Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

2. Τα Τριαντάφυλλα Του Χειμώνα

Ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Ήταν πεσμένος στο έδαφος. Σηκώθηκε με δυσκολία, αφού αισθανόταν τρομερά καταπονημένος. Δεν αναγνώριζε το δάσος που βρισκόταν αν και η πυκνή ομίχλη δε τον άφηνε να δει και πολλά από αυτό. Ένιωθε το πρόσωπό του, τα μαλλιά του, όλο του το σώμα να είναι βρεγμένα. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν κατακόκκινα από ολόφρεσκο αίμα. Έπιασε το κεφάλι του, το μέτωπό του. Παντού αίμα. Κοίταξε και προς τα κάτω. Με τρόμο διαπίστωσε πως στον ένα του μηρό ήταν καρφωμένο ένα στιλέτο. Μα πόνος δεν υπήρχε. Το τράβηξε αργά και προσεκτικά και είδε έκπληκτος πως ήταν το δικό του στιλέτο. Τότε ένας δυνατός και ξαφνικός αέρας άρχισε να διώχνει την ομίχλη γύρω του. Ανατρίχιασε με το θέαμα που αποκάλυψε μπροστά του το φως του φεγγαριού. Πτώματα...δεκάδες πτώματα. Πλησίασε σ' αυτούς που ήταν πιο κοντά του και απλά διαπίστωσε πως του ήταν άγνωστοι. Εκείνη τη στιγμή ένα χέρι τον ακούμπησε στον αριστερό ώμο. Γύρισε τρομαγμένος να δει ποιος είναι. Είδε μια γυναίκα μέσης ηλικίας που του φάνηκε οικεία. Το πρόσωπό της ήταν πεντακάθαρο και σε αντίθεση με τον ίδιο ή τα πτώματα δεν είχε ίχνος αίματος επάνω της. Αμέσως τη ρώτησε...

"Ποια είσαι;...Τι συνέβη εδώ και τι θέλεις;...."

Η γυναίκα τον κοίταξε με αγωνία βαθιά μέσα στα μάτια του και του είπε....

"Ετοιμάσου...Η ώρα έχει σχεδόν φτάσει..."

Όλα μαύρισαν...Πετάχτηκε από το κρεβάτι του μέσα στο άγχος..."Τι όνειρο ήταν αυτό;"...αναρωτήθηκε. Καθώς σκεφτόταν το τι θα μπορούσε να σημαίνει προσπάθησε να συνεχίσει τον ύπνο του.

Άκουσε το ξυπνητήρι δίπλα στο κομοδίνο να κτυπά και άνοιξε τα μάτια του. Είδε την ώρα. Ήταν ακόμη πολύ πρωί, 6 και 30. Αρχικά αναρωτήθηκε γιατί κτύπησε τόσο νωρίς, πολύ γρήγορα όμως θυμήθηκε πως είχε πει να κάνει κάποιες δουλειές πριν πάει στο βιβλιοπωλείο. Άπλωσε το χέρι του και το έκλεισε. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά τη νύχτα. Όσο και να πίστευε το αντίθετο, όσο και να πίστευε στον εαυτό του η χθεσινοβραδινή επίθεση τον είχε επηρεάσει πολύ. Και ύστερα ήρθε και το όνειρο να τον ανησυχήσει ακόμη περισσότερο.

Σηκώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και ας βαριόταν. Το μαύρο φανελάκι που φορούσε δεν έκρυβε σχεδόν καθόλου το τεράστιο tribal τατουάζ που ξεκινούσε από την αριστερή του ωμοπλάτη, ερχόταν λίγο προς τα εμπρός και κατέληγε στον αντίστοιχο καρπό του. Στο λαιμό του φορούσε ένα παλιό μενταγιόν που δε το αποχωριζόταν ποτέ. Ο Christopher ήταν ένας πολύ ευπαρουσίαστος άντρας. 30 χρονών, με μαύρα μάτια και έντονο βλέμμα, μαύρα κοντά μαλλιά, μόνιμα αξύριστος, αδύνατος και αρκετά ψηλός. Φρόντιζε τον εαυτό του χωρίς να είναι υπερβολικός. Άλλωστε ήταν του μέτρου σε όλα στη ζωή του. Πέρα όμως από όλα ήταν ένας πολύ δυνατός μάγος και όχι ο πρώτος στην οικογένεια. Τη μαγεία την είχε μέσα του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.

