1_Ou33ixpdPvl_ukcTGIseJWzzp6290A0ES0fidW9Kz-EtpWu0Ew/s1600/silver-moon.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 289px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjnJzyybDLSY_seBu8GgNMMPmZ0BLBWMNwIuuj4TCr-kr9tEePoFT1DGzGPQXVlqoOUqBzLziDKJjvTZApnhcIBdxX1_Ou33ixpdPvl_ukcTGIseJWzzp6290A0ES0fidW9Kz-EtpWu0Ew/s400/silver-moon.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5644880998408604882" border="0" /></a>Η Έλενα έσπρωξε την πόρτα του εστιατορίου και μπήκε μέσα με ένα πολύ έντονα διερευνητικό βλέμμα. Χαιρέτισε στα γρήγορα τον Άλεξ και αμέσως μετά πρόσεξε τον Μάρκο που καθόταν σε ένα τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού. Τον πλησίασε και χωρίς δεύτερη σκέψη του είπε...<br /><br />"Πέμπτη συνεχόμενη νύχτα έρχομαι εδώ και φάνηκες επιτέλους. Μάλλον εκείνη η βραδιά μου έδωσε πολύ λανθασμένη εντύπωση."<br />"Συγγνώμη Έλενα, όχι δε σου έδωσε λάθος εντύπωση. Μου έτυχαν διάφορα και γενικά είχα πολλά στο μυαλό μου."<br />"Κατάλαβα, υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή σου."<br />"Όχι, απλά υπάρχει πολύ πολύ μοναξιά εδώ και χρόνια."<br />"Μη πεις κάτι άλλο...Θες να φύγουμε, να πάμε μια βόλτα;"<br />"Φύγαμε."...απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό ο Μάρκος.<br /><br />Περπάτησαν αρκετή ώρα στους δρόμους της πόλης. Το φως του φεγγαριού, που ήταν σχεδόν πανσέληνος, έδινε στα πάντα ένα υπέροχο ασημένιο χρώμα, κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμη πιο ρομαντική. Στην αρχή δεν μιλούσαν μέχρι που η Έλενα έκανε την αρχή...<br /><br />"Ώστε μοναξιά ε;"<br />"Μοναξιά, αλλά από επιλογή. Είμαι χρόνια κλεισμένος στον εαυτό μου και ουσιαστικά μόνος. Ούτε γονείς υπάρχουν πια, ούτε κάποιος συγγενής έχει απομείνει. Το μόνο που έχω είναι μερικοί γνωστοί. Εσύ; Μου είπε ο Άλεξ πως τώρα επέστρεψες στο Λονδίνο."<br />"Σωστά σου είπε. Έφυγα όταν ακόμη ήμουν 18 χρονών. Γύρισα τώρα γιατί πεθύμησα την πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Είχα ανέβει αρκετά βόρεια. Τώρα είμαι μόνη στη πόλη, τότε είχα και έναν αδερφό."<br />"Τι συνέβη στον αδερφό σου;"<br />"Δεν έχω πρόβλημα να σου πω, αλλά πραγματικά προσπαθώ να ξεχάσω το τι έγινε, οπότε καλύτερα να το αφήσουμε για τώρα."<br />"Φυσικά και συγγνώμη για την αδιακρισία μου."<br />"Καμία συγγνώμη δε χρειάζεται, κάποια στιγμή θα σου πω. Αλλά ας αλλάξουμε θέμα, να πούμε κάτι πιο ευχάριστο. Με τι ασχολείσαι αυτό το καιρό Μάρκο; Κάποιο νέο βιβλίο;"<br /><br />Ο Μάρκος ξεκίνησε να της λέει για το βιβλίο και το θέμα του αλλά πριν προλάβει να της δώσει περισσότερες λεπτομέρειες η Έλενα τον διέκοψε και του είπε κάτι άσχετο με τις συγγραφικές του ασχολίες...<br /><br />"Με μαγνήτισε το βλέμμα σου με το που με κοίταξες σε εκείνη τη πρώτη συνάντηση."<br /><br />Περπάτησαν για αρκετή ώρα ενώ σταμάτησαν να μιλάνε, όταν κάποια στιγμή ο Μάρκος είπε χαμηλόφωνα...<br />"Μου επιτρέπεις;"<br />Σχεδόν ταυτόχρονα και πριν προφτάσει να απαντήσει, έπιασε το χέρι της και το κράτησε σφιχτά.