Το σπίτι δεν ήταν πολύ μεγάλο. Είχε τρεις βασικούς χώρους. Στο ένα δωμάτιο όμως είχε πρόσβαση ο ίδιος και ελάχιστοι άλλοι. Η πόρτα του ήταν πάντα κλειδωμένη. Τα έπιπλα και η γενικότερη διακόσμηση του διαμερίσματος θα περίμενε κανείς να είναι μοντέρνα, αντίθετα όμως όλα ήταν αρκετά κλασικά. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν ήταν οι διάφορες αποχρώσεις του καφέ. CDs και βιβλία γέμιζαν τραπέζια, βιβλιοθήκες και ράφια κάνοντας τον χώρο να δείχνει ακόμη μικρότερος. Παντού υπήρχαν τοποθετημένες κορνίζες με οικογενειακές φωτογραφίες αλλά και φίλων. Ο Christopher ζούσε μόνος του εδώ και χρόνια. Τους γονείς του τους είχε χάσει πριν πολύ καιρό. Έφυγαν και οι δύο μαζί, αναπάντεχα και τραγικά. Ήταν μοναχοπαίδι.

Σκέφτηκε το όνειρο και ξεκλείδωσε τη συρταρωτή πόρτα του απαγορευμένου δωματίου. Μπήκε στον λιγοστά φωτισμένο χώρο. Παντού γύρω υπήρχαν ράφια με μικρά βαζάκια, γεμάτα με βότανα αλλά και φίλτρα. Όλα φτιαγμένα από τον ίδιο. Στην άκρη υπήρχε μια βιβλιοθήκη που περιείχε πολλά ταλαιπωρημένα βιβλία. Τα περισσότερα ήταν πολύ παλιά. Στο κέντρο είχε βάλει ένα μικρό τραπέζι και πάνω του είχε τοποθετημένο ένα χοντρό βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε Winterblood. Το βιβλίο αυτό ανήκε στην οικογένειά του εδώ και πολλές γενιές και ήταν γεμάτο από εκατοντάδες ξόρκια. Όποιος το είχε κάθε φορά πρόσθετε και τις δικές του μαγικές λέξεις.

Άναψε τρία κεριά, συμβουλεύτηκε ένα βιβλίο για να μη κάνει το παραμικρό λάθος και πήρε από τα ράφια τα βαζάκια που χρειαζόταν. Έριξε μέσα σε ένα ξύλινο χαμηλό βάζο τις ποσότητες που έπρεπε από το κάθε βότανο, τα χτύπησε, τα έλιωσε, πρόσθεσε λίγο καυτό νερό και στο τέλος τρία αποξηραμένα πέταλα από τριαντάφυλλο. Τα ανακάτεψε όλα μαζί για δύο λεπτά, με ένα σουρωτήρι απομάκρυνε τα στερεά μέρη και το υγρό που έμεινε το έβαλε σε ένα ποτήρι. Άνοιξε το οικογενειακό βιβλίο και έψαξε για λίγο το κατάλληλο ξόρκι. Κρατώντας με το αριστερό του χέρι το μενταγιόν του διάβασε αργά και καθαρά..."Όταν στο κακό βρεθείς κοντά άσε το νου σου ελεύθερο και θα σε οδηγήσει σ' αυτό." Επανέλαβε τη φράση άλλες δύο φορές και στη συνέχεια πάντα κρατώντας το μενταγιόν σήκωσε το ποτήρι και ήπιε το φίλτρο που έφτιαξε. Μόλις είχε κάνει στον εαυτό του ένα ξόρκι ετοιμότητας, εντοπισμού και ενδυνάμωσης. Τα μάτια του πήραν το χρώμα της φωτιάς και λίγο αίμα έτρεξε από τη μύτη του. Τα περισσότερα ξόρκια έχουν και το τίμημά τους.

Καθάρισε τον χώρο και κλείδωσε τη πόρτα βγαίνοντας από το δωμάτιο. Ντύθηκε βιαστικά μιας και η ώρα είχε πάει 8. Φόρεσε τελευταία στιγμή το αγαπημένο του μαύρο δερμάτινο σακάκι, έβαλε στη θήκη το στιλέτο του, πήρε μαζί του μερικά μπουκαλάκια με φίλτρα και ξεκίνησε με τα πόδια για το βιβλιοπωλείο στην οδό Libertine με το περίεργο όνομα, το δικό του βιβλιοπωλείο. Το είχε ονομάσει Oblivion και όπως όλα τα πράγματα στη ζωή του έτσι και αυτό είχε τη σημασία του.

Έφτασε στο βιβλιοπωλείο. Αμέσως είδε μια κοπέλα να τον περιμένει έξω από αυτό. Ήταν η Amy Blackrose. Γλυκιά, κομψή, με μακριά σπαστά κόκκινα μαλλιά που ήταν και το φυσικό της χρώμα, με καφέ μάτια, 22 ετών και με το μαγικό στοιχείο έντονο μέσα της. Η Amy ήταν αδελφική φίλη του Christopher και κόρη μιας πολύ καλής και οικογενειακής φίλης του. Ήταν όμως και υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο. Κρατούσε στα χέρια της μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Φυσικά και είχαν βαθύ κόκκινο χρώμα. Πλησιάζοντας ο Christopher είδε πως η Amy τον αγριοκοίταζε.

"Άργησες."...του είπε με ύφος αλλά χαμογελώντας ταυτόχρονα.

"Είχα κάτι έκτακτο να κάνω αυτό το πρωινό. Μόλις ξεκλειδώσω και μπούμε μέσα θα καταλάβεις." της απάντησε πολύ σοβαρός και χωρίς να ανταποδώσει το χαμόγελο.

Προχώρησαν μέσα στο κατάστημα και αμέσως η Amy πρόσεξε τα σπασμένα ράφια.

"Τι έγινε εδώ μέσα;...Μη μου πεις!!!...Σου επιτέθηκαν! Και σου είπα να μη μένεις μέχρι αργά στο βιβλιοπωλείο. Μετά από τις δολοφονίες των τελευταίων μηνών πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί."...του είπε ανεβάζοντας το τόνο της φωνής της.

"Κάποιοι σκοτώνουν μάγους τους τρεις τελευταίους μήνες και εγώ πίστεψα πολύ στον εαυτό μου, περισσότερο απ' ότι θα έπρεπε μάλλον. Με βρήκε απροετοίμαστο και απλά ήμουν τυχερός που δε πέτυχε το στόχο του. Χάσαμε τόσους φίλους, κάτι πρέπει να κάνουμε."

Η Amy παίρνοντας μια έκφραση όλο καχυποψία ρώτησε..."Και τι έκανες το πρωί;"

"Έκανα ένα παλιό ξόρκι που θα με κρατήσει σε εγρήγορση σε περίπτωση απειλής."

"Καλό μου ακούγεται."...συμφώνησε η Amy και συνέχισε..."Τα κενά πώς πάνε;"

"Τα κενά καλώς ή κακώς παραμένουν...κενά...Πιάσε όμως τώρα δουλειά. Βάλε τα τριαντάφυλλα σε ένα βάζο, ετοίμασέ μου έναν καφέ και κανόνισε να έρθει κάποιος να αντικαταστήσει τα ράφια."

"Αρχίσαμε πάλι τις διαταγές βλέπω."...του είπε η Amy αφήνοντας να σχηματιστεί στο πρόσωπό της ένα μικρό χαμόγελο.

Η μέρα κύλησε με πολύ κουβέντα γύρω από το φλέγον θέμα. Η αστυνομία και κατ' επέκταση η κοινή γνώμη ήξερε για κάποιους φόνους χωρίς να γνωρίζει πως όλα τα θύματα συνδέονταν μεταξύ τους αφού ανήκαν στη κοινότητα των μάγων της Νέας Υόρκης. Η Amy και ο Christopher τους ήξεραν τους περισσότερους καλά. Έκαναν παρέα μαζί τους και τώρα που η απειλή κτύπησε τη πόρτα τους κατέληξαν στο ότι πρέπει να μην αφήνει ο ένας τον άλλον πολλές ώρες μόνο του και γενικά να αποφεύγουν την περιττή έκθεση καθώς και τη χρήση μαγικών. Το χαμηλό προφίλ άλλωστε πάντα βοηθούσε. Ο Christopher όμως αποφάσισε και κάτι ακόμη που σκοπίμως δε το μοιράστηκε με την Amy. Ούτε φυσικά μοιράστηκε μαζί της το όνειρο που είδε.

Και το βλέμμα του έμεινε κολλημένο σε εκείνα τα τριαντάφυλλα της Amy ενώ η σκέψη του ταξίδευε, έτρεχε στη προσπάθειά του να βρει απαντήσεις για τα κενά, το όνειρο και τα δεκάδες ερωτήματα που γέμιζαν τη ζωή του.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά...

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

1. Νυχτερινός Επισκέπτης

Η ώρα είχε περάσει αρκετά. Το σκοτάδι είχε κάνει την εμφάνισή του από νωρίς. Ήταν χειμώνας. Δεκέμβριος του 2011, λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων. Το κρύο ήταν τσουχτερό και οι δρόμοι της Νέας Υόρκης σχεδόν έρημοι. Ο Christopher Winterblood, ιδιοκτήτης ενός μικρού βιβλιοπωλείου, άφησε για λίγο το βιβλίο που διάβαζε και πήγε προς τη πόρτα του καταστήματός του. Γύρισε από την άλλη πλευρά τη μικρή ταμπέλα που είχε κρεμασμένη πάνω σ' αυτή για να δείξει πως έκλεισε για τη μέρα. Δε κλείδωσε όμως. Όχι γιατί ξέχασε, απλά γιατί δεν υπήρχε λόγος. Ο Christopher δεν ήταν ιδιοκτήτης ενός απλού βιβλιοπωλείου. Τα βιβλία που φιλοξενούσε απευθύνονταν σε ειδικό κοινό και αυτό γιατί είχαν στη πλειοψηφία τους θέματα μεταφυσικά, ψυχολογίας, παραψυχολογίας και φυσικά μυθοπλασίας. Για τους πιο ιδιαίτερους πελάτες υπήρχαν και ακόμη πιο περίεργα βιβλία, αν βέβαια είχαν την ικανότητα να τα αναγνωρίσουν.

Επέστρεψε στο βιβλίο του. Το διάβαζε με πολύ ενδιαφέρον. Είχε ως θέμα το ταξίδι της ψυχής προς την αθανασία. Τον συγγραφέα του βιβλίου τον συναντούσε για πρώτη φορά. Το υπέγραφε μόνο με το μικρό του όνομα...Μάρκος. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως ο Μάρκος ήταν συγγραφέας πολλά πολλά χρόνια και πως αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο που υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα. Το έβαλε σύντομα στην άκρη. Θα το συνέχιζε την επόμενη μέρα με τη πρώτη ευκαιρία αφού έβλεπε πως με τον ήρωά του είχε πολλά κοινά.

Κατευθύνθηκε προς το cd player. Ήθελε να δυναμώσει τη μουσική. Στο βιβλιοπωλείο του ακουγόταν μονίμως κινηματογραφική μουσική και τώρα που είχε έρθει η ώρα του συμμαζέματος ήθελε να την απολαύσει πολύ πιο δυνατά.

Κόντευαν μεσάνυχτα. Ήταν στο πίσω μέρος του καταστήματος και έβαζε μερικά τελευταία βιβλία στα ράφια τους. Είχε έρθει η στιγμή της επιστροφής στο σπίτι. Μπορεί η μουσική να γέμιζε τον χώρο όμως αμέσως αντιλήφθηκε τον ήχο του μικρού κουδουνιού που κρεμόταν πάνω από τη πόρτα. Κάποιος είχε μπει στο κατάστημα. Φώναξε..."Έχω κλείσει για απόψε", μα απάντηση δε πήρε. Η σιωπή δε του άρεσε αλλά κράτησε τη ψυχραιμία του. Άλλωστε λίγες ήταν εκείνες οι φορές που την είχε χάσει στη ζωή του. Έκανε μερικά βήματα και πριν προλάβει να βγει πίσω από τη μεγάλη βιβλιοθήκη που τον έκρυβε δέχθηκε δύο πυροβολισμούς, που όμως δε βρήκαν στόχο. Χωρίς να προλάβει να δει ποιος τον πυροβόλησε επέστρεψε στην αρχική του θέση, έκλεισε τα μάτια του και σχεδόν ψιθυριστά είπε..."Σκοτάδι πάρε τη θέση του φωτός και κρύψε με μέσα σου". Στη στιγμή τα φώτα έκλεισαν, οι φλόγες των λίγων κεριών που είχε αναμμένα στο πλαϊνό παράθυρο έσβησαν και στο βιβλιοπωλείο επικράτησε συσκότιση. Ο Christopher άνοιξε τα μάτια του. Οι κόρες των ματιών του είχαν αποκτήσει ένα έντονα πύρινο χρώμα, λες και είχαν πιάσει φωτιά. Αμέσως απλώνοντας τα χέρια του συμπλήρωσε λέγοντας..."Απομάκρυνση"...Ο άγνωστος πετάχτηκε στον αέρα, σα να τον έσπρωξε μια αόρατη δύναμη και πέφτοντας στην απέναντι βιβλιοθήκη έχασε το όπλο του, χτυπώντας ταυτόχρονα το κεφάλι του. Σηκώθηκε ζαλισμένος και έψαξε να το βρει αλλά το σκοτάδι δε τον βοηθούσε ιδιαίτερα. Μέσα στην αγωνία που είχε αρχίσει να τον κατακλύζει διαπίστωσε πως ο Christopher ήταν πλέον δίπλα του, αφού γι' αυτόν η έλλειψη του φωτός δεν ήταν τόσο πρόβλημα. Του επιτέθηκε αυτή τη φορά με τις γροθιές του, ξέροντας όμως ότι δε μπορεί να του κάνει κακό. Αυτό χωρίς το όπλο του ήταν αδύνατο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως απέτυχε και το καλύτερο που του έμενε να κάνει είναι να ξεφύγει ζωντανός. Ο Christopher απέφυγε τα χτυπήματα και με γρήγορες και σχεδόν ταχυδακτυλουργικές κινήσεις έβγαλε από μια θήκη κρυμμένη στη μέση του ένα στιλέτο και με τη κοφτερή του λεπίδα κατάφερε ένα αρκετά βαθύ κόψιμο στον βραχίονα του άγνωστου άντρα. Αυτός παραπάτησε και έριξε κάτω μια μεγάλη στοίβα από βιβλία. Τότε είδε πως η εξώπορτα δεν απείχε και πολύ. Γύρω στα τρία μέτρα μόλις. Δεν έδωσε σημασία στο αίμα που άρχισε να τρέχει από χέρι του ούτε ασχολήθηκε με το όπλο του αφού σκέφτηκε πως όπλα υπάρχουν πολλά. Όρμησε χωρίς δεύτερη σκέψη στην εξώπορτα, βγήκε από το βιβλιοπωλείο, διέσχισε γρήγορα το δρόμο και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Ο Christopher σκέφτηκε να τον κυνηγήσει και για αρκετά μέτρα το έκανε, αλλά γρήγορα το μετάνιωσε. Ίσως να ήταν λάθος του όμως. Η αυτοπεποίθησή του ήταν πολύ υψηλή εδώ και χρόνια και το να γυρίσει στο μαγαζί του θεώρησε πως ήταν το σωστό και ας μην είχε καταφέρει να δει καν το πως έμοιαζε ο άγνωστος. Είπε αυτή τη φορά φωναχτά...."Από το σκοτάδι στο φως". Το βιβλιοπωλείο φωτίστηκε στο δευτερόλεπτο και έκανε έναν μορφασμό δυσφορίας αντικρίζοντας τα δεκάδες πεσμένα στο πάτωμα βιβλία, τα σπασμένα ράφια και τη γενικότερη ακαταστασία που προκλήθηκε από τη συμπλοκή. Και τότε το πρόσωπό του αγρίεψε. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει πως είχε έρθει και η δική του σειρά. Σήκωσε το περίτεχνα φτιαγμένο στιλέτο του. Η αιχμηρή λεπίδα του ήταν σκαλισμένη και με καλλιγραφικά γράμματα από τη μια της πλευρά έγραφε Winter και από την άλλη Blood. Ήταν οικογενειακό κειμήλιο και του το είχε δώσει πριν πολύ καιρό ο πατέρας του. Φυσικά και υπήρχε ακόμη το αίμα του δολοφόνου επάνω του. Άνοιξε λίγο το στόμα του και με την άκρη της γλώσσας του ακούμπησε τη λεπίδα του στιλέτου. Έκλεισε τα μάτια του για άλλη μια φορά, σκέφτηκε..."Θνητός λοιπόν είσαι..." και στη συνέχεια έφτυσε το λιγοστό αίμα που μόλις είχε γευτεί. Το πύρινο χρώμα επανήλθε για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα στα μάτια του και λέγοντας..."Ότι μετακινήθηκε στη θέση του να πάει", τα βιβλία επέστρεψαν εκεί που ήταν πριν την επίθεση. Κάτι σα να γύρισε ο χρόνος πίσω. Βέβαια τα κατεστραμμένα ράφια δε μπορούσαν να φτιαχτούν με αυτό το τρόπο. Θα έπρεπε να μεριμνήσει γι ' αυτά την επόμενη μέρα. Η μουσική συνέχισε να παίζει όλη αυτή την ώρα.

Έμεινε ακίνητος μπροστά στο παράθυρο και χάζευε τα λίγα πια αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στην οδό Libertine ενώ το ρολόι στο τοίχο έδειχνε δώδεκα και μισή. Άκουσε ένα τελευταίο ορχηστρικό κομμάτι από το πολυαγαπημένο του soundtrack του Interview With The Vampire, κλείδωσε το κατάστημά του και ξεκίνησε προβληματισμένος και σκεπτικός για το σπίτι του. Η αυριανή μέρα θα ήταν γεμάτη από αποφάσεις που ίσως έπρεπε να έχει πάρει εδώ και μήνες.