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com16tag:blogger.com,1999:blog-1803605871747936181.post-39781408086289694432011-08-23T23:10:00.001+03:002011-12-18T20:22:50.072+02:004. Καθρέφτης<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinPGKajn0wkLheulXbZwh8zMrG_HEWmaJKzUZnca3JLJOHnes20iVDjuRwsPZIG0zI_wPoWrhwPIgUYMhWDi5SBt5ZNQa9azxk0vngaA2haoUXJpcKczXuAMYlvxDOHWbDJfAzJuAAQbM/s1600/juik.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 400px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEinPGKajn0wkLheulXbZwh8zMrG_HEWmaJKzUZnca3JLJOHnes20iVDjuRwsPZIG0zI_wPoWrhwPIgUYMhWDi5SBt5ZNQa9azxk0vngaA2haoUXJpcKczXuAMYlvxDOHWbDJfAzJuAAQbM/s400/juik.jpg" alt="" id="BLOGGER_PHOTO_ID_5641551531668633362" border="0" /></a>Στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και ήταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Ακίνητος, είχε κολλήσει το βλέμμα του στο είδωλό του. Παγιδευμένος εδώ και 80 χρόνια στην ηλικία των 35, μελαχροινός, αρκετά ψηλός, με ζεστά καφεπράσινα μάτια και ένα ιδιαίτερα φροντισμένο μούσι, κάτι παραπάνω από γοητευτικός. Άλλωστε οι βρικόλακες είναι ειδικοί στο να γοητεύουν τα θύματά τους και η εντυπωσιακή εμφάνιση είναι το κυριότερο όπλο τους. Το χαμόγελο που απέκτησε κατά τη διάρκεια της χθεσινής νύχτας ήταν ακόμη εκεί. Πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού η Έλενα ήταν τόσο γλυκιά, κοντά στη δική του φαινομενική ηλικία και σου κέρδιζε αμέσως το ενδιαφέρον με το εξαιρετικά έξυπνο και σπινθηροβόλο της βλέμμα.<br /><br />Νιώθοντας μια απίστευτη αισιοδοξία μέσα του, του ήρθε ξαφνικά η διάθεση να συνεχίσει το νέο του βιβλίο. Τίτλο ακόμη δεν είχε σκεφτεί αλλά το κεντρικό του θέμα τον βασάνιζε εδώ και χρόνια...Η ψυχή, η αναζήτησή της, το ταξίδι της, τι είναι ψυχή...Ο Μάρκος μάλιστα πάντα αναρωτιόταν αν ο ίδιος είχε ψυχή ή αν την είχε χάσει τη στιγμή της μεταμόρφωσής του.<br /><br />Όλο το πρωινό ασχολήθηκε με το γράψιμο με μεγάλο ενθουσιασμό και αρκετή έμπνευση όταν κατά το μεσημέρι, ίσως και εξαιτίας του "δύσκολου" θέματος του βιβλίου, σκοτεινές και απαισιόδοξες σκέψεις έκαναν την εμφάνισή τους. Σε ποια νέα αρχή ήταν δυνατόν να πιστέψει από τη στιγμή που είναι βρικόλακας; Τι μέλλον θα μπορούσε να έχει μια οποιουδήποτε είδους σχέση με έναν θνητό; Και αν τον έβαζε σε κίνδυνο; Και αν η δίψα μέσα του ξυπνούσε; Πώς θα αντιδρούσε το πρόσωπο που θα έχει απέναντι του όταν μάθει πως είναι βρικόλακας; Πώς θα κρύβει κάτι τόσο ουσιαστικό και μεγάλο; Με ποια δικαιολογία θα εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια της μέρας; Γενικότερα η όλη ιδέα της σχέσης, ακόμη και της απλής συναναστροφής, ξαφνικά τον άγχωσε. Μήπως καλύτερα να μη πήγαινε αυτό το βράδυ στο εστιατόριο; Η ώρα πλησίαζε και ο ίδιος ήταν πιο μπερδεμένος και αναποφάσιστος από ποτέ.Leviathanhttp://www.blogger.com/profile/00335823802773135808noreply@blogger.